Του Κώστα Πρώιμου
Στις περιόδους μεγάλης οικονομικοπολιτικής ανασφάλειας, οι υπήκοοι συσπειρώνονται φοβισμένοι γύρω από τα πιο λούμπεν και φαινομενικά ενωτικά και σταθερά ως προς τη διακυβέρνηση στοιχεία. Είτε αναφερόμαστε σε διάσημους πατριδοκάπηλους με ατέρμονες ιδεοληπτικές εμμονές, που εν τέλει αιματοκύλησαν τους λαούς τους αποδεδειγμένα για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους οφελών, είτε κάνουμε λόγο για στυγνούς επιχειρηματίες χωρίς καμία ιδεολογία στο λογισμικό τους, που επιτυχώς χειραγωγούν τα συστημικά κυρίως κόμματα, για ευνόητους λόγους. (Τα όποια μη συστημικά φαντάζουν σαν σύντομο ανέκδοτο.)
Ακόμη και σε οικονομικούς κύκλους μη «χρωματισμένους» με πολιτικές ιδέες, όπως στα πανίσχυρα καρτέλ των ναρκωτικών, ή της διακίνησης λευκής σαρκός, υπάρχουν στελέχη ή τσιράκια ανομήματος αν προτιμάτε για του ρόλου το αληθές, που δεν διστάζουν ευθαρσώς να δηλώνουν πίστη και τυφλή υποταγή στο διαβόητο αφεντικό τους.
Ερωτηθέντες κατά καιρούς από τις ανακριτικές αρχές, διακεκριμένοι υπαρχηγοί ή πρωτοπαλίκαρα, όταν συλλαμβάνονταν, γιατί ανενδοίαστα, για μερικά ή περισσότερα χαρτονομίσματα υπηρετούσαν με τόση τόλμη και ρίσκο μια γιγαντιαία επιχείρηση διασποράς του θανάτου στη νεολαία, είχαν την απάντηση εύκολη: «Εμείς πουλάμε, αλλά κανέναν δεν υποχρεώνουμε να αγοράσει».
Με αυτό το «ρεαλιστικό» σκεπτικό επιχειρούσαν να «απαλείψουν» στην έτσι κι αλλιώς κενή πλέον συνείδησή τους, την ανήθικη βαρύτητα των πράξεών τους.
Αναφερόμενοι στη σημερινή πραγματικότητα, θα μπορέσουμε να δούμε, αν βγάλουμε από τα μάτια τα οπαδικά μας γυαλιά, ότι η πολιτική σκηνή παγκοσμίως, συνεπώς και εγχωρίως, ομοιάζει με τις νόρμες του οργανωμένου εγκλήματος σε σημείο που τα όρια ανάμεσά τους γίνονται δυσδιάκριτα μέσα από μια τρομακτική μα απολύτως ρεαλιστική διαπίστωση!
Παρατηρήσαμε προσφάτως, τη θέρμη και την περίσσεια υπερηφάνεια με την οποία βουλεύτριες του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας έβγαλαν σέλφις μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Μαξίμου με τον «ανέγγιχτο» προσώρας πρωθυπουργό των υποκλοπών, της συγκάλυψης του εγκλήματος των Τεμπών, της πρωτοφανούς-περαιτέρω φτωχοποίησης της πλέμπας, της «σωστής πλευράς» της Ιστορίας, αλλά και τον «μπροστινό» μιας ομάδας «μαέστρων» που με χειρουργικές, διπλωματικές και επικοινωνιακές επεμβάσεις στήνουν το ξέπλυμα μιας διαφαινόμενης εθνικής μειοδοσίας.
Η σχετική απορία είναι εύλογη: Πού θα μπορούσαν να φτάσουν οι συγκεκριμένες κυρίες για να αποκομίζουν τα όποια οφέλη;
Αν είχε «σπάσει» ο διάβολος το ποδάρι του και μια από αυτές τις εθνομητέρες είχε χάσει δια παντός τη μονάκριβή της κόρη στα Τέμπη, θα αποτολμούσε να φωτογραφίζεται πλέουσα σε πελάγη ευτυχίας με τον κύριο Μητσοτάκη; Θα ήταν σε θέση να συνυπάρχει στα «γαλάζια» βουλευτικά έδρανα με τον κύριο Κώστα Καραμανλή του Αχιλλέως;
Προφανώς και δεν έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίζουμε ποια θα ήταν η προσωπική τους απάντηση στα άνωθεν καίρια ερωτηματικά, ενδεχομένως να ισχύει το: ζούμε ευτυχισμένα και αφήνουμε τους άλλους να πεθάνουν μέσα στη δυστυχία τους.
Εξάλλου, αν λάβουμε υπόψη το λυτρωτικό σκεπτικό της ανενδοίαστης δράσης των εμπόρων του θανάτου που καταγράψαμε στην αρχή του άρθρου και τολμήσουμε να του αποδώσουμε χαρακτηριστικά παρομοίωσης στην περίπτωση των εν λόγω κυριών, τότε σίγουρα δεν φταίνε οι ίδιες για τα βουλευτικά τους αξιώματα, μήτε για την προκλητική πολιτική τους συμπεριφορά, απλούστατα διότι δεν υποχρέωσαν κανέναν μας να τις ψηφίσει, εμείς επιλέξαμε να τις εκλέξουμε…