Γράφει ο Χρήστος Μπολώσης
Οι γιορτινές εικόνες του σήμερα, είναι σε όλους γνωστές, ξεκινώντας από τα «εορταστικά» (ο Θεός να τα κάνει) προγράμματα της τηλεοράσεως και φθάνοντας στον χαμό που γίνεται -και είναι πραγματικά, ένας ωραίος χαμός- στην οδό Ερμού.
Τα μεγάλα Χριστουγεννιάτικα δέντρα (όταν δεν καίγονται από διάφορους… οργισμένους), οι ολοστόλιστες βιτρίνες, τα διάφορα χαρούμενα συμβάντα και εκπλήξεις (happening, επί το πιο φραγκολεβαντίνικο), παγοδρόμια, μαγεμένα δάση κ.λπ., δημιουργούν μια πραγματικά λαμπρή γιορταστική ατμόσφαιρα.
Όμως δεν ήταν πάντα έτσι.
Τα παλιότερα χρόνια, εκεί στη δεκαετία του ’50, όταν η Πατρίδα μας είχε επιβιώσει ενός Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια μιάς εντελώς παράλογης περιπέτειας, του Συμμοριτοπολέμου, προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της.
Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες, φύσει αισιόδοξος και αγωνιστής λαός, με όσα μέσα διέθεταν τότε -και ήταν αυτά πολύ λίγα και πενιχρά- προσπαθούσαν να διασκεδάσουν και προπαντός να διατηρήσουν τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμά τους.
Η καρδιά της Χριστουγεννιάτικης Αθήνας χτυπούσε τότε στην οδόν Αιόλου. Εκεί στηνόταν το ατέλειωτο πανηγύρι, που άρχιζε περί τα μέσα Δεκεμβρίου και τελείωνε μετά την Πρωτοχρονιά.
Στη μέση του δρόμου, στήνονταν αυτοσχέδιοι πάγκοι (όπως αυτοί σήμερα στις λαϊκές, αλλά στο πιο πρόχειρο…), γεμάτοι με λογής-λογής παιχνίδια και για να ακριβολογούμε, φτηνοπαιχνίδια. Κάτι χάρτινες καραμούζες, που μετά από λίγη ώρα μούσκευαν από το σάλιο των «μουσικών» πιτσιρικάδων και άρχιζαν να διαλύονται, κάτι κούκλες με ανατριχιαστικά χαρακτηριστικά και γενικώς παιχνίδια όχι με ημερομηνία, αλλά με ώρα λήξεως. Πολλές φορές δεν προλάβαιναν να φθάσουν στο σπίτι, διότι από το στριμωξίδι στα λεωφορεία (πού Ι.Χ. τότε!) πάθαιναν ανεπανόρθωτες ή μάλλον μη αναστρέψιμες ζημιές. Τα ακριβότερο και πιο ανθεκτικό από αυτά, ήταν τσίγκινο!…
Καμιά λοιπόν σχέση εκείνα τα παιχνίδια με τα σημερινά με τις εφιαλτικές μορφές, κάτι μεταξύ ρομπότ, τέρατος και εξωγήινου, με 4 χέρια και 6 ουρές, που πυροβολούν από κάθε σημείο του σώματός τους, βγάζοντας ταυτόχρονα άναρθρους βρυχηθμούς και γρυλίσματα. Από κοντά και οι δεινόσαυροι, οι δράκοι και οτιδήποτε άλλο μπορεί να τραυματίσει την παιδική ψυχούλα, σταλάζοντας μέσα της το μίσος και την καταστροφή.
Και αυτά όσον αφορά τα αγόρια.
Γιατί με τα κοριτσάκια, πάμε στο άλλο άκρο, με κάποιες χαζοχαρούμενες κούκλες που φωνάζουν «πιπί», «κακά» και άλλα άκρως διαπαιδαγωγικά. Από κοντά και διάφορα δύσκαμπτα ζωάκια που σέρνουν άμαξες, κολοκύθες κ.λπ.
Δεν είμαι παιδαγωγός, αλλά δεν νομίζω ότι τέτοια παιχνίδια βοηθούν στην ομαλή (γιατί στην ανώμαλη σίγουρα βοηθούν) ανάπτυξη των παιδιών.
Τα παιχνίδια λοιπόν τότε ήσαν φτηνοπράγματα, αλλά, καίτοι η επιστήμη της παιδαγωγικής ήταν πολύ πίσω ακόμη, εν τούτοις, εκείνα ήταν «παιχνίδια» και όχι μηχανές που σπέρνουν τον όλεθρο. Πολλά από αυτά, ήσαν κουρδιζόμενα (πρόδρομοι των σημερινών τηλεκατευθυνόμενων), τα οποία τις περισσότερες φορές, όπως είπαμε παραπάνω δεν προλάβαιναν να φθάσουν στο σπίτι και είχαν διαλυθεί.
Εκεί λοιπόν στην οδόν Αιόλου άρχιζαν και τελείωναν οι γιορτές για τους Αθηναίους.
Την πρώτη εορταστική νότα, συναντούσε κανείς στην αρχή της Αιόλου, στα Χαυτεία (διασταύρωση Πανεπιστημίου και Αιόλου). Εκεί ο τροχονόμος, μέσα στο χαρακτηριστικό του βαρέλι, ρύθμιζε την, εύκολη τότε, κυκλοφορία, ενώ τις μέρες αυτές, όλες οι γνωστές φίρμες της εποχής, στοίβαζαν ολόγυρά του τα δώρα τους, για τον καινούργιο χρόνο, αναγνωρίζοντας έτσι και τη μεγάλη πρόσφορα της Αστυνομίας, πράγμα λίγο δύσκολο σήμερα…
Σε όλο αυτό το σκηνικό, διάφορες μουσικές μπάντες, οι περισσότερες συγκροτηθείσες εκ των ενόντων και άρον-άρον, έπαιζαν ή καλύτερα «εκτελούσαν» τα κάλαντα.
Σε κάθε γωνιά διάφοροι «Αϊβασίληδες», ασορτί και αυτοί με το πνεύμα φτώχειας της εποχής. Με κάτι τριμμένες κόκκινες στολές και μπαλωμένα, δήθεν σκηνοθετημένα, αλλά στην ουσία βουτηγμένα μέσα στην ωμή πραγματικότητα, σακούλια με «δώρα», ενώ οι ψεύτικές γενειάδες τους -συνήθως από βαμβάκι- πιασμένες με λαστιχάκια πίσω από τα αυτιά τους, ανασηκώνονταν με το πρώτο ελαφρό φύσημα του αέρα, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό τους και την αθώα απάτη. Πιο εκεί, ο συνέταιρος του «Αη Βασίλη» φωτογράφος, έτοιμος να απαθανατίσει την πιτσιρικαρία με τον «Άγιο». Και οι δύο αυτοί, «Άγιος» και «Καλλιτέχνης φωτογράφος», κάθε άλλο παρά τέτοιοι ήσαν. Επρόκειτο για φουκαραδάκια που έκαναν δουλειές του ποδαριού για να τα οικονομήσουν, μέρες που ήτανε, βγαλμένοι λες από τις ιστορίες του αλησμόνητου Νίκου Τσιφόρου.
Δεν νομίζω να υπάρχει σήμερα άνδρας ή γυναίκα που να έχει περάσει στην… τρίτη σειρά εφεδρείας (ήγουν από τα δεύτερα –ήντα και βάλε) και να μην έχει στο άλμπουμ του τέτοια φωτογραφία.
Μια πολύ ζωντανή εικόνα αυτής της γιορτινής ατμόσφαιρας, έστω και αν διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα, δίνει ο σκηνοθέτης Βασίλης Γεωργιάδης στην εμβληματική πλέον ταινία του «Τα Κόκκινα Φανάρια», παραγωγής 1963.
Ακόμα ένα χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης, ήταν τα σπιτικά χριστουγεννιάτικα γλυκά, κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Πριν πάμε όμως στα σπιτικά περνάγαμε από τα ζαχαροπλαστεία τα οποία εξέθεταν στα πεζοδρόμια, βουνά κουραμπιέδες και μελομακάρονα τα οποία τα είχαν σκεπασμένα με διαφανείς ζελατίνες. Ο λόγος; Όχι αυτό που νομίζετε, αλλά, όπως έλεγε ο τεράστιος Νίκος Τσιφόρος, για να μη μπορούν να βγουν όξω οι μύγες που ήταν μέσα.
Τότε λοιπόν, τα σπίτια δεν είχαν ηλεκτρικές κουζίνες με φούρνους για να ψήνουν τα γλυκά. Τη δουλειά αυτή, την έκανε ο φούρνος της γειτονιάς.
Κάποια Χριστούγεννα, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’50, με έστειλε η μακαρίτισσα η μάνα μου, να πάρω λαμαρίνες από τον φούρνο μας στο Περιστέρι (σήμερα, στη θέση του είναι ένα πολυκατάστημα, που σε ταξιδεύει σε υπέροχο ταξίδι ομορφιάς…) να τις φέρω σπίτι να βάλει μέσα τα μελομακάρονα που είχε ήδη ετοιμάσει, να τις πάω πάλι στο φούρνο, γεμάτες αυτή τη φορά, να τα ψήσει ο φούρνος και τελικώς με κάποιο μέσο μεταφοράς, μαξιλαροθήκη (!) στην περίπτωσή μου, να πάρω τα ψημένα πλέον γλυκά και να τα φέρω σπίτι, διότι οι λαμαρίνες έπρεπε να μείνουν στον φούρνο, αφού έκαναν ουρά άλλες νοικοκυρές για να τις πάρουν και να ακολουθήσουν την ίδια ακριβώς διαδικασία.
Πράγματι, όλα έγιναν σύμφωνα με ό,τι προέβλεπε το Πρωτόκολλο του φούρναρη και πανευτυχής, έφερνα τα ψημένα μελομακάρονα στο σπίτι, ελπίζοντας και στο σχετικό τρατάρισμα. Βλέπετε τότε δεν είχε εμφανισθεί το ζάχαρο, έστω και «ηπίας μορφής». Παραδίδω λοιπόν τον θησαυρό στη μητέρα μου και ετοιμάζομαι για μπάλα, καθόσον η τσακαλαρία της γειτονιάς, το είχε στήσει το τσάμπιονς λιγκ προ πολλού. Μέχρι να βάλω τα «ποδοσφαιρικά», δηλαδή κάτι παλιοπάπουτσα στα πρόθυρα της διαλύσεως, την ακούω οργισμένη να φωνάζει, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς λέει. Νομίζοντας ότι η αιτία του θυμού της ήμουν εγώ, σπεύδω να δω τι θέλει… Οπότε τη βλέπω εξαγριωμένη και κρατώντας τη μαξιλαροθήκη με τα μελομακάρονα να προελαύνει, να διασχίζει την αυλή μας (είχαν αυλές τα σπίτια τότε…) και να εκτοξεύει μαξιλαροθήκη και περιεχόμενο στην απέναντι αλάνα, που σημειωτέον ήταν και η έδρα της ομάδος της γειτονιάς. Μετά από ώρες έμαθα ότι η αιτία του κακού ήταν ότι τα μελομακάρονα, ψήθηκαν μεν, αλλά πλάκα πήγαν στον φούρνο και πλάκα γύρισαν. Δηλαδή δεν φούσκωσαν καθόλου. Και τότε, ήταν μεγάλη ντροπή για μια νοικοκυρά να παρουσιάσει γλυκά… Β΄ Εθνικής. Γι΄ αυτό η μητέρα μου από την ατίμωση, προτίμησε το θάνατο (…των μελομακάρονων…).
Ωραίες εικόνες; Δεν ξέρω. Πάντως, για εμάς ήταν ωραίες. Όπως ωραίες θα είναι για τα εγγόνια μας οι σημερινές. Και ας ακούνε αντί για τα κάλαντα το «Πέταγμα του κόνδορα», από τους συμπαθέστατους περουβιανούς στην Ερμού.
Τι να κάνουμε; O tempora o mores.
Εμείς θα τα ξαναπούμε, συν Θεώ, την Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025
Χρόνια πολλά φίλοι μου.
Υστερόγραφο
Το άρθρο της περασμένης εβδομάδος για τα Καλάβρυτα, «τσίγκλισε» τον εκλεκτό στρατηγό κύριο Ιωάννη Κακουδάκη, ο οποίος έστειλε την παρακάτω λεπτομερέστατη περιγραφή των γεγονότων:
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων (13 Δεκεμβρίου 1943)
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων ή η Σφαγή των Καλαβρύτων έγινε από τα γερμανικά στρατεύματα της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών (Καταδρομών) με εκτέλεση του ανδρικού πληθυσμού και την ολική καταστροφή των Καλαβρύτων, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943,στο πλαίσιο της γερμανικής «Επιχείρησης Καλάβρυτα». Αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση εγκλήματος πολέμου και το επιστέγασμα της θηριωδίας των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ.
Η κατάσταση στην Ελλάδα, μετά τη αποχώρηση της Ιταλίας, 8 Σεπ.1943, από τον Άξονα, ενέπνεε μεγάλη ανησυχία στους Γερμανούς. Σύμφωνα με τα γερμανικά στρατιωτικά έγγραφα εκείνης της εποχής, το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας δεν ελεγχόταν πια από τη Βέρμαχτ, της οποίας η κυριαρχία περιοριζόταν στις περιοχές γύρω από τις βάσεις της. Η διοίκηση της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, που ήταν υπεύθυνη για την Πελοπόννησο, έβλεπε ότι η ανταρτική δραστηριότητα του ΕΛΑΣ στην περιοχή των Καλαβρύτων απειλούσε τη σιδηροδρομική και οδική επικοινωνία της Πάτρας με την Κόρινθο και την Τρίπολη. Έτσι, έκρινε ως απολύτως απαραίτητη την εξουδετέρωση αυτών των ανταρτικών ομάδων. Για την αναγνώριση της περιοχής, αλλά και για την προετοιμασία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, ο διοικητής της Μεραρχίας διέταξε έναν λόχο από 97 άνδρες, να διερευνήσει την κατάσταση στην περιοχή γύρω από τα Καλάβρυτα.
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα», Unternehemen Kalavryta,όπως αναφέρεται στα στρατιωτικά γερμανικά αρχεία, άρχισε την 4η Δεκεμβρίου, ως μαζικά αντίποινα για την εκτέλεση, από τους αντάρτες, 75 Γερμανών στρατιωτών αιχμαλώτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί μετά τη νίκη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής την 20η Οκτωβρίου του 1943. Η επιχείρηση στόχευε στην τρομοκράτηση των κατοίκων της περιοχής με εκτελέσεις αμάχων, λεηλασίες, πυρπολήσεις οικιών καθώς και στην ολική εκκαθάριση του ορεινού όγκου του όρους Χελμού από αντιστασιακές ομάδες και αντάρτες με τελικό προορισμό τα Καλάβρυτα, όπου και εισήλθαν την 9η Δεκεμβρίου. Το απόσπασμα αυτό με διοικητή τον λοχαγό Σόμπερ (Schober) έλαβε διαταγή να κινηθεί με τα απολύτως απαραίτητα εφόδια και πυρομαχικά, για να είναι όσο το δυνατόν πιο ευκίνητο. Η επιχείρηση θα διαρκούσε 2 ημέρες, κατά το Σαββατοκύριακο της 16ης-17ης Οκτωβρίου 1943.
Ωστόσο, το κεντρικό αρχηγείο Πελοποννήσου του ΕΛΑΣ, γνώριζε ήδη από κατασκόπους του, για την αναγνωριστική επιχείρηση των Γερμανών. Έτσι, έδωσε εντολή στον Ανεξάρτητο Τάγμα Καλαβρύτων (200 ανταρτών) να περιμένει τους Γερμανούς στο χωριό Κερπινή για να τους εμποδίσει να φτάσουν στα Καλάβρυτα. Την 16η Οκτωβρίου, οι Γερμανοί βάδιζαν αμέριμνοι, μετά από κοπιαστική αλλά χωρίς προβλήματα πορεία όλη την ημέρα, προς την Κερπινή. Τις απογευματινές ώρες δέχτηκαν ολόπλευρη αιφνιδιαστική επίθεση από τρεις πλευρές και κατέφυγαν σε ένα ύψωμα, όπου παρέμειναν όλο το βράδυ, αποκρούοντας διαδοχικές επιθέσεις των ανταρτών. Εντωμεταξύ οι αντάρτες είχαν ενισχυθεί με πάνω από 200 άνδρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ, καθώς και αγρότες από τα γύρω χωριά. Τελικά, οι 75 Γερμανοί (o Μικτός Λόχος τού Λοχαγού Schober) αιχμαλωτίστηκαν και παρέμειναν φρουρούμενοι στα Μαζέικα (Κάτω Κλειτορία) για περίπου επτά εβδομάδες, πιστεύοντας ότι θα τους αφήσουν ελεύθερους. Προσπάθεια για την απελευθέρωση από τις αρχές της περιοχής των αιχμαλώτων δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Οι πέντε αντάρτες που ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των αιχμαλώτων αρνήθηκαν να υπακούσουν στη διαταγή του Αρχηγείου του ΕΛΑΣ να τους σκοτώσουν. Είχαν γνωριστεί και οι αιχμάλωτοι ήταν σχεδόν ελεύθεροι κατά τη διάρκεια της ημέρας και να επαιτούν από τον άμαχο πληθυσμό για τη διαβίωσή τους και έτσι δικαιολογείται η άρνησή τους με αποτέλεσμα η εκτέλεση να γίνει από άλλη ομάδα ανταρτών που στάλθηκε γι’ αυτό τον σκοπό. Έτσι, εκτελέστηκαν ομαδικά στην τοποθεσία Μαγέρου στην άκρη μιας χαράδρας βάθους 100μ., βορειοανατολικά από το Μάζι. Τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη χαράδρα, και μόνο δύο αιχμάλωτοι επέζησαν. Ο ένας, μάλιστα, κατάφερε να φτάσει στη μονάδα του. Το γερμανικό απόσπασμα που βρήκε τους νεκρούς με απίστευτη αγριότητα ισοπέδωσε το χωριό Μάζι και εκτέλεσε 5 κατοίκους. Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου, ο Διοικητής της Μεραρχίας Υποστράτηγος Καρλ φον Ζουίρ (Karl Von Le Suire) έστειλε επείγουσα διαταγή «να εκτελεστεί ο ανδρικός πληθυσμός και να πυρποληθούν τα χωριά». Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ανατέθηκε στον Ταγματάρχη Χανς Εμπερσμπέργκερ.
Το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, με κωδωνοκρουσίες της κεντρικής εκκλησίας των Καλαβρύτων δόθηκε διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στον προαύλιο χώρο του Δημοτικού Σχολείου και διαχώρισαν τον ανδρικό πληθυσμό από τις γυναίκες, τα παιδιά και τους υπερήλικες. Στη συνέχεια τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι κρατήθηκαν στο εσωτερικό του σχολείου, ενώ οι έφηβοι και οι άνδρες άνω ηλικίας 13 μέχρι 65 ετών οδηγήθηκαν στη Ράχη του Καππή στις παρυφές των Καλαβρύτων. Ο λόφος αυτός ήταν μια τοποθεσία προσεκτικά επιλεγμένη καθώς ήταν αμφιθεατρική και επικλινής και στην οποία δύσκολα θα γλίτωνε κανείς από τα πυρά, ενώ παράλληλα είχε πλήρη θέα στα σπίτια των Καλαβρύτων που καιγόντουσαν. Εκεί, οι Γερμανοί τους εκτέλεσαν με συνεχείς ριπές πολυβόλων, σκοτώνοντας περίπου 500 (κατά τις νεότερες εκτιμήσεις) άτομα. Άλλες εκτιμήσεις μιλάνε για 600, 781 ή και πάνω από 800 άτομα, ενώ 13 άτομα κατάφεραν να σωθούν. Οι γυναίκες και τα παιδιά κατάφεραν να αποδράσουν από το σχολείο, ενώ η κωμόπολη φλεγόταν έπειτα από την πυρπόλησή της από τα ναζιστικά στρατεύματα και οι φλόγες πλησίαζαν απειλητικά το κτήριο. Την επόμενη ημέρα οι ναζί πυρπόλησαν τις Μονές του Μεγάλου Σπηλαίου και της Αγίας Λαύρας και εκτέλεσαν και όσους μοναχούς βρήκαν.
Συνολικά, σύμφωνα με τους νεότερους ιστορικούς, εκτελέστηκαν 677 άμαχοι, από τους οποίους οι 499 στα Καλάβρυτα, και πυρπολήθηκαν περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 οικισμούς και χωριά. Μάλιστα, τα ναζιστικά στρατεύματα άρπαξαν και υλικά αγαθά, τρόφιμα αλλά και ζώα ώστε, σύμφωνα με την ηγεσία της Μεραρχίας, να στερήσουν από τους κατοίκους των χωριών τις προϋποθέσεις διαβίωσης. Για τον αριθμό θυμάτων και επιζώντων από τη σφαγή της 13ης Δεκεμβρίου αλλά και για τον συνολικό αριθμό των θυμάτων από την επιδρομή των Γερμανών στη γύρω ευρύτερη περιοχή, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς αντιφατικοί αριθμοί. Το απόρρητο σήμα που έστειλε η 117η Γερμανική Μεραρχία Κυνηγών, στις 31 Δεκεμβρίου 1943, προς το 68ο Γερμανικό Σώμα Στρατού, ανέφερε πως, εκτελέστηκαν 696 Έλληνες σε όλη την περιοχή. Το 1980, στο κενοτάφιο κάτω από το μνημείο, τοποθετήθηκαν χάλκινες πλάκες, όπου αναγράφονται τα ονόματα 601 θυμάτων των εκτελέσεων της 13ης Δεκεμβρίου. Οι πλάκες αυτές, όμως, περιέχουν και ονόματα ανδρών που έχασαν τη ζωή τους σε άλλες περιοχές και υπό διαφορετικές συνθήκες. Η επιχείρηση ολοκληρώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1943 και οι γερμανικές μονάδες επέστρεψαν στη βάση τους.
Στον λόφο του εγκλήματος διατηρείται μνημείο, ως ανάμνηση αυτών που εκτελέστηκαν και του φρικτού γεγονότος, και κάθε χρόνο γίνεται αναμνηστική εκδήλωση και επιμνημόσυνη δέηση. Κανένας από τους υπευθύνους των εγκλημάτων αυτών δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία έχει αναγνωρίσει δημόσια τη ναζιστική αγριότητα κατά των Καλαβρύτων, ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά αποζημίωση.
Τον Απρίλιο του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάννες Ράου επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα, όπου εξέφρασε συναισθήματα ντροπής και βαθιάς θλίψης για την τραγωδία. Εντούτοις όμως, δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων (260.000.000 δραχμές).
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, τον Δεκέμβριο του 1943, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και παράλληλα σηματοδοτεί διαχρονικά ένα από τα πιο στυγνά εγκλήματα των δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα, και γενικότερα στην Ευρώπη, κατά τον Β΄ΠΠ. Παρόμοια εγκλήματα έγιναν στο Κομμένο της Άρτας, στο Δίστομο, στην επαρχία Βιάννου, στην Κάνδανο Χανίων, στ’ Ανώγεια Ρεθύμνου και σε πολλά άλλα μαρτυρικά χωριά και πόλεις της Ελλάδας.
Ιωάννης Δ. Κακουδάκης
Αντιστράτηγος ε. α. Επίτιμος Α΄ Υπαρχηγός ΓΕΣ, πρώην Διευθυντής της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ και Πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Στρατιωτικής Ιστορίας του ΓΕΕΘΑ
Και λίγο γέλιο ποτέ δεν έβλαψε
Απλούστατα
Από τώρα;…
Προσοχή τώρα στις γιορτές μην πάθετε το ίδιο
“Και λίγο γέλιο ποτέ δεν έβλαψε”
ποιος το λέγει αυτό; Ο Μένανδρος έχει άλλη άποψη.
το γέλιο, αγαπητέ είναι τέχνη σπουδαία.Ελάχιστοι την κατέχουν. Συνήθως είναι γνώρισμα ευφυίας! Οι περισσότεροι σήμερα Έλληνες, απλά χασκογελούν με σαχλίτσες κι έχουν την απαίτηση να χασκογελάνε κι όλοι οι υπόλοιποι.
«Γέλως άκαιρος εν βροτοίς δεινόν κακόν»
Μένανδρος, 4ος αιών π.Χ.