Tου Μανώλη Κοττάκη
Ήταν σύμπτωση, αλλά ευλογημένη σύμπτωση. Να οδηγείς στην εθνική οδό, να βρίσκεσαι έξω από τη Λαμία, που είναι η γενέτειρά του, και να ακούς την Παρασκευή το απόγευμα τον αείμνηστο συγγραφέα και κριτικό θεάτρου Κώστα Γεωργουσόπουλο στο Τρίτο Πρόγραμμα.
Στην εξαιρετική εκπομπή του Δαυίδ Ναχμία. Να τον ακούς ως ψυχή ζώσα. Να σε ξεναγεί στα μονοπάτια της σκέψης, στην ανωτερότητα του Ελληνισμού, αλλά και στα μεγάλα ελαττώματά του. Βρίθει ελαττωμάτων ο Ελληνισμός – γιατί να το κρύψωμεν, άλλωστε!
Και ο Γεωργουσόπουλος, σε μια σπάνια εκπομπή αρχείου που μεταδόθηκε τον Ιούλιο του 2017, λίγο μετά τον θάνατο του Κώστα Μουρσελά, στην Ελληνική Ραδιοφωνία, είχε το θάρρος να τα περιγράψει.
Είχε το θάρρος να πει ότι η ταλαιπωρημένη γενιά του άλλα ονειρευόταν, μα δεν τα βρήκε. Κι ας πίστευε ότι θα τα βρει. Κι ας πέρασε Κατοχή, πόλεμο, Εμφύλιο και δικτατορία. Όπως σημείωσε ο μεγάλος κριτικός θεάτρου μας, «η χώρα αυτή έχει πολύ μεγάλες αγκυλώσεις», και τις συμπύκνωσε σε μία φράση: «Η ευκαιρία προβολής που δίδεται με ευκολία στις μετριότητες». Το είπε πολύ ευγενικά. Μου θύμισε κάτι που είπε προσφάτως ο Γιάννης Μπέζος σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Η Ελλάδα είναι η χώρα στην οποία γίνονται φίρμες οι απατεώνες».
Ο συγγραφέας αποκάλυψε επίσης ότι δεν πήρε ποτέ χρήματα από το κράτος όταν διένειμε συγγράμματά του στο πανεπιστήμιο, γι’ αυτό, όπως είπε, «δεν έχω σπίτι, αλλά μένω στο νοίκι». Διεκτραγώδησε μάλιστα την οικονομική του κατάσταση, καθώς το κράτος τού είχε κατασχέσει περίπου 7.000 € από τον τραπεζικό του λογαριασμό και τον είχε αφήσει με 150 € για χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία του δημόσιου θεατρικού οργανισμού όπου ήταν πρόεδρος. Και, χωρίς να χάνει το χιούμορ του, είπε ότι επεδίωξε την επανεκλογή γιατί, αν επρόκειτο να πάει φυλακή, τουλάχιστον να πήγαινε ως… πρόεδρος. Και αυτό το «πρόεδρος» το είπε με βροντώδη φωνή. Με διακριτό τον τόνο της ενόχλησης: «Πρόεδρος»!
Εκτός από τα ελαττώματά μας, όμως, περιέγραψε και της ανωτερότητες του Ελληνισμού. Με σπάνιο θάρρος για προοδευτικό διανοούμενο, έκανε άμεση σύγκριση των διαφορών του προτεσταντισμού με την Ορθοδοξία.
Όπως εξήγησε, στον προτεσταντισμό καλός χριστιανός θεωρείται αυτός που έχει χρήματα στην τράπεζα, αυτός που μπορεί και αποταμιεύει – οι άλλοι είναι άχρηστοι. Περιέγραψε μάλιστα τους προτεστάντες, αναφερόμενος και στα δάνεια που συνήψε η Ελλάδα με τη Γερμανία, ως «εμπόρους χρημάτων». Εξήγησε δε ότι αυτή τους η σκέψη έχει ως βάση μια παραβολή στο Ευαγγέλιο με έναν δούλο, ο οποίος πήρε ένα δηνάριο και επέστρεψε τρία στο αφεντικό του. Αυτό είναι το πρότυπό τους, όπως υποστήριξε.
Το αντιπαρέβαλε με την Ορθοδοξία, η οποία τη Μεγάλη Δευτέρα, τη Μεγάλη Τρίτη, τη Μεγάλη Τετάρτη εορτάζει, τιμά την πόρνη, τον ληστή, καθέναν που έχει αδυναμίες. Και πρόσθεσε ότι το παραδοσιακό έθιμο που είχαν οι Έλληνες να σπάνε πιάτα στον γάμο των παιδιών τους έχει ως αφετηρία την υποτίμηση της ύλης. Ότι αδιαφορούν για την ύλη. Τόσο συμπυκνωμένο ορισμό της Ορθοδοξίας δεν άκουσα ποτέ ξανά! Ήταν συγκλονιστικός.
Ωστόσο, όπως εξήγησε, ο ίδιος ήταν αιρετικός όταν κλήθηκε να απαντήσει κατά τη διάρκεια του κατηχητικού στην ερώτηση «ποιο βιβλίο θα παίρνατε μαζί σας σε περίπτωση που καταστρεφόταν η Γη και έπρεπε να αλλάξετε πλανήτη;». Όλα τα παιδιά ασφαλώς απαντούσαν «την Αγία Γραφή». Εκείνος όμως απάντησε την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Και όταν ο θεολόγος τον ρώτησε «Κωστάκη, γιατί;», απάντησε ότι «ακόμα κι αν καταστραφεί η Γη, ο Θεός θα ξαναστείλει τον Χριστό, που την αγαπά, για να την αναστήσει, αλλά “Ορέστεια” δεν θα υπάρξει ξανά ποτέ χωρίς Αισχύλο».
Ήταν ένας μεγάλος Έλληνας ο Γεωργουσόπουλος, που ανέδειξε το νεοελληνικό θέατρο και την αρχαία ελληνική γραμματεία. Όρισε σε αυτή τη συνέντευξη στον κύριο Ναχμία την ελληνικότητα ως «την επιστροφή στο παντοτινό» – αυτό που λέγαμε «ρίζες» κάποτε. Τι εξαίσιος ορισμός! Υπενθύμισε μάλιστα ότι ο Οδυσσέας Ελύτης, όταν παρέλαβε το Νόμπελ στη Σουηδία, τόνισε ότι ανήκει σε μια γενιά ποιητών, αρχιτέκτονας της οποίας ήταν ο Όμηρος, και πως στην ακαδημία επιστημών κατέθεσε τις ίδιες λέξεις με εκείνον: θάλασσα, ουρανός, ψυχή, έρως.
Δεν είναι ο μοναδικός αυτής της γενιάς που προέρχεται από την Κεντροαριστερά ο οποίος διεκήρυξε την επιστροφή στις ρίζες. Το είχε κάνει και ο Γιάννης Μαρκόπουλος με τα μοναδικά έργα, τα οποία αντέχουν μέχρι σήμερα στον χρόνο με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη. Οι πλανόδιοι μουσικοί αυτά παίζουν.
Ωστόσο, παρότι ήταν, με την καλή έννοια του όρου, προοδευτικός, ο Γεωργουσόπουλος θυμήθηκε με δηκτικό τρόπο στη συνέντευξη αυτήν πως η Αριστερά και το σωματείο των ηθοποιών πολέμησαν τη δεκαετία του 1970 τις… οντισιόν. Την αξιολόγηση. Κάτι που θεωρείται σήμερα αυτονόητο δεν ήταν τότε αποδεκτό.
Θυμήθηκε επίσης με θάρρος ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν αυτός που ανταποκρίθηκε στην πρότασή του κάθε ηθοποιός που βγαίνει στην Επίδαυρο, και ως τότε υποαμειβόταν, να παίρνει τουλάχιστον τη συλλογική σύμβαση. Έπλεξε μάλιστα το εγκώμιο του πρωθυπουργού, γιατί πήγε κόντρα σε συντηρητικές εισηγήσεις να απορρίψει την πρότασή του.
Ο Γεωργουσόπουλος ήταν ένας σεμνός και δύσκολος άνθρωπος, που πατούσε πολύ γερά στα πόδια του γιατί αγαπούσε το διάβασμα. Πάντα, πριν κοιμηθεί, διάβαζε. Ακόμα και όταν νοσηλευόταν στο νοσοκομείο. «Αρρώστια» αποκαλούσε χαριτωμένα το διάβασμα.
Λυπάμαι που δεν διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας για να τον γνωρίσω, έστω κι αν καθυστερημένα πληροφορήθηκα ότι έγραψε μια εξαιρετική κριτική για το πρώτο βιβλίο μου για τον Καραμανλή το 2011. Για μένα. Ο Γεωργουσόπουλος. Τι τιμή και ευθύνη μαζί!
Το σημείωμα αυτό το γράφω από την Ξάνθη. Αυτός ήταν ο τελικός προορισμός μου. Και, ω της σύμπτωσης, το εργοστάσιο τυποποίησης και συσκευασίας που εγκαινίασε το Σάββατο το μεσημέρι ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στο χωριό Διομήδεια του Δήμου Αβδήρων της Ξάνθης ονομάζεται Grecials. Με έμφαση στην ελληνικότητα, λοιπόν.
Ηθικό δίδαγμα: ό,τι λέμε πάντα βρίσκει τον δρόμο του. Πάντα έχει ένα νόημα. Την ώρα που ο τοπικός ορθόδοξος βοηθός επίσκοπος Πολυστύλου, Σωφρόνιος, ευλογούσε τα εγκαίνια του εργοστασίου που φέρει ακριβώς αυτό το όνομα, κοίταξα κάπου ψηλά: με τόση αγάπη που είχε στην ελληνικότητα ο Γεωργουσόπουλος, δεν μπορεί, κάπου εκεί θα ήταν από πάνω μας και θα τριγύριζε. Παρατηρώντας τα σκαμμένα, αυθεντικά πρόσωπα των αγροτών μας και τεντώνοντας την αξεπέραστη τιράντα του.