Του Βασίλη Βέργη
Όταν ακούς επιστήμονες, ειδικούς, οι οποίοι έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην έρευνα και στην εξιχνίαση εγκλημάτων να λένε ότι «δεν μπορούμε να αντέξουμε όσα βλέπουμε σε αυτήν την υπόθεση», αντιλαμβάνεσαι ότι το μέγεθος της φρίκης ξεπερνάει και την πιο νοσηρή φαντασία.
Ο 45χρονος πα-τέρας αστυνομικός, που κρατείται στις φυλακές, και η σύζυγός του, που τον κατήγγειλε για «ενδοοικογενειακή βία», αλλά τόσα χρόνια κρατούσε κλειστό το στόμα της για όσα ανατριχιαστικά βίωναν τα παιδιά της, αποτελούν ένα ζευγάρι το οποίο στοιχειώνει ακόμη και τους εφιάλτες της ανθρώπινης κοινωνίας.
Κάθε είδηση, κάθε λεπτομέρεια, κάθε καινούργιο στοιχείο που έρχεται στη δημοσιότητα γύρω από τούτη τη φρικαλέα υπόθεση είναι νέα γροθιά στο στομάχι. Δεν προλαβαίνεις να διαχειριστείς τη μία πληροφορία και η επόμενη πλακώνει την ψυχή σου. Μοιάζει με ένα σκοτεινό τούνελ χιλιομέτρων, από το οποίο φοβάσαι πως δεν θα βγεις ποτέ.
Σίγουρα, από τούτο το τούνελ δεν θα βγουν τα παιδιά. Τα μεγάλα θύματα του τέρατος αλλά και της «μάνας» αστυνομικού, η οποία απολάμβανε την -από «άγνωστες πηγές»- λουσάτη ζωή και άφηνε τα σπλάχνα της έρμαια του αρρωστημένου συντρόφου.
Το σοκ και η διαρκής οργή διαδέχονται το ένα το άλλο. Ακόμη και άνθρωποι που λειτουργούν ήπια και συντηρητικά είναι έξαλλοι και ξεφεύγουν λεκτικά όσον αφορά το «πρέπει» για τον βαθμό τιμωρίας.
Επειδή, όμως, οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν δικαιοσύνη και δεν λειτουργούν με τους νόμους της ζούγκλας, ας αφήσουμε εκείνους που οφείλουν να την αποδώσουν να πράξουν όσα πρέπει. Ακόμη κι αν όλοι παραδεχόμαστε πως δεν υπάρχει καμία «τιμωρία» η οποία πραγματικά μπορεί να είναι αντάξια των εγκλημάτων που έπραξε αυτός ο μισάνθρωπος.
Πάμε τώρα στο άλλο σκέλος της υπόθεσης, το οποίο είναι επίσης πολύ σοβαρό: Ακούμε διαρκώς, από την πρώτη στιγμή, ότι ο πα-τέρας, που υπηρετούσε στην Ασφάλεια της Βουλής, είχε «μεγάλα πολιτικά μέσα». Ότι δεν μπορούσε να τον αγγίξει κανείς και τίποτα. Ότι περνούσε τα ψυχολογικά τεστ για… πλάκα. Ότι είχε «πλακώσει» στο ξύλο ανώτερό του, αλλά η ζωή συνεχίστηκε κανονικά. Ότι διαφήμισε τις «πλάτες του» και εξαιτίας αυτών δήλωνε «άτρωτος» σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Μάλιστα…
Το ερώτημα κυριαρχεί στον αέρα της κοινωνίας: Ποιες ήταν αυτές οι πολιτικές «πλάτες» του τέρατος; Ποιοι τον κάλυπταν, πόσο ψηλά βρίσκονται, σε ποια βαθμίδα της εξουσίας; Υπάρχει πραγματική διάθεση να ξετυλιχτεί το κουβάρι και να φτάσουν οι έρευνες στην άκρη του νήματος;
Ο τύπος δεν εργαζόταν σε κάποιο απομακρυσμένο αστυνομικό τμήμα, αλλά στην καρδιά της πολιτικής ζωής της χώρας, στη Βουλή των Ελλήνων. Για να μετατεθεί εκεί, είναι προφανές ότι διέθετε «υψηλές γνωριμίες». Για να κάνει τη ζωή που έκανε το συγκεκριμένο ζευγάρι, και να τη διαφημίζει μάλιστα στα social, με μισθούς αστυνομικών, προφανώς αισθανόταν ότι οι «πλάτες» είναι τόσο ισχυρές, ώστε δεν μπορεί να τους/τις αγγίξει ουδείς.
Τα ερωτήματα είναι τεράστια. Το συγκεκριμένο έγκλημα έχει «πλοκάμια», που πνίγουν την κοινωνία και τον πολίτη. Προφανώς, κάποιοι θα θελήσουν να το «περιορίσουν» στο ζευγάρι.
Είναι, όμως, υποχρέωση των ΜΜΕ να προβάλλουν διαρκώς όλες τις πτυχές και των ερευνητών της Αστυνομίας να φτάσουν έως το «κόκαλο», ώστε στη Δικαιοσύνη να οδηγηθούν όχι μόνο οι φυσικοί αυτουργοί αλλά και όσοι τούς έδωσαν το δικαίωμα να εγκληματούν κάτω από «ομπρέλα ασφαλείας».