Ενώ σήμερα κοχλάζουν ο ρεβανσισμός, η δογματική βία, η μισαλλοδοξία και οι κάθε λογής «ανθρωποφαγίες», παρηγορητικά προβάλλει η σεπτή μορφή της αγίας μεγαλομάρτυρος
Του Αναστάσιου Κούζη-Κούζαρου*
Την ώρα που γύρω μας κοχλάζουν ασίγαστα ο ρεβανσισμός, η δογματική βία και μισαλλοδοξία, ενώ οι κάθε λογής «ανθρωποφαγίες», με προεξάρχουσες τις γυναικοκτονίες, καθίστανται κανόνας της καθημερινότητας, παρηγορητικά προβάλλει η σεπτή μορφή της Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης, ως ανυπέρβλητο παράδειγμα ηθικοπνευματικού συγκερασμού φαινομενικά εκ διαμέτρου αντιθέτων κοσμοθεωριών και πεποιθήσεων.
Κατά τον συναξαριστή η δεκαοκταετής Αικατερίνη διακρινόταν όχι μόνο για το απαράμιλλο κάλλος, το ανάστημα και την κομψότητά της, αλλά προ πάντων για την παιδεία της, καθώς κατείχε ολόκληρη την ελληνική και ρωμαϊκή ποίηση, την ιατρική των Ασκληπιού, Ιπποκράτη και Γαληνού, τη φιλοσοφία των Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Φιλιστίωνα και Ευσεβιού, τις διδασκαλίες των μεγάλων «Μάγων», δηλαδή Μαθηματικών, Ιαννή και Ιάμβρη, αφού τα Μαθηματικά από την εποχή του Πυθαγόρα θεωρούνταν ότι είχαν καθαρτική και αγιαστική δύναμη πάνω στους ανθρώπους. Γνώριζε τις διδασκαλίες των Διονύσου και Σίβυλλας και όση ρητορική τέχνη βρέθηκε στον κόσμο. Υπήρξε γλωσσομαθής και προκαλούσε έκπληξη όχι μόνο σε όσους την έβλεπαν, αλλά και σε όσους άκουγαν για τη φήμη, τη σοφία και την παιδεία της. Ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό κατά τον διωγμό των χριστιανών (305-312) επί του φοβερού χριστιανομάχου Μαξιμίνου, Καίσαρος της Ανατολής. Μαρτύρησε την 24η Νοεμβρίου του έτους 306 ή 307 ή 312 κατ’ άλλους, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εορτάζεται δε την 25η του ίδιου μήνα, επειδή την ημέρα εκείνη κατά τον 8ο ή 9ο αιώνα βρέθηκε το λείψανό της στην ομώνυμη κορυφή του θεοβάδιστου όρους Σινά και μεταφέρθηκε από τους μοναχούς στην εκεί μονή.
Ο βίος της αγίας δεν μας είναι δυστυχώς γνωστός από πηγές αρχαιότερες του 10ου αιώνα. Υπάρχει όμως η μαρτυρία του ιστορικού της Εκκλησίας, συγχρόνου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ευσεβίου επισκόπου Παμφίλου, η οποία λέγει ότι η χριστιανή εκείνη της Αλεξανδρείας δεν υπέστη θάνατο, αλλά εξορία και δήμευση περιουσίας. Μεγάλη, βέβαια, σύγχυση υπάρχει στα συναξάρια και στις παραδόσεις και ως προς την προέλευση και σημασία του ονόματος «Αικατερίνα», που μας διέσωσε η παράδοση, την καταγωγή της, το γιατί χαρακτηρίζεται σοφή και παρθένος, τον χρόνο και τις συνθήκες που σημειώθηκε ο θάνατός της. Γι’ αυτό στο πλαίσιο της ιστορικής έρευνας για την εξακρίβωση της αλήθειας γύρω από την προσωπικότητά της, σημαντική θεωρούμε τη διάλεξη του θεολόγου Χρήστου Μ. Ενισλείδη, πρώην γυμνασιάρχη και καθηγητή στα Εκπαιδευτήρια Κ. Σεκλειζιώτη, που δόθηκε την 29η Νοεμβρίου 1953 με τίτλο «Η Αγία Αικατερίνα ,προστάτις της Φιλοσοφίας και της Παιδείας».
Πυρήνας της είναι μια «παραδοξολογία» που δεν στερείται ιστορικής βάσης, ότι «η Αγία Ακατερίνα της Αλεξανδρείας δεν είναι άλλη, παρά η ίδια η ιστορική μορφή της Αλεξανδρινής φιλοσόφου παρθένου και μάρτυρος Υπατίας της νεοπλατωνικής», η οποία βρήκε, ως γνωστόν, τραγικό και συγχρόνως μαρτυρικό θάνατο στην Αλεξάνδρεια κατά μήνα Μάρτιο «νηστειών ουσών» του έτους 414 μ. Χ.
Η Αλεξανδρινή φιλόσοφος Υπατία
Ο χριστιανός λεξικογράφος Σουίδας, που άκμασε τον 10ο αιώνα, επί τη βάσει του ιστορικού Φιλοστοργίου, συγχρόνου της Υπατίας, μας λέγει ότι η Υπατία ήταν θυγατέρα του φιλοσόφου Θέωνος, κορυφαίου διδασκάλου των Μαθηματικών, και υπήρξε και η ίδια φιλόσοφος, συγγράφοντας «Υπόμνημα εις τον αστρονομικόν κανόνα του Διοφάντου» και «Υπόμνημα εις τα κανονικά του Απολλωνίου». Και συνεχίζει «Αύτη διεσπάσθη παρά των Αλεξανδρέων. Και το σώμα αυτής ενυβρισθέν καθ’ όλην την πόλιν διεσπάρη». Κι αυτό το έπαθε εξαιτίας του φθόνου και της υπερβάλλουσας σοφίας της προ πάντων στην Αστρονομία. Ηθικός αυτουργός του φρικτού θανάτου της υπήρξε ο Κύριλλος, επίσκοπος Αλεξανδρείας, ενώ κάποιοι ενοχοποιούν και το έμφυτο θράσος και το στασιώδες των Αλεξανδρέων. Το μαρτύριό της διηγείται καλύτερα απ’ όλους ο σύγχρονός της ιστορικός της Εκκλησίας Σωκράτης ο Σχολαστικός: Η Υπατία, λοιπόν, έχοντας προοδεύσει τόσο στην παιδεία, ξεπέρασε όλους τους φιλοσόφους της εποχής της, αναδεικνυόμενη ως διάδοχος της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας του Πλωτίνου, αναπτύσσοντας και δημόσια μαθήματα φιλοσοφίας σε όσους επιθυμούσαν, αποκτώντας έτσι πολλούς μαθητές. Χάρη στη σεμνή παρρησία της, με σωφροσύνη αντιπαρατίθετο με τους άρχοντες και δεν ήταν ντροπή να παρευρίσκεται ανάμεσα στους άνδρες, γιατί όλοι αισθάνονταν ευχάριστα και καταπλήσσονταν από την υπερβάλλουσα σωφροσύνη της. Και τότε γεννήθηκε ο φθόνος εναντίον της. Αφορμή πρόσφερε η οξεία προστριβή μεταξύ του επάρχου της Αλεξανδρείας Ορέστη και του επισκόπου Κυρίλλου. Ο Ορέστης μισούσε «τη δυναστεία των επισκόπων», οι οποίοι προσπαθούσαν να αφαιρέσουν την εξουσία από τους επάρχους, δηλαδή τους πολιτικούς διοικητές της πόλης. Μάλιστα, ο Κύριλλος αξίωνε να είναι επόπτης των διοικητικών πράξεων του Ορέστη. Η διένεξη οδήγησε σε στάση των Ιουδαίων της Αλεξανδρείας κατά των χριστιανών, με αποτέλεσμα την εκδίωξή τους από την πόλη με ενέργειες του Κυρίλλου. Ο Ορέστης εξοργίστηκε πολύ και γέμισε θλίψη από τον ξεριζωμό τόσων ανθρώπων, από μια τόσο μεγάλη πόλη και ανέφερε τα γενόμενα στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Θεοδόσιο το Β’ τον Μικρό. Προς αυτόν αναφέρθηκε και ο επίσκοπος Κύριλλος, ζητώντας συμφιλίωση, επειδή προς τούτο πιεζόταν από τον λαό. Ο Ορέστης όμως ήταν ανένδοτος και η διένεξη διευρύνθηκε με την εμπλοκή του λαού και 500 μοναχών, που εγκαταλείποντας τα μοναστήρια τους στα όρη της Νιτρίας της Αιγύπτου κατέλαβαν την πόλη, ως υπερασπιστές του Κυρίλλου. Και τον μεν Ορέστη προπηλάκισαν αποκαλώντας τον «θύτην και Έλληνα», δηλαδή ειδωλολάτρη! Ενώ κάποιος μοναχός Αμμώνιος τον χτύπησε με μια πέτρα στο κεφάλι. Λαός και μοναχοί συνεπλάκησαν, αλλά στη διένεξη αυτή η Υπατία δεν έλαβε μέρος, δεν έπαψε όμως να έχει σχέσεις με τον Ορέστη. Έτσι, βρήκε την ευκαιρία ο Κύριλλος, που τη φθονούσε, να τη διαβάλει στον λαό ως υπαίτια της άρνησης του Ορέστη να συμβιβαστεί. Μια συμμορία «ανθρώπων του Θεού» με επικεφαλής κάποιον Πέτρο αναγνώστη την παρακολούθησαν, ενώ επέστρεφε στην οικία της, την έβγαλαν απ’ το δίφρο, την έσυραν μέσα στην εκκλησία, που αποκαλείτο «Καισάριον», και, αφού την έγδυσαν, με όστρακα την κατακρεούργησαν! Την κομμάτιασαν και τα κομμάτια της, αφού τα ‘συραν στον Κιναρώνα, τα έκαψαν! Ο Φιλοστόργιος δηλώνει, κατά τον Φώτιο, πως η Υπατία δολοφονήθηκε «υπό των το ομοούσιον πρεσβευόντων».
«Ποθώ γαρ χριστιανή αποθανείν» ομολογούσε η Υπατία, πριν από το φρικτό της τέλος σε επιστολή της προς τον μαθητή της Συνέσιο, επίσκοπο Πτολεμαΐδος, που τον παρακαλούσε να έλθει να τη βαπτίσει, όπως είχαν ορίσει το Μέγα Σάββατο του έτους 414!
Ο Βασίλειος Α. Μυρσιλίδης, απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που δίδαξε στη Σμύρνη και πέθανε στην Αθήνα, διευθυντής το 1897 της Σχολής της Ελληνικής Κοινότητας Δενιζλή, μικρής κώμης κοντά στην αρχαία πόλη Λαοδίκεια της Φρυγίας, μας πληροφορεί σε πόνημά του το 1926 ότι εις την Λαοδίκειαν υπήρχε ναός «εις τιμήν και μνήμην Υπατίας της φιλοσόφου και μάρτυρος», που πανηγυρίζει την 25η Νοεμβρίου εορτήν της παρθενομάρτυρος του Χριστού Αικατερίνης, υπό το όνομα της οποίας τα πλήθη των πέριξ οικούντων πιστών εορτάζουν την σοφήν ρήτορα κόρην Υπατίαν.
Όσο δε για το «καινοφανές» όνομα «Αικατερίνα», συμφωνήθηκε καθώς φαίνεται από την Τοπική Σύνοδο που την ανακήρυξε αγία, για να αποκρύψει από όλον τον κόσμο το ανόσιο έγκλημα, να επικαλύψει το «Υπατία», για να μη προκαλούνται τα πλήθη των μοναχών, που ως μαθηματικό και μάλιστα αστρονόμο τη θεωρούσαν αμαρτωλή και όργανο του Σατανά! Έτσι, κατέφυγαν στην αόριστη επιμεριστική αντωνυμία «εκάτερος – εκατέρα – εκάτερον», που σημαίνει… «ο καθένας εκ των δύο», απ’ όπου παράγεται κατά τον καθηγητή και Ακαδημαϊκό Αντώνιο Κεραμόπουλο το Ελληνικό – Μακεδονικό θηλυκό «Εκατερά». Η πρώτη του μάλιστα γραφή ήταν Εκατερίνη, με ε και όχι αι. Προστέθηκε δε και η κατάληξη -ίνη κατά τα Ιουστίνη, Χαριτίνη κ.λπ. Και πώς θα μπορούσε να πλαστογραφηθεί η αγία αλλιώς, αφού ήταν «κάθε μια από τις δύο»: και σοφή παρθένος και σεμνή φιλόσοφος και πανωραία μάρτυς και πάνσοφος αγία;
*Φιλόλογος – Καλλιτέχνης Θεάτρου Σκιών