Στο βιβλίο του Γιάννη Μάζη υπάρχουν μια δόση μυστικισμού, μια υποψία αποκρυφισμού και άλλα πολλά που ο αναγνώστης ανακαλύπτει σταδιακά διαβάζοντάς το
Της Μάγδας Αναγνωστή*
Στα 1666 ο Ιωάννης ο Ηρακλεικός ανακαλύπτει ένα μισοκατεστραμμένο χειρόγραφο που γράφτηκε κατά τον 14ο αιώνα, από τον Διονύσιο τον Απολλωλό, μέγα διδάσκαλο του μυστικού τάγματος των Ελευθέρων Λαθροπρακτών, με μεταγενέστερα σχόλια από τον Ουάλη τον Σύρο. Το μεταγράφει, λοιπόν, και το εμπλουτίζει με δικά του σχόλια, όσα εκείνος αποκόμισε από τα κείμενα που διάσωσε, ό,τι κατάλαβε, ή όσα νομίζει ότι κατάλαβε, διατηρώντας τον μυστικιστικό χαρακτήρα του. Κάπως έτσι προέκυψε η «αμεθύστη η έκπαγλος».
Πρέπει να εξομολογηθώ πως έχω ένα πάθος με τον γραπτό λόγο. Και γραμματόσημο να πέσει στα χέρια μου θα το διαβάσω. Αγαπώ τα βιβλία, τα όμορφα βιβλία, τα ωραία βιβλία, τα καλογραμμένα βιβλία, τα ενδιαφέροντα βιβλία, τα μη προβλέψιμα απ’ την αρχή τους. Η «αμεθύστη η έκπαγλος» του Γιάννη Μάζη είναι όλα αυτά. Προσθέστε μια δόση μυστικισμού, μια υποψία αποκρυφισμού και άλλα που σταδιακά ανακαλύπτει ο αναγνώστης, και τότε θα την έχουμε προσεγγίσει πιο καθαρά. Γιατί η αμεθύστη επιδέχεται πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης.
Όταν το πρωτοέπιασα, τα χέρια μου αισθάνθηκαν πως κρατούν ένα πράγματι όμορφο αντικείμενο. Υλικά και χρώματα ήταν εκεί όσο χρειάζεται για να παράξουν ένα ελκυστικό αποτέλεσμα. Ξεφυλλίζοντάς το ήταν σαν να στριφογύριζα ένα μαγευτικό καλειδοσκόπιο. Εικόνες από μεσαιωνικά χειρόγραφα ιστορημένα με εκπληκτικά λαμπερά χρώματα που φωτίζονταν ακόμη περισσότερο από τη χρήση καθαρού χρυσού, ήρθαν στη μνήμη μου και αναστυλώθηκαν μπροστά στα μάτια μου. Απόλαυσα την ανθοφόρο ταινία που περιβάλλει το κείμενο σε κάθε σελίδα, χωρίς καν να καταλάβω αμέσως πως ήταν η ίδια παντού. Ξαφνιάστηκα όταν, εκ των υστέρων, έμαθα πως ο Γιάννης ήταν ο δημιουργός αυτού του χρυσοποίκιλτου κοσμήματος που θυμίζει τα χρυσά συμποσιακά στεφάνια της Βεργίνας, από φύλλα κισσού ή βελανιδιάς και λεπτεπίλεπτα λουλούδια.
Ξεκίνησα να το διαβάζω, μα σχεδόν απ’ την αρχή παρασύρθηκα σε μια μεγαλόφωνη ανάγνωση και απόλαυσα τη μουσικότητα της γλώσσας, χωρίς καλά καλά να προσέχω τι διαβάζω, με τα αυτιά γεμάτα από τις προσωδίες ενός άρτιου χειρισμού της ελληνικής. Είναι η κοινή ελληνική; Είναι μοναστηριακή; Ή πιότερο η γλώσσα των μεσαιωνικών χρονικών; Αδιάφορο! Είναι μια γλώσσα που ακούγεται ακριβώς αυτή που πρέπει για την εποχή που περιγράφει, μια γλώσσα στη σωστή της ώρα. Είναι ωραία ελληνικά.
Μόνο προς το τέλος άρχισα αναπάντεχα ν’ αναρωτιέμαι: μα τι στην ευχή είναι αυτή η έκπαγλος αμεθύστη; Είναι άνθος ή λίθος, ή είναι ο Έρως, όπως πολύ ακροθιγώς αναφέρεται σε ένα σημείο; Και τι είδους έκπαγλη είναι; Απ’ αυτή που προκαλεί φρίκη και τρόμο ή την άλλη που προξενεί έκπληξη και θαυμασμό;
Στη δεύτερη ανάγνωση άρχισαν να τίθενται περισσότερα ερωτηματικά, αλλά και να ξεπηδούν μεσ’ απ’ το κείμενο όροι-κλειδιά για να απαντηθούν. Περιπλανήσεις σε ξεχασμένες πτέρυγες μοναστηριακών βιβλιοθηκών με μουχλιασμένα ερμάρια, σε σκοτεινές κάβες μεσαιωνικών πύργων, υπόγειες σήραγγες και επικίνδυνα στενάκια σε κάστρα αλλοτινών εποχών, το χρυσό σοκάκι του φρούριου της Πράγας, οι αλχημιστές που προσπαθούσαν να ανακαλύψουν το ελιξίριο και το μυστικό για την αιώνια ζωή. Με τη φιλοσοφική λίθο. Μα και χώροι με φως, πιο λαμπροί κι απ’ το τρικλινάριο του Διγενή Ακρίτα, όπως περιγράφεται στο περίφημο βυζαντινό έπος του Διγενή. Χώροι χωρίς μυστήρια! Λέει ο Ιωάννης: «διαλογισμοί κεκαλυμμένοι δια πέπλου φωτός σελήνης, τα δ’ έργα ημών πλήρη λάμψεως ηλίου». Ή μήπως όχι;
Τελικά πόσο μυστικό είναι το «ιερόν και απόκρυφον» τάγμα των λαθροπρακτών, και πόσο μυστικά τα μυστικά του; Μυστικά για τα οποία οι Αδελφοί οφείλουν να τηρήσουν σιγή. Ποιος είναι ο ιερός του στόχος, το opus magnum; Ποιο είναι το «μέγα κεκρυμμένον, το ασφαλισθέν με 7 σφραγίδες»; Δικαίως αναρωτιέται ο Ιωάννης ο Ηρακλεικός, μαζί με τον αναγνώστη, τι αξία έχει η «γνώση μη μεταλαμπαδευομένη», για να απαντήσει ότι είναι άνευ αξίας, αλλά η μεταλαμπάδευση οφείλει να συμβαίνει «μετά τάξεως, στοχεύσεως, ευθυκρισίας, και εις ανθρώπους ελευθέρους», και «εις ώτα ώριμα», απάντηση αριστοτελική, σε συνδυασμό με Αλέξανδρο. Ανθρώπους ελεύθερους να διαπράξουν άπαξ το δημιουργικό λάθος, που θα οδηγήσει στη συνειδητή αντίληψη του ορθού «εν ευαισθησία και εν απολύτω γνώσει».
Και η αμεθύστη έρχεται και ξανάρχεται, πότε ως λίθος και πότε ως άνθος. Ποια είναι αυτή η λίθος που η διατάραξη της εγκόσμιας αναζήτησής της αποτελεί το βαρύτερο μίασμα; Γνωρίζουμε μόνο δύο θηλυκές λίθους, τη λυδία και τη φιλοσοφική. Τώρα ανακαλύπτουμε και μια τρίτη, την αμεθύστη, που στην αρσενική εκδοχή της ως αμέθυστος είναι πολύτιμος λίθος, με εξαιρετική λάμψη και καθαρότητα, σε όλες τις αποχρώσεις του πορφυρού. Κι όσο κι αν η λαϊκή δεισιδαιμονία τον ήθελε ως μέσον προφύλαξης απ’ τη μέθη, αλλά και τη μαγεία, για τους πιο μυημένους αποτελούσε σύμβολο πνευματικότητας, ακόμη και μέσον για την κατανόηση του Κόσμου, ικανό να προσφέρει θετική ενέργεια, και ευεργετική επίδραση στο άγχος, στην ηρεμία, στην εσωτερική ειρήνη. Οι πολλαπλοί συμβολισμοί του το έχουν καταστήσει ένα ισχυρό έμβλημα σε φιλοσοφικό, θρησκευτικό και υλικό επίπεδο. Εξ ου και τα επισκοπικά δαχτυλίδια της καθολικής Eκκλησίας, ακόμη και του ίδιου του Πάπα. Μην ξεχνάμε πως ο 12ος και τελευταίος θεμέλιος τίμιος λίθος της ουρανίας Ιερουσαλήμ, κατά την Αποκάλυψη του Ιωάννου, είναι ο αμέθυστος.
Μα η αμεθύστη είναι παράλληλα και mirabilis, είναι μυστικόν, τέλειον, πνευματικόν άνθος (έστω και αν η αναφορά γίνεται στο γνωστό μας ταπεινό νυχτολούλουδο με το υπέροχο μωβ συνήθως χρώμα), «εξαίσιον άνθος, σύζευξις του άρρενος και του θήλεως (έρεβος και φως) απ’ όπου εκπηγάζει το ύδωρ, το νάμα της ζωής». Είναι κοντολογίς ο μέγας και πλήρης Έρως, δημιουργός δύναμη και ουσία ταυτόχρονα.
Πέτρα και άνθος βρίθουν διαχρονικά συμβολισμών, τους οποίους χρησιμοποιεί (με την καλή την έννοια) ο συγγραφέας προκειμένου να συμπυκνώσει νοήματα. Ακόμη και τα χρώματα, το μπλε και το κόκκινο που ενώνονται σε ένα λιγότερο ή περισσότερο βαθύ πορφυρό, είναι τα χρώματα που μεταχειρίζεται, μαζί και με το χρυσό, το Άγιο δισκοπότηρο των αλχημιστών, το άφθαρτο, το αιώνιο.
Όσο το ξαναδιαβάζεις το βιβλίο ανακαλύπτεις καινούργιους χώρους, που δεν είχες προσέξει την προηγούμενη φορά, κρυμμένους μέσα σε όσους είχες ήδη αντιληφθεί, κάτι σαν τις ξύλινες ρώσικες κούκλες, τις μπάμπουσκες. Κι ενώ είναι περίκλειστοι, εν τούτοις ανοίγουν καινούργια μονοπάτια. Σταδιακά αντιλαμβάνεσαι πως είναι στην πραγματικότητα ένα βαθιά φιλοσοφικό βιβλίο. Ο Μάζης απλώνει με τρόπο συγκαλυμμένο τις σκέψεις του για τον Δυτικό κόσμο, βασισμένο άλλοτε σε σταθερές ελληνικές, χριστιανικές και εβραϊκές αξίες, και τώρα παραδομένο στην παρακμή και τη φθορά, αποκομμένο απ’ τις ζωοδότρες ρίζες του. Μα ήδη απ’ τα χρόνια του Διονυσίου του απολωλότος έχει αναγνωριστεί η ανάγκη της επαναζωογόνησης του μυστικού άνθους, και συνεπώς της ύπαρξης ανθρώπων αφοσιωμένων στον σκοπό αυτό.
Τελικά μικρή σημασία έχει αν ο Ιωάννης ο Ηρακλεικός είναι ο ίδιος ο Γιάννης Μάζης, αν είναι και ο Ουάλης ο Σύρος, ή και όλοι οι υπόλοιποι ήρωες. Αν βρήκε ή φαντάστηκε τα μουχλιασμένα σπαράγματα κι έστησε έναν κόσμο δικό του, ένα παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού, ένα στοίχημα με τον ίδιο τον εαυτό του ότι μπορεί να το φέρει σε πέρας. Και μας έβαλε κι εμάς σ’ αυτό το παιχνίδι να κυνηγούμε την αλήθεια του μύθου του. Μα η αλήθεια του μύθου, καθώς είπε ο περίφημος Αμερικανός παιδοψυχίατρος Bruno Bettelheim (1903-1990), είναι η αλήθεια της φαντασίας και όχι της αιτιότητας.
*Αρχιτέκτων – συγγραφέας