Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Κάθε τόσο η ελληνική κοινωνία έχει τη δυσάρεστη «ευκαιρία» να αρρωσταίνει από νοσηρές πράξεις που έρχονται στο φως και αποκαλύπτουν όσα συμβαίνουν στον κοινωνικό ακάλυπτο, όπου όλοι μεταξύ μας γνωρίζουμε τι συμβαίνει, αλλά αποφεύγουμε ακόμα και να το συζητάμε. Άμα δεν έχεις κάτι να προτείνεις, δεν είναι φρόνιμο να ανακατεύεις τον βάλτο…
Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια αιδημοσύνη. Ούτε επειδή ξαφνικά ο κόσμος μας γέμισε από λεπταίσθητες ιδιοσυγκρασίες που δυσανασχετούν από τη σήψη και την αποφορά.
Άρνηση της πραγματικότητας ονομάζεται, λένε οι ψυχολόγοι. Πρόκειται για μια φυσιολογική αντίδραση, ώστε να εκλογικεύσουμε τα έντονα συναισθήματα. Η άρνηση χαρακτηρίζεται «μηχανισμός άμυνας» απέναντι στο σοκ. Δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει πώς γίνεται ένας πατέρας να βιάζει τα ίδια του τα παιδιά…
Βεβαίως, όλοι όσοι διαπράττουν ειδεχθείς πράξεις τις οποίες συζητάμε για λίγο χαμηλόφωνα και μάλλον ενοχικά, κι ύστερα αλλάζουμε γρήγορα θέμα, είναι άνθρωποι ευυπόληπτοι. Μέχρι χθες είχαμε παρτίδες μαζί τους. Ανταλλάσσαμε πρόθυμες καλημέρες και ευχές, πιθανότατα είχαμε βρεθεί και σε κοινές εκδηλώσεις ή σε σχολικές γιορτές επ’ ευκαιρία των εθνικών επετείων.
Έχουμε πολλές αφορμές για να πέφτουμε κάθε φορά απ’ τα σύννεφα… Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν πολλά ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας, άνθρωποι συνηθισμένοι, υπεράνω υποψίας, γνωστοί οικογενειάρχες, με προμετωπίδα και οικόσημο το Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια, όπως ο Μίχος και ο αστυνομικός της Βουλής, που πρώτοι το ρίχνουνε στα σκυλιά…
Η υπόληψη όμως δεν συμβαδίζει με το τι δείχνεις και δηλώνεις, αλλά με το ποιος πραγματικά είσαι. Όποιος βυθίζεται στη ζωή με τα μάτια ανοιχτά μπορεί να καταλάβει κάποιον από λεπτομέρειες ασήμαντες. Από την ανησυχία που σκορπά η παρουσία του, όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μεθυσμένος στο σπίτι, μέχρι τον τρόπο με τον οποίο αποφασίζει να κόψει ένα λουλούδι.
Επέστρεφα με τα πόδια ένα βράδυ σπίτι από τη δουλειά. Το τραμ είχε στάση μετά τις 10 και δεν είχα λεφτά για ταξί. Κοντά στη γειτονιά θωρώ ένα παράταιρο ζευγάρι, έναν μεσήλικο με ένα δροσερό κοριτσόπουλο. Δεν ήμουν και σίγουρος, αλλά νόμισα πως τον άκουσα να της λέει «πάμε εδώ, που είναι σκοτεινά» δείχνοντας στο μικρό εμπορικό κέντρο. «Η μισή ντροπή δική μου» λέω και γυρνάω πίσω. «Τι τον έχεις τον κύριο, παιδί μου;» ρωτάω και παίρνω ταυτόχρονα δύο διαφορετικές απαντήσεις. «Παππούς μου» λέει αυτή. «Θείος της» απαντά εκείνος. «Στρίβε, ρε κάθαρμα» του λέω και παίρνει δρόμο, ευτυχής που δεν τις άρπαξε για τα καλά. Στέκομαι και την αντικρίζω. Ένα πλάσμα μες στην ομορφιά. Με κοίταζε απορημένη. «Τι να σου πω κι εσένα, ρε κούκλα» της λέω. Τίποτε δεν είχα να της πω. Έβαλα ηττημένος το κεφάλι κάτω κι έφυγα παλεύοντας με χίλιους δαίμονες στο μυαλό μου.
ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΥΠΗΡΧΑΝ ΑΡΚΕΤΕΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΥΜΕΝΕ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΕ ΤΟΥ ΖΑΓΟΡΑΙΟΥ ΕΩΣ ΤΟΝ ΔΟΥΡΗ Η ΤΟΝ ΦΡΑΝΤΖΗ Η ΤΟΥΣ ΣΑΤΑΝΙΣΤΕΣ ΣΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΑΛΛΑ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΧΟΥΝ ΞΕΣΑΛΩΣΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΦΤΑΙΕΙ Η ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ ΑΥΤΗΣ Η ΓΟΟΥΚ ΑΤΖΕΝΤΑ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΔΕ ΞΕΡΩ ΠΑΝΤΩΣ ΟΙ ΠΕΦΤΟΣΥΝΝΕΦΑΚΗΔΕΣ ΕΧΟΥΝ ΑΥΓΑΤΙΣΕΙ