Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Ευτύχησα να επιβιβαστώ στο μετρό της Θεσσαλονίκης, έστω και όχι από τους πρώτους. Και η λέξη «ευτύχησα» δεν αποτελεί σχήμα λόγου. Πραγματικά απόλαυσα τη διαδρομή, την οποία μάλιστα έκανα ολόκληρη, από τη μία άκρη μέχρι την άλλη, αποβιβαζόμενος σε αρκετούς σταθμούς για να τους περιηγηθώ. Μεταξύ αυτών, φυσικά, και ο σταθμός Βενιζέλου, προκειμένου να θαυμάσω από κοντά τις εντυπωσιακές αρχαιότητες, που αποτυπώνουν διαχρονικά κυρίως την οικονομική δραστηριότητα των Θεσσαλονικέων, αλλά και που μας παρέχουν πλήθος τεκμηρίων για την Ιστορία της πόλεως, από την ίδρυσή της, από τον Κάσσανδρο, μέχρι την εποχή του Βυζαντίου.
Για τις τεχνικές προδιαγραφές του έργου έχουν μιλήσει πολλοί, ενώ οι εντυπώσεις όσων το επισκέφθηκαν και επιβιβάστηκαν στους συρμούς είναι κατά κανόνα θετικές, αν και δεν απουσιάζει η μικροψυχία ορισμένων που ψάχνουν να βρουν οτιδήποτε μικρό προκειμένου να το φέρουν μπρος στα μάτια μας για να αποκρύψει το μείζον. Και το μείζον είναι ότι επιτέλους η πόλη έχει ένα εναλλακτικό μεταφορικό μέσο, υπερσύγχρονο, όμορφο και ασφαλές. Οι σταθμοί του είναι λειτουργικοί, με τις αποβάθρες στη μέση των δύο τροχιών, και δεν δημιουργείται με τον τρόπο αυτό σύγχυση με δαιδαλώδεις εσωτερικές περιηγήσεις, όπως σε πολλούς σταθμούς της Αθήνας. Επίσης είναι αθόρυβο, ενώ η έλλειψη οδηγών επιτρέπει εντυπωσιακές θεάσεις της διαδρομής σε όσους επιλέγουν τις πρώτες θέσεις στο πρώτο ή στο τελευταίο βαγόνι.
Επί της ουσίας, βεβαίως, δεν παύει να αποτελεί αυτή τη στιγμή ένα μικρόπνοο έργο, που σχεδιάστηκε αρχικά για να λειτουργήσει εντός των ορίων ενός περίκλειστου δήμου, όπως ο Δήμος Θεσσαλονίκης, με μία μικρή επέκταση προς την Καλαμαριά, αργότερα. Η επέκτασή του προς αεροδρόμιο, Ζώνη Καινοτομίας, δυτικές και βόρειες συνοικίες, αλλά και η δημιουργία άνετων υπόγειων χώρων στάθμευσης (δωρεάν ή με ελάχιστο αντίτιμο), κοντά στις στάσεις του, αποτελούν αναγκαιότητα, προκειμένου να καταστεί πραγματικά λειτουργικό, εξυπηρετικό και ωφέλιμο για τη ζωή της πόλης.
Ένα τέτοιο έργο, όμως, στον χώρο της Μακεδονίας μας, και μάλιστα στην πρωτεύουσά της, θα έπρεπε να αποτελεί εφαλτήριο για την ανάδειξη της αδιαμφισβήτητης ελληνικότητάς της. Υπάρχουν δύο σταθμοί όπου αυτό θα μπορούσε να υλοποιηθεί και μάλιστα πολύ εύκολα.
Ο πρώτος, και σημαντικότερος, είναι ο σταθμός που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Ο εν λόγω σταθμός θα εξυπηρετεί όχι μόνο τους χιλιάδες φοιτητές τόσο του Πανεπιστήμιου Μακεδονίας όσο και του παρακείμενου Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, καθώς και επισκέπτες, καθηγητές και φοιτητές άλλων πανεπιστημίων, από τους πολλούς που κάθε χρόνο επισκέπτονται την πόλη και τα ιδρύματά της. Δίπλα ακριβώς βρίσκονται και η φοιτητική λέσχη, το πανεπιστημιακό γυμναστήριο, η Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων (που φιλοξενεί, επίσης, πολλούς σπουδαστές από άλλες χώρες), το Καυτανζόγλειο Στάδιο, το Ολυμπιακό Μουσείο κ.ά. Οι αρμόδιοι, δυστυχώς, επέλεξαν ο σταθμός να ονομάζεται απλώς «Πανεπιστήμιο» και όχι «Πανεπιστήμιο Μακεδονίας»!
Η δεύτερη περίπτωση είναι του σταθμού που βρίσκεται μεταξύ των οδών Φλέμινγκ, Δελφών και Μακεδονίας, όπου οι αρμόδιοι επέλεξαν να ονομάζεται «Φλέμινγκ»!
Όλα αυτά μού θύμισαν τα λόγια του μακαρίτη πλέον πρύτανη του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Ηλία Κουσκουβέλη, που εκμυστηρευόταν σε φίλους του την αγωνία του να μπορέσει να κατοχυρώσει και να διατηρήσει την ονομασία του πανεπιστημίου του, αφού η σκοπιανή σφετεριστική προπαγάνδα, αλλά κυρίως η αβελτηρία των ελληνικών Αρχών τού προκαλούσαν πολλά προβλήματα. Το κατάφερε τελικά, χάρη στην επιμονή του και στην εθνική ευαισθησία που τον διέκρινε σε όλες τις δράσεις του. Χαρακτηριστικά που δείχνουν να είναι εν ανεπαρκεία σε κάποιους που υλοποιούν δημόσια έργα, στενά διαχειριστικά, χωρίς περαιτέρω οράματα και ευαισθησίες.
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα», [email protected]