Του Αλκιβιάδη Κεφαλά*
«Πλήθος κόσμου και τουριστών βρέθηκαν στο κέντρο της Αθήνας, μπροστά στη Βουλή, προκειμένου να θαυμάσουν το χριστουγεννιάτικο έλατο» έγραφε μεταξύ άλλων φιλοκυβερνητική εφημερίδα στις 28 Νοεμβρίου 2024.
Το ρεπορτάζ της εφημερίδας δεν ανέφερε ότι η φιέστα στο Σύνταγμα περιελάμβανε εκατοντάδες Αλβανούς που, κρατώντας αλβανικές σημαίες και χάρτες που απεικόνιζαν την Κέρκυρα και την Ήπειρο ως μέρος της Αλβανίας, φώναζαν συνθήματα υπέρ του UCK και της «Μεγάλης Αλβανίας».
Σιγή ιχθύος τηρήθηκε και από τα υπόλοιπα καθεστωτικά μέσα ηλεκτρονικού και έντυπου Τύπου που ελέγχονται από την κυβέρνηση. Στην περίπτωση όμως που οι Αλβανοί της πλατείας Συντάγματος ήταν Έλληνες, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα ήταν λαλίστατος περί «συγκέντρωσης ακροδεξιών».
Είχαν προηγηθεί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη οι εθνικιστικές φιέστες του Ράμα, ο οποίος επεσήμανε ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες και τους Αλβανούς», και επίσης ότι «Βόρειος Ήπειρος δεν υφίσταται».
Η Ελλάδα υπό τον Μητσοτάκη παρουσιάζει μια παγκόσμια πρωτοπορία: μετανάστες γειτονικών χωρών που βιοπορίζονται στην Ελλάδα μπορούν να διαδηλώνουν ελεύθερα, διεκδικώντας μέρος της ελληνικής επικράτειας για τη χώρα τους, χωρίς κυβερνητικές αντιδράσεις, από τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας και από τους αυτόχθονες που πλειοψηφικά παραμένουν αδιάφοροι.
Στη σημερινή Ελλάδα κανένας δεν μπορεί να διαδηλώσει ελεύθερα υπέρ των ελληνικών θέσεων. Οι αντιδράσεις για την παραχώρηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο είναι σχεδόν ανύπαρκτες, επειδή οι κάτοικοι της χώρας μας έχουν διαφοροποιηθεί ιδεολογικά από τους Έλληνες των προηγούμενων γενεών.
Το πολιτικό σύστημα έχει σχηματοποιήσει μια συμπαγή κοινωνική δομή αυτοχθόνων που παραμένουν αδιάφοροι στα εθνικά θέματα. Είναι αυτοί που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ονομάζονται Ελληνέζοι ή Ελληνούτσοι. Αυτοί οι νέοι Έλληνες δεν συγκροτούνται από την πολυεθνική κοινωνία των μεταναστών, για την οποία ο Μητσοτάκης δηλώνει υπερήφανος.
Είναι κυρίως η συνέχεια των αγροτικών μαζών της Μεταπολίτευσης που αστικοποιήθηκαν μαζικά μετά το 1974 (Ηomo Pasocus Ηellenicus), συνεπώς διαφοροποιήθηκαν ιδεολογικά από τους γεννήτορές τους.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιλήφθηκε ότι οι αστικοποιημένες αγροτικές μάζες χρειάζονταν ένα νέο αφήγημα. Αργότερα, όλοι αυτοί θα ενταχθούν στην Αριστερά και από το 2019 στη Ν.Δ. του Μητσοτάκη.
Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση και μετά αφελληνίζεται εθνικά, πολιτικά και κοινωνικά. Αναζητώντας τα αίτια της μετάλλαξης θα πρέπει να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με το ιδεολογικό υπόβαθρο των γειτονικών χωρών, ο βενιζελισμός αποποιήθηκε τη Μεγάλη Ιδέα, αντικαθιστώντας την με την πολιτική θέση της «μικρής, αλλά έντιμης Ελλάδας». Από την εποχή του Μεσοπολέμου, αυτό το μινιμαλιστικό εθνικό ιδεολόγημα υιοθετήθηκε σταδιακά από όλα τα πολιτικά κόμματα.
Επιπλέον, η παραχώρηση του Αιγαίου στους Τούρκους αποτελεί την κορυφή ενός άλλου, υπόγειου πολιτικού ρεύματος, απτόμενου της ψευδούς ανάγκης περί σχηματισμού Ελληνοτουρκικής Συνομοσπονδίας.
Αυτή η πτωματική εθνική θέση εκφράστηκε αρχικά στις αρχές του 20ού αιώνα από τους ιδεολογικούς μέντορες της Δεξιάς και τον Ίωνα Δραγούμη. Το 1971, σε συνέντευξη στην τουρκική εφημερίδα «Μιλιέτ», ο δικτάτορας Παπαδόπουλος δήλωσε ότι «στο μέλλον η Ελληνοτουρκική Συνομοσπονδία στο Αιγαίο είναι αναπόφευκτη».
Σήμερα, αυτή η θέση υποστηρίζεται υπογείως και ευθέως από την Αριστερά και τη Ν.Δ. Σε αντίθεση με τον ελληνικό μικροϊδεατισμό, η τουρκική πολιτική οικοδομήθηκε πάνω στον «Εθνικό Όρκο», που αποτελεί την αντίστοιχη Μεγάλη Ιδέα της Τουρκίας, υλοποιούμενη σήμερα στο Αιγαίο από το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Μέσα από τη ροή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τις δηλώσεις, τη μυστική διπλωματία, την αφωνία, την ενθάρρυνση των τουρκικών θέσεων στους διεθνείς οργανισμούς και την υποστήριξη του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο αναδεικνύεται ότι μία από τις αθέατες πλευρές του μητσοτακισμού είναι η υλοποίηση της Ελληνοτουρκικής Συνομοσπονδίας.
Από την εποχή του σημιτικού ΠΑΣΟΚ τα γεγονότα αναδεικνύουν ότι το πολιτικό σύστημα εργάζεται δολίως και πυρετωδώς για την υλοποίηση του σχεδίου.
*∆ιδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, UK, τ. διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών