Του Χρήστου Μπολώση
Ο Ανδρέας Μοντέζ είναι ένας πολύ καλός μου φίλος, ο οποίος έχει ασχοληθεί, τα έχει σπουδάσει δηλαδή, με τον χορό, το τραγούδι το θέατρο, τον κινηματογράφο και γενικώς με ό,τι πετάει και ό,τι κολυμπάει, που λέει και το γνωστό σλόγκαν.
Η γνωριμία μας, είναι σχετικά φρέσκια και η αφορμή ήταν μια εκδήλωση στο Πολεμικό Μουσείο για την 28η Οκτωβρίου, όπου ο Ανδρέας παρουσίασε ένα πολύ ωραίο μέρος για την Σοφία Βέμπο.
Αυτή την περίοδο ο Ανδρέας Μοντέζ ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων σχετικών με τους θρύλους του ελληνικού τραγουδιού που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στο πέρασμά τους. Μέχρι τώρα έχει γράψει τα βιβλία: Σοφία Βέμπο, η γυναίκα θρύλος. Σοφία Βέμπο, όπως την είδε ο Τύπος. Δανάη. Κάκια Μένδρη, δυό πράσινα μάτια. Νίκος Γούναρης, όλα τα τραγούδια μου. Γιάννης Λουκάς, ο τροβαδούρος του Καστελλόριζου. Πόλυ Πάνου, η αρχόντισσα του λαϊκού τραγουδιού. Λίτσα Διαμάντη, μια φωνή διαμάντι. Θάνος Σοφός, ο κόσμος άλλαξε. Γιάννης Καλατζής, μια αυθεντική φωνή. Γιάννης Πάριος, η φωνή του έρωτα. Βίκυ Μοσχολιού, μια φωνή ανεπανάληπτη.
Το τελευταίο του βιβλίο είναι το «Μιχάλης Σουγιούλ, το τραγούδι που σούγραφα».
Για το βιβλίο αυτό, ο Ανδρέας μου ζήτησε να γράψω έναν πρόλογο.
Αν δεν έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε διαβάστε:
Πρόλογος για Μιχάλη Σουγιούλ
Όταν ο φίλος μου Ανδρέας Μοντέζ, μέσα σ’ ένα λεωφορείο, μου ζήτησε να προλογίσω το καινούργιο του βιβλίο που αναφέρεται στον μεγάλο μας συνθέτη Μιχάλη Σουγιούλ, (1906-1958) δέχθηκα αμέσως. Όταν όμως χωρίσαμε, έπιασα τον εαυτό μου να με κοιτάει ειρωνικά και να μου λέει: «Εσύ ως τι θα προλογίσεις ένα βιβλίο για έναν μουσικό; Μήπως ξέρεις τι είναι σολφέζ, δίεση και τάστα; Μήπως είσαι στιχουργός; Ούτε καν… κριτικός δεν είσαι».
Ομολογώ ότι για μια στιγμή κλονίστηκα. Αλήθεια ως τι θα μιλήσω; Επειδή όμως θεωρώ τον εαυτό μου πολύ κατώτερο από εμένα, βρήκα αμέσως την απάντηση: «Θα μιλήσω ως ακροατής. Θα μιλήσω ως ένας από αυτούς που μέχρι και σήμερα ακόμη, έχουν βάλει τον Μιχάλη Σουγιούλ μέσα στην καρδιά τους, επειδή τα τραγούδια του, τους έχουν κάνει «κλικ» και όταν τα ακούνε, δεν τα απολαμβάνουν με τα αυτιά τους, αλλά με την καρδιά τους».
Έτσι λοιπόν τακτοποιήθηκα έναντι του εαυτού μου και αν δεν έχω γνώσεις σολφέζ και τα τοιαύτα, μπορώ κάλλιστα να αγανακτήσω με τα σημερινά τραγούδια, των οποίων οι στίχοι περιορίζονται στα «ααααα», «ιιιιιιι» και «ουουουουου», ενώ η μουσική τους είναι ένα συνεχές σφυροκόπημα του στυλ «Γκάπα-γκούπα, γκούπα-γκάπα», ενώ οι ερμηνευτές περιγράφονται από το θέσφατον: «Κι από φωνή; Κορμάρα»….
Το ποιος ήταν ο Μιχαήλ Σουγιουλτζόλου και αργότερα Σουγιούλ θα το βρείτε μέσα στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Θα διαβάσετε ότι ήταν ένας σπουδαίος συνθέτης κ.λπ. κ.λπ. Τον τέλειο προσδιορισμό όμως του Σουγιούλ, τον έδωσε, ποιος άλλος, από τον μεγάλο μας Αλέκος Σακελάριο, που είπε: «Του Σουγιούλ, και την Αγία Γραφή να του δώσεις θα τη μελοποιήσει»…
Αυτά τα ιερά τέρατα, όπως ήταν οι συνθέτες Σουγιούλ, Λεό Ραπίτης, Κώστας Καπνίσης, Κώστα Γιαννίδης και λίγο αργότερα ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιώργος Μουζάκης για να φθάσουμε τελικώς στους γίγαντες Χατζηδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο κ.λπ., αλλά και οι στιχουργοί, όπως ο Αλέκος Σακελάριος, ο Μίμης Τραϊφόρος και λίγο αργότερα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, Νίκος Γκάτσος κ.α., έζησαν σε μια εποχή, που δεν υπήρχε όχι τηλεόραση, αλλά, σχεδόν, ούτε ραδιόφωνο. Ο (άλλος) μεγάλος μας Γρηγόρης Μπιθικώτσης είχε πει: «Εμείς τότε τραγουδούσαμε στα κέντρα ή στα θέατρα, έπαιρνε ο κόσμος τα τραγούδια μας και τα έβγαζε σεργιάνι στις γειτονιές και στόμα με στόμα, γίνονταν επιτυχίες». Εδώ δεν χωράνε σχόλια, αλλά μόνο «μια βαθειά υπόκλιση», στον αλησμόνητο σερ.
Ανάμεσα στα γνωστότερα τραγούδια του Σουγιούλ, που παραμένουν κοσμαγάπητα μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβάνονται τα: «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου», «Ας ερχόσουν για λίγο», «Κάτι με τραβά κοντά σου», «Ο μήνας έχει εννιά», «Ζεχρά», «Μας χωρίζει ο πόλεμος», «Το τσαρούχι», «Άρχισαν τα όργανα», «Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα» (γνωστότερο και ως ο «Μανόλης ο Τραμπαρίφας»), «Το τραμ το τελευταίο», «Μια ζωή την έχουμε», «Αδύνατον να κοιμηθώ», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα», «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει», «Μονά – Ζυγά», «Άτιμη Τύχη», «Σβήστε με απ’ τον χάρτη» και πάρα πολλά άλλα.
Tα περισσότερα από αυτά έγιναν πάνω σε στίχους, όχι της Αγίας Γραφής, αλλά των Σακελάριου, Γιαννακόπουλου και Τραϊφόρου, πολλά δε από αυτά έχουν ακόμη και σήμερα «κοινωνικά μηνύματα», όπως θα έλεγαν οι κουλτουριαραίοι εξ ημών, όπως «Για μας τα ντόρτια κι’ οι διπλές και γι΄ άλλους οι εξάρες» («Το τραμ το τελευταίο») ή «Ο μήνας έχει εννιά» ή «Άρχισαν τα όργανα».
Ο Σουγιούλ είχε μελοποιήσει το 1938 κι ένα τραγούδι με ανατολίτικο στυλ σε στίχους του Αιμιλίου Σαββίδη, που δεν ήταν άλλο από τη «Ζεχρά». Σ’ αυτό το τραγούδι, μόλις κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος στις 28 Οκτωβρίου του 1940, η Σοφία Βέμπο ζήτησε επιτακτικά από τον Μίμη Τραϊφόρο να αλλάξει τους στίχους και να το φέρει στο κλίμα της εποχής. Ο Τραϊφόρος, μαιτρ του είδους, δεν άργησε και σε πολύ λίγο γεννήθηκε το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», που μαζί με τον Εθνικό μας Ύμνο αποτελούν τα εμβληματικά επετειακά ακούσματα του Έπους του ’40.
Πολλοί έχουν κατηγοριοποιήσει τα τραγούδια και λένε ότι ο Σουγιούλ και άλλοι περίφημοι συνθέτες έγραψαν «Ελαφρό» τραγούδι. Ο όρος «Ελαφρό» είναι τουλάχιστον αδόκιμος και παραπέμπει σε κάτι… ελαφρό και άρα όχι και πολύ σοβαρό. Μα ας μου βρει κάποιος κάτι πιο σοβαρό από το «Ας ερχόσουν για λίγο», των Τραϊφόρου – Σουγιούλ. Για θαυμάστε στίχους. Η μελωδία είναι γνωστή:
Πού να ‘σαι αλήθεια το βράδυ αυτό, που είμαι μόνος, μα τόσο μόνος
και που μαζί μου παίζουν κρυφτό, πότε η θλίψη και πότε ο πόνος
Πού να ‘σαι αλήθεια το βράδυ αυτό, που με χτυπάει τ’ άγριο τ’ αγέρι
να ‘ρθεις και μ’ ένα φιλί καυτό, να με γεμίσεις με καλοκαίρι.
Πάντως ο Μιχάλης Σουγιούλ εκτός από… «ελαφρά» μουσική, έγραψε και πολύ πολύ βαριά. Τα «Αρχοντορεμπέτικα». Άρα τα… κατάφερνε κι εκεί!
Κλείνοντας ο μικρό αυτό σημείωμα, εύχομαι στον φίλο μου Ανδρέα, το βιβλίο του να είναι καλοτάξιδο και του αξίζει, διότι δεν είναι κάτι… ελαφρό, αλλά ένα κομμάτι της ιστορίας του Ελληνικού τραγουδιού.
Υστερόγραφο 1
Αξίζει να θυμίσουμε μερικά από τα τραγούδια του Μιχάλη Σουγιούλ, που ή είναι άγνωστα ή πολύ γνωστά:
Τα παιδιά μας που τ’ αρπάξαν
(πάνω στη μουσική του «Πού νάσαι τώρα» του Μιχ. Σουγιούλ και αναφέρεται στο «Παιδομάζωμα» των κομμουνιστοσυμμοριτών)
Στίχοι: Μίμης Τραϊφόρος, Μουσική Μιχάλης Σουγιούλ, Ερμηνεία Σοφία Βέμπο
Πρόζα:
Το τραγούδι αυτό το απλό, το πικρό το λυπημένο,
είναι αφιερωμένο στα παιδιά μας που τ’ αρπάξαν
κάποια μαύρη νύχτα οι Σλαΰοι,
στα παιδιά μας που δε γίναν κι ούτε θα γινούνε σκλάβοι…
Τραγούδι:
Εσείς που μπήκανε και σας αρπάξανε μια μαύρη ώρα,
πού να’ στε τώρα, πού να’ στε τώρα;…
Εσείς που οι μάνες σας σάς νανουρίζανε με παραμύθια
πού να’ στε αλήθεια, πού να’ στε αλήθεια;…
Εσείς που τρέχετε τώρα ξυπόλητα, γυμνά, μονάχα,
εσείς που μείνατε χωρίς χαμόγελο, πού να’ στε τάχα;
Εσείς που φύγατε και μαύρα εφόρεσε όλη η χώρα
πού να’ στε τώρα, πού’ να’ στε τώρα;…
Σας περιμένουμε νύχτα και μέρα,
παιδιά που μείνατε χωρίς μητέρα
και η Ελλαδούλα μας η πονεμένη
νύχτα και μέρα σας περιμένει.
Και το φωνάζουμε πως τα ελληνόπουλα που αργοπεθαίνουν
Έλληνες είναι, κι Έλληνες μένουν…
«Παιδιά τα Ελλάδος παιδιά», του οποίου η μουσική ανήκει στον Σουγιούλ ενώ οι στίχοι στον Μίμη Τραϊφόρο, που τους έγραψε σε 2 λεπτά…
Εμβατήριο για την Κύπρο. Διατηρώ την ορθογραφία και το πολυτονικό.
Κύπρος – Ένωσις
(Αιμ. Σαββίδη- Μιχ. Σουγιούλ)
Ὅταν ζῇ μακρυὰ τὸ παιδὶ ἀπ᾿ τὴ μάννα
τὴν θυμᾶται καὶ κλαίει
καὶ τοῦ πόνου χτυπᾷ ἡ πελώρια καμπάνα
κι ὁ ἀντίλαλος λέει:
ΕΝΩΣΙΣ ΕΝΩΣΙΣ ΕΝΩΣΙΣ.
Εἶμαι ἡ Κύπρος ἐγώ, Μητέρα Ἑλλάδα,
εἶμαι σπλάχνο δικό σου κι ἐγώ…
καὶ στὰ χέρια κρατάω τὴ δάδα
λευτεριᾶς ποὺ καιρὸ νοσταλγῶ.
Εἶμαι ἡ Κύπρος φαρμάκια ποὺ πίνω
κι ὅλο ζῶ μὲ μιὰ ἐλπίδα χρυσῆ,
πὼς θἀρθῇ κάποια μέρα νὰ γείνω,
Μάννα Ἑλλάδα, δικό σου νησί…
ΕΝΩΣΙΣ ΕΝΩΣΙΣ ΕΝΩΣΙΣ.
Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
(Μίμης Τραϊφόρος, Μιχάλης Σουγιούλ)
Ποιος το περίμενε στ’ αλήθεια, να βγουν ψευτιές και παραμύθια
και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους,
που μας τα ‘λεγαν κάθε βράδυ απ’ τα Λονδίνα τους
Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει, δεν θα το βάλουμε μαράζι
και δε θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε,
γιατί δεν είν’ πρώτη φορά που μας τη σκάσατε
και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε,
και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε.
Ρεφραίν
Κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου γράψε όσα λέν’ οι εχθροί σου
Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά οι σύμμαχοι στη μοιρασιά
κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου να μη μας αρρωστήσεις
γιατί το θέλει κι ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις
Σε κάθε χιονισμένη ράχη, Σαν πολεμούσαμε μονάχοι
Όλοι λαγούς με πετραχήλια μας ετάζατε
και μες στα μάτια με λατρεία μας κοιτάζατε
Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα, η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα
Ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχύσαμε
να μας καθίσουν στο σκαμνί, γιατί νικήσαμε
Μα φυσικό θα μας φανεί κι αυτό ακόμα
και στην Ελλάδα μας θα πούμε μ’ ένα στόμα.
Ρεφραίν το ίδιο.
Τότε όμως, την ηρωική εποχή του Έπους του ’40 υπήρξαν και άλλοι καλλιτέχνες που έδωσαν το στίγμα της, αλλά και το φρόνημα του Ελληνικού λαού, όμως η τεράστια προσωπικότητα τη Σοφία Βέμπο τις επισκίασε.
Μία απ’ αυτούς ήταν και η Κάκια Μένδρη, που το 1945 τραγούδησε την μεγάλη επιτυχία των Κοφινιώτη-Πόγγη:
Η ζωή ξαναρχίζει για μας
Ήρθες σαν μπόρα σαν καταιγίδα και στην δικιά μας πατρίδα
ο πόλεμος ένα πρωί και νέκρωσε κάθε ζωή.
Γκρέμισε σπίτι βούρκωσε μάτια κι’ αίματα γιόμισε τα μονοπάτια,
πέρασε όμως και να, όλα γελούνε ξανά.
Ρεφραίν
Η ζωή ξαναρχίζει για μας με τραγούδια με γέλια
λάμπει ο ήλιος ξανά της χαράς στα χωράφια στ’ αμπέλια,
τα πουλιά τραγουδούν χαρωπά τσίου – τσίου στα κλώνια
κι’ οι καρδιές κουβεντιάζουν γλυκά για μι’ αγάπη αιώνια.
Το φεγγάρι κυλά γελαστό στην πανώρια γαλήνη
για να πει μεθυσμένο κι’ αυτό καλώς ήρθες ειρήνη,
η ζωή ξαναρχίζει για μας και χαρούμενη τώρα
άνθη κόβουμε Πρωτομαγιάς στη γαλάζια μας χώρα.
Η μελωδία αυτού του τραγουδιού είναι εξαιρετική και αξίζει τον κόπο, όσοι δεν την ξέρουν, να την αναζητήσουν στο Youtube.
Υστερόγραφο 2
Ο Μιχάλης Σουγιούλ, είχε έναν γιό, τον Θάνο, ανερχόμενο νέο ηθοποιό με πολύ καλές προοπτικές . Όμως, η μοίρα στάθηκε ιδιαίτερα σκληρή γι’ αυτόν.
Αντιγράφουμε από την πολύ καλή ιστοσελίδα «Έλληνες – Ελληνίδες ηθοποιοί»:
Θάνος Σουγιούλ (Σουγιουλτζόγλου)
Ο Θάνος Σουγιούλ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940 (άλλη πηγή αναφέρει το 1942). Ήταν γιος του μεγάλου συνθέτη Μιχάλη Σουγιούλ. Ξεκίνησε ως ηθοποιός αλλά συνέχισε ως κιθαρίστας και εκτελεστής πλήκτρων του συγκροτήματος «Juniors» (τραγουδιστής ο Μάικ Ροζάκης). Έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα στην Εθνική οδό Αθηνών Λαμίας το απόγευμα της Κυριακής 10 Οκτωβρίου 1965. Από τους 4 επιβαίνοντες στο μοιραίο Πεζό 404 σκοτώθηκαν οι 3 (και η χορεύτρια 18χρονη Νανά Πανέτου, αρραβωνιαστικιά του Σουγιούλ), ενώ ο τέταρτος, ο κιθαρίστας Αλ. Καρακαντάς έχασε ορισμένα δάχτυλα του χεριού του. Την επόμενη Κυριακή, 17 Οκτωβρίου, οι “Τζούνιορς” έδωσαν ρεσιτάλ στη μνήμη του Σουγιούλ και τα έσοδα από τη συναυλία διατέθηκαν στην οικογένεια του αξέχαστου μουσικού και της χορεύτριας.
Οι «Juniors» ποτέ δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από αυτό το χτύπημα και αφού έγραψαν ένα τραγούδι στη μνήμη του αδικοχαμένου συναδέλφου τους (το «Lost friend») διαλύθηκαν το 1966.
Φιλμογραφία
Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο (1959), Η Αλίκη στο Ναυτικό (1961) [Ναυτικός Δόκιμος], Σκότωσα για το παιδί μου (1962), Κατήφορος (1961), Νόμος 4000 (1962), Ο κύριος πτέραρχος (1963) [Στέλιος].
Ο Θάνος Σουγιούλ
Θάνος Σουγιούλ και Νανά Πανέτου