Του Ραφαήλ Α. Καλυβιώτη*
Όπως το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος χρειαζόταν το αφήγημα του «αντι-κομμουνισμού», έτσι και το μεταπολιτευτικό κράτος χρειαζόταν τον ιδρυτικό μύθο του «Πολυτεχνείου». Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι το μετεμφυλιακό κράτος δεν αντιμετώπισε μια υπαρκτή κομμουνιστική απειλή ούτε ότι το μεταπολιτευτικό σύστημα δεν απειλούνταν από μια αντι-δημοκρατική εκτράχυνση. Το πρόβλημα και με τα δύο αυτά σαθρά συστήματα έγκειται στο ότι καπηλεύτηκαν τα από τα κάτω αιτήματα του έθνους και τα χρησιμοποίησαν προς όφελός τους για να παραμένουν στην εξουσία.
Έτσι, εξαιτίας της ύβρεώς του, το μετεμφυλιακό κράτος διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη. Για να συμβεί αυτό όμως, χρειάστηκε ο Ελληνισμός να πάρει ένα σκληρό μάθημα, πολύ σκληρότερο από ό,τι του αναλογούσε, μια εθνική τραγωδία, τις συνέπειες της οποίας οι Κύπριοι αδελφοί μας βιώνουν ακόμα.
Η μεταπολιτευτική γενιά δημιούργησε επιχειρηματίες που θα στήριζαν την υπόστασή της και θα βοηθούσαν να παραμένουν και οι δύο χέρι χέρι στην εξουσία, μακριά από τον οιονδήποτε διεθνή ανταγωνισμό. Οι πρώην υγιείς ελληνικές βιομηχανίες που απασχολούσαν εργατικό δυναμικό κατά χιλιάδες εξαφανίστηκαν προς χάριν του εύκολου πλουτισμού «των παιδιών της αλλαγής». Η γενιά του Πολυτεχνείου δεν αντιλήφθηκε σε κανένα σημείο ότι δεν μπορείς να έχεις και την πίτα ολόκληρη (δανεισμός, διαφθορά, εύκολος πλουτισμός) και τον σκύλο χορτάτο (δανειστές, νέα γενιά).
Το αφήγημα αυτής της γενιάς εδραιώθηκε μέσω των πανεπιστημίων και της καθεστηκυίας τάξης των ΜΜΕ. Στα πανεπιστήμια, οπουδήποτε παραγόταν πολιτική σκέψη η ιδεολογία ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυρίαρχη, ενώ αυτοί που διαφέντευαν στα ΜΜΕ έλεγχαν απολύτως το κλίμα και τον ιδεολογικό διάλογο στα μέτρα των αριστερίστικων στερεοτύπων. Ίσως αυτή να ήταν και η μεγαλύτερη πανωλεθρία που υπέστη η σημερινή γενιά. Όταν ο κύριος εργοδότης της μεταπολιτευτικής ελληνικής οικονομίας ήταν το κράτος, δεν είναι τυχαίο ότι και η κουλτούρα που δημιουργείται θα είναι εξαρτημένη από αυτό. Είναι πολύ πιο εύκολο για έναν άνθρωπο να ρίχνει τις ευθύνες που του αναλογούν αλλού. Η μεταπολιτευτική γενιά δεν χρέωσε μόνο τις επόμενες. Δημιούργησε έναν ανθρωπότυπο από όπου απουσιάζει η ατομική ευθύνη. Δεν φταίμε ποτέ εμείς. Φταίει ο Αμερικανός, φταίει ο αδηφάγος καπιταλισμός, φταίει το κράτος, φταίνε τα λαμόγια, φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από εμάς.
Το μεταπολιτευτικό πτώμα που πρέπει να θάψουμε τη σημερινή ημέρα είναι αυτό της ανευθυνότητας, της σοσιαλμανίας, του εύκολου πλουτισμού, της εύκολης κατηγορίας. Πολλοί είναι σήμερα αυτοί που «αναπολούν τη χούντα που θα τους σώσει» ή «έναν νέο Καραμανλή, Μεταξά, Βενιζέλο». Όχι αδέρφια. Κανείς από αυτούς δεν θα μας σώσει. Θα θάψουμε το πτώμα του κακού μας εαυτού μόνοι μας, ο καθένας από εμάς θα σώσει πρώτα τον εαυτό του και κατά συνέπεια το έθνος μας από την παρακμή. Χόρτασε η πατρίδα μας από σοσιαλισμό. Διότι ο σοσιαλισμός τελειώνει εκεί όπου τελειώνουν τα χρήματα των άλλων.
*Υπ. δρ Γεωπολιτικής – πρόεδρος ∆ικτύου Ελλήνων Συντηρητικών – [email protected]
Αντιληπτό… Είναι οδυνηρό, η ταριχευμένη καλοβολεμένη δεξιά να είναι αναγκασμένη να βλέπει χιλιάδες νεαρόκοσμο στο δρόμο κάθε 17 Νοέμβρη και η ίδια να μην μπορεί να κινητοποιήσει ούτε έναν για οποιοδήποτε δικό της πρόταγμα, ούτε καν για το antiwoke.
Φταίει ο κακός σοσιαλισμός λοιπόν.
Παρόλο που όλες οι “πληγές” είναι συνέπειες του καπιταλιστικού συστήματος,εκτός κι αν ο “δανεισμός, η διαφθορά και ο εύκολος πλουτισμός είναι εργαλεία του σοσιαλισμού.
Και πραγματικά αδικεί το σωστό συμπέρασμα, δηλαδή την παρατήρηση πως πρώτα από όλα φταίει ο κακός μας εαυτός, να διαπράττεται ένα τόσο σοβαρό μεθοδολογικό λάθος.
Αν ο σοσιαλισμός απέτυχε ( στις δυτικές εκδοχές του) οφείλεται στο γεγονός πως υπήρξε ένα αδειανό κέλυφος καθώς εφαρμόστηκε σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον.
Κάτι αντίστοιχο με την “δυσμοιρη” Δημοκρατία εντός του ίδιου περιβάλλοντος.
Με άλλα λόγια όση δημοκρατία έχουμε σήμερα άλλο τόσο σοσιαλισμό είχαμε και κατά την μεταπολίτευση.
Αν σε αυτά συνυπολογίσουμε πως η Ελλάδα δεν έχει υπάρξει ποτέ ανεξάρτητο κράτος με εθνική πολιτική, δηλαδή με ένα κράτος το οποίο θα υπηρετεί τις ανάγκες του έθνους, αλλά ήταν πάντα υπηρέτης των ξένων πατρώνων καταπιέζοντας και πολλές φορές συντελώντας στην συρρίκνωση του έθνους, τότε καταλαβαίνουμε πως δεν έχει πολύ νόημα να μιλάμε για κακό σοσιαλισμό εκτός κι αν με τον όρο εννοούμε τα πρόσωπα που παρίσταναν τους σοσιαλιστές και όχι την πολιτική πρόταση.
Ο εθνικός μας ποιητής μάς το είχε πει εξαρχής:
Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι ήγαπημένε,
πάντοτ᾿ εύκολοπίστευτε καί πάντα προδομένε.
Αυτό είναι το πρόβλημα κ. Αστραχάν, ή αν έχει δίκαιο;