Ο Ζαφείρης και η Ρηνούλα

Του Χρήστου Μπολώση

Εκείνο το βράδυ ήταν το βράδυ των μεγάλων αποφάσεων. Κάτι σαν τη νύχτα των Στρατηγών να πούμε…

Αποφάσισα να δω μία ταινία του, λεγομένου, σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου. Βολεύτηκα λοιπόν όσο καλύτερα μπορούσα στον καναπέ (που γίνεται και κρεβάτι…) παρήγγειλα στο στεφάνι μου και 2-3 τοστάκια (ξέρετε από αυτά που χορταίνει μια οικογένεια…) με γέμιση χαμηλών λιπαρών, χαμήλωσα το φως και φόρεσα τα ακουστικά για να μην ενοχλώ τους άλλους, αφού η ακοή μου δεν είναι, ως γνωστόν και από τα δυνατά μου ατού. Αργότερα απεδείχθη ότι και χωρίς ήχο γινόταν η δουλειά μου…

Και το έργο άρχισε.

Μέχρι τότε ήξερα, ότι ο κινηματογράφος είναι κίνηση (εξ ου και το όνομά του) αλλά και ήχος, αφού, από το 1923, ο βωβός κινηματογράφος ανήκε στο παρελθόν. Όμως επλανήθην  πλάνην οικτράν.

Τελείωσαν τα «γράμματα» των τίτλων, άρχισε η υποτιθεμένη πλοκή και ούτε φωνή, ούτε βεβαίως και ακρόαση. Μάλιστα σκέφτηκα μήπως είχαν χαλάσει τα ακουστικά, ώσπου ξαφνικά και αφού είχαν περάσει περί τα 20΄ λεπτά κάποιος από τους ηθοποιούς φωνάζει: «Σταθείτε». Και όλοι στάθηκαν. Το ότι ποτέ δεν είχαν καν ξεκινήσει, πολύ λίγη σημασία είχε. Κι εκεί που έλεγα πως τώρα θα αρχίσει η δράση, πέφτει το πρώτο σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα, διαρκείας περίπου μισής ώρας.

Για να μη μακρηγορώ, η ταινία συνεχίστηκε στο ίδιο στυλ, με τους διαλόγους να μην ξεπερνούν συνολικά τη μισή σελίδα Α4. Έτσι, κατά τις 11 κάποιος είπε «πάμε», κατά τις 11.24 κάποια κοπέλα είπε «δεν τον αντέχω τον Μήτσο» και ξαφνικά «Τέλος».

Έβρισα από μέσα μου, έβρισα απ’ όξω μου, αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Τη βραδιά μου την είχα χάσει και η ώρα ήταν 2 τα ξημερώματα. Έτσι πήγα στο κρεβάτι, ξάπλωσα, λίγο άγαρμπα είν’ η αλήθεια, έτσι που ξύπνησε το στεφάνι μου και όλο περιέργεια με ρώτησε:

– Ήταν ωραίο το έργο;

– Άντε τώρα μην τα πληρώσεις εσύ, μουρμούρισα.

– Τι έπαθες χριστιανέ μου, δεν σ’ άρεσε το έργο;

– Άκου να δεις. Όταν έχει προηγηθεί ένας Λογοθετίδης, ένας Κωνσταντάρας, μία Βουγιουκλάκη, ένας Αλεξανδράκης, ένας Κούρκουλος, μία Καρέζη, ένας Μακρής, ένας Ηλιόπουλος, μία Βλαχοπούλου και τόσοι άλλοι (που αν τους αναφέρω όλους το Αntinews  θα μου το «κόψει» το κομμάτι) σε ρόλους που έγραψαν ο Τσιφόρος, ο Σακελλάριος, ο Γιαννακόπουλος, ο Πρετεντέρης, ο Φώσκολος, ο Τζαβέλας, ο Ψαθάς και τόσοι άλλοι,  θα έπρεπε να ψηφιστεί νόμος και μάλιστα με τη διαδικασία του κατεπειγόντως (τώρα που έχουμε μάθει…) που να προβλέπει εκτέλεση όσων βιαιοπραγούν, διότι περί βιαιοπραγίας πρόκειται, εις βάρος του Ελληνικού κινηματογράφου.

Το έχουμε ξαναπεί, ότι ο «καλός παλιός Ελληνικός κινηματογράφος», δεν είχε να παρουσιάσει μόνον «διαμάντια». Έχουν γυρισθεί και κάτι κατιμάδες να σου φεύγει η μαγκιά. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος, έχει θετικό ή μάλλον θετικότατο  πρόσημο.

Για να αντιληφθούν, οι τυχόν αναγνώστες μου (υπάρχουν άραγε και τέτοιοι), για ποιού μεγέθους ηθοποιούς μιλάμε, αξίζει να αναφέρουμε ένα επεισόδιο με τον αποκαλούμενο και «πρύτανη των κωμικών» Βασ. Λογοθετίδη. Κάποτε λοιπόν, μετά την παράσταση στο θέατρο, που παιζόταν η μεγάλη επιτυχία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», μία παρέα ηθοποιών, τεχνικών και θεατρικών συγγραφέων είχαν βγει σε αθηναϊκό προάστιο για φαγητό. Σε κάποια στιγμή, φθάνουν μπροστά σε ένα χαντάκι, που είχε δεν είχε πλάτος μισό μέτρο. Όλοι λοιπόν, άρχισαν να πηδάνε το ασήμαντο εμπόδιο με ευκολία. Όλοι, πλην του Λογοθετίδη. «Άντε ρε Βασίλη» τον προέτρεψε ο Αλέκος Σακελλάριος. Τίποτα ο Λογοθετίδης. Βιδωμένος στο χώμα. «Τελείωνε ρε Βασίλη» επέμεινε ο Σακελλάριος. «Δεν μπορώ Αλέκο μου να το πηδήσω», απάντησε αγχωμένος ο μεγάλο κωμικός. «Καλά ρε εσύ, στο θέατρο πηδάς από μια μάντρα γύρω στο 1 ½ μέτρο ψηλή» τον πρόγκηξε ο πνευματώδης συγγραφέας. «Ναι Αλέκο μου. Στο θέατρο. Άλλο το θέατρο και άλλο η πραγματικότητα», τον αποστόμωσε ο Λογοθετίδης, ο οποίος για τις ανάγκες του ρόλου του, έκανε πράγματα που ούτε τα διενοείτο στην καθημερινή του ζωή.

Προ ημερών, είδα μια ταινία του 1970 με τίτλο «Εσένα μόνο αγαπώ», με πρωταγωνιστή τον αποκαλούμενο, όχι χωρίς αρκετή δόση ειρωνείας,  «παιδί του λαού» μακαρίτη πια Νίκο Ξανθόπουλο. Σε κάποιο σημείο της ταινίας ο Ζαφείρης (Ν. Ξανθόπουλος) βρίσκεται με το κορίτσι του, τη Ρηνούλα (Δώρα Σιτζάνη), μέσα σ’ ένα μισοερειπωμένο εκκλησάκι κάποιου αιγαιοπελαγίτικου νησιού, και οι δύο νέοι σχολιάζουν ότι το επίσημο κράτος είχε αφήσει να καταστρέφεται το ναίδριο (μα σοβαρά, είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;…), οπότε το παλικάρι λέει: «…ό,τι έχει μείνει και ακόμα συντηρείται, οφείλεται στους ανθρώπους του λαού, τους ψαράδες, τους αγρότες, τους φτωχούς μεροκαματιάρηδες, οι οποίοι έχουν τη ρωμιοσύνη και τη χριστιανοσύνη στην καρδιά τους και όχι στα χείλη τους».

Μου ήρθε ένας κόμπος στον λαιμό κι έκλεισα την τηλεόραση. Άει στο διάολο παλιόπραμα…

…και λίγο χαμόγελο

Παιχνιδάκια

Εμ, Αρκάς είναι αυτός…

Παλιό αλλά πολύ πετυχημένο

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

Όταν πολιτικοί και δημοσιογράφοι έκαναν «πλειστηριασμούς» σε τράπεζες

Σας γράφω από τη Θεσσαλονίκη. Ο όμιλός μας θα εκδώσει μέσα στον Ιανουάριο την εφημερίδα «Θεσσαλονίκη». Οι προετοιμασίες είναι...

Ενα «θηρίο» με καρδιά μικρού παιδιού

Ακόμα και ο πιο φτασμένος επαγγελματίας αθλητής δεν παύει να είναι ένας σκληρά εργαζόμενος. Έστω και καλοπληρωμένος κάποιες φορές....

Η καθημερινότητα είναι πλέον ανυπόφορη

Καθώς ήδη έχει αρχίσει η εορταστική περίοδος και η κοινωνία αναζητεί εναγωνίως κάποιες αφορμές και ευκαιρίες όχι μόνο για...

Ο Χρήστος μπήκε στα παπούτσια του Στέλιου

«Παιδιά κι εμείς της προσφυγιάς με τον καημό στολίδι, όλη η περιουσία μας σκοποί του Καζαντζίδη» υμνούσε με το...