Παρά την πολυσυζητημένη παρακμή των ΗΠΑ, την παραμονή των εκλογών, η επιρροή τους στον κόσμο φαίνεται ισχυρότερη από ποτέ
Της Μαρίας Δεναξά
Είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες έτοιμες να βυθιστούν σε έναν εμφύλιο πόλεμο στην περίπτωση αμφισβήτησης του αναμενόμενου εκλογικού αποτελέσματος κι από τους δύο προεδρικούς μνηστήρες; Βρίσκεται η Αμερική στο χείλος της αβύσσου, της κατάρρευσης, της πτώσης εξαιτίας των σοβαρών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει;
Δεν είναι μόνο η λογοτεχνία, οι χολιγουντιανές ταινίες ή εκπρόσωποι των Δημοκρατικών που έχουν θίξει κατ’ επανάληψη αυτό το σενάριο. Πρώην βοηθοί του Ντόναλντ Τραμπ όταν ήταν στον Λευκό Οίκο, συμπεριλαμβανομένων ανώτερων αξιωματούχων, έχουν επισημάνει έναν τέτοιο κίνδυνο, ο οποίος γίνεται περισσότερο ορατός τους τελευταίους μήνες.
Από την άλλη, όταν είσαι πεπεισμένος πως είσαι ένα «απαραίτητο έθνος» πώς να μην έχεις εμμονή με το να παραμείνεις στην κορυφή; Στο εξωτερικό η παραμικρή υποψία παρακμής των ΗΠΑ -και υπάρχουν πάρα πολλές αφορμές που δίνουν αυτή την εικόνα- εξετάζεται εξονυχιστικά, είτε στο συμμαχικό είτε στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Χρόνο με τον χρόνο γίνονται προβλέψεις για το τέλος της ηγεμονίας του δολαρίου, την κατάρρευση της ηθικής της αμερικανικής ηγεσίας, την οριστική απαξίωση του στρατού, τη διαφθορά των ηθών και τον θάνατο της δημοκρατίας. Προβλέψεις οι οποίες επαναλαμβάνονται περισσότερο από ποτέ σε κάθε εκλογική αναμέτρηση την τελευταία δεκαετία.
Σήμερα Τρίτη, λοιπόν, όπως οι Αμερικανοί θα προσέρχονται στις κάλπες τα βλέμματα και η σκέψη όλων θα είναι και πάλι καρφωμένα στην επιλογή τους. Όλες οι καγκελαρίες κρέμονται από τα αποψινά αποτελέσματα, καθώς αδιαμφισβήτητα η εκλογή του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών παραμένει το μοναδικό παγκόσμιο κρίσιμο πολιτικό γεγονός.
Μήπως ακριβώς λόγω της αίσθησης του επείγοντος που ενέχει αυτή η εκλογή μεταξύ ενός υποψηφίου που υπόσχεται πως θα συνεχίσει στην ίδια γραμμή -την οποία γνωρίζουμε μέχρι σήμερα- και ενός πρώην προέδρου που υπόσχεται ρήξη με το παρελθόν; Αλλά πότε, αλήθεια, ήταν η τελευταία φορά που μια αμερικανική εκλογική αναμέτρηση δεν χαρακτηρίστηκε κρίσιμη;
Στην πραγματικότητα, δεν είναι η αμερικανική πολιτική κρίση που βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, δεν είναι το σενάριο της πτώσης της αμερικανικής αυτοκρατορίας που πολλοί επιθυμούν, αλλά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ό,τι κι αν λέει ο καθένας, παραμένουν η μόνη δύναμη της οποίας οι επιλογές μπορούν να έχουν καθοριστικό αντίκτυπο, οπουδήποτε, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτό ισχύει για το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας, για την παγκόσμια οικονομία και για τις παγκόσμιες αξίες. Κανένα άλλο κράτος δεν είναι σήμερα σε θέση να ανταγωνιστεί αυτό που παραμένει μια μορφή ηγεμονίας. Ούτε η Κίνα ούτε οι αναδυόμενοι BRICS ούτε η Ευρώπη μπορούν να διεκδικήσουν την ίδια επιρροή, για την ώρα. Αυτό το βλέπουμε καθημερινά στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή, στην Ασία και αλλού.
Πριν, λοιπόν, μιλήσουμε για παρακμή της Αμερικής θα πρέπει να παραδεχτούμε πως η οικονομία της ήταν εκείνη που ανέκαμψε ή, αν θέλετε, επωφελήθηκε καλύτερα από την κρίση του κορονοϊού. Ενώ το Πεκίνο πρόσφατα ήλπιζε να ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε ΑΕΠ μέχρι το 2030, το χάσμα μεταξύ των δύο χωρών φαίνεται να διευρύνεται και πάλι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μαγνήτης για κεφάλαια και ταλέντα. Ο στρατός τους παραμένει ένας από τους ισχυρότερους παγκοσμίως. Όπως και η ικανότητά τους για τεχνολογική καινοτομία. Και ενώ η εποχή της εμπορικής παγκοσμιοποίησης επέτρεψε μια λογική επανεξισορρόπησης της παγκόσμιας οικονομίας, η αποδυνάμωση της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πολύ σχετική.
Κατά συνέπεια, για τον υπόλοιπο κόσμο δεν θα έχει πραγματικά σημασία ποιος θα επικρατήσει και σε αυτές τις αμερικανικές εκλογές. Πρόεδρος των Δημοκρατικών ή των Ρεπουμπλικάνων δεν έχει απολύτως καμία σημασία, καθώς στο τέλος θα κερδίζουν πάντα η Αμερική, πάντα οι Ηνωμένες πολιτείες. Απλώς η μέθοδος μόνο θα διαφέρει…
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»