Γράφει η Αθηνά Σχινά*
Στην αίθουσα τέχνης Art-Shot, που βρίσκεται στο πολυσύχναστο κέντρο της Αθήνας, γειτνιάζοντας με την Ακρόπολη, πρόσφατα είδαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση ενός ιδιαίτερα σεμνού και πολυτάλαντου καλλιτέχνη, που δεν είναι άλλος από τον Γιώργο Φερέτο.
Στην εικαστική του αυτή ενότητα ο Γιώργος Φερέτος μέσα από έναν εκπληκτικά αριστοτεχνικό σχεδιασμό μάς φέρνει στο προσκήνιο της θέασης -ένα προς ένα- μια ομάδα από οικόσιτα ζώα. Μέσα από τη θέση τους στο εικαστικό πεδίο, μέσα επίσης από τη στάση και την εκφραστικότητά τους, τα ζώα αυτά μας αφοπλίζουν. Το βλέμμα μας επικεντρώνεται στο βλέμμα το δικό τους, στην αθωότητα και στον ενδόμυχο φόβο τους, στην επιφυλακτικότητα και την παραδοχή των αλάνθαστων ενστίκτων τους. Ταυτιζόμαστε με την άνευ όρων εμπιστοσύνη με την οποία θαρρεί κανείς πως μας απευθύνονται, παρότι το βλέμμα τους δεν κρύβει τις υπάρχουσες και αναφυόμενες υποψίες για τη θανάτωσή τους, που επίκειται.
Μέσα από το τρυφερό και μαζί φοβισμένο βλέμμα αυτών των ζώων, που ζητούν στοργικά θαλπωρή, ανοίγει ο δρόμος προς το θυσιαστήριο και τη σφαγή τους, που ενστικτωδώς εκείνα την προαισθάνονται. Στις εικαστικές, άλλωστε, αυτές συνθέσεις διακρίνεται ένα υπόλευκο παραλληλεπίπεδο τραπέζι, λειτουργώντας ως βωμός και μαζί τράπεζα προσφορών (με την τρέχουσα αλλά και με τη μεταφορική έννοια του όρου).
Το τραπέζι-θυσιαστήριο, που εμφανίζεται άλλοτε εγγύτερα και πότε πάλι μακρύτερα ως προς την οπτική προσβασιμότητα του θεατή, τροποποιείται σχηματικά όχι μόνο ως προς τις αποστάσεις αλλά και ως προς τις προοπτικές μέσα από όπου το παρατηρούμε. Διακρίνεται σαν επικρεμάμενη, σοβούσα απειλή και ενδόμυχος φόβος. Άλλοτε πάλι παριστάνεται ως γεφυροποιό μέσον μετάβασης και ταυτοχρόνως ως μεταστατικός καταλύτης, μέσα από όπου περνά δραματικά το ζώο από τη ζωή στον θάνατο, από την επίγνωση στην αγνωσία (όπως τουλάχιστον την αισθάνεται αντικρισματικά να υπάρχει ο θεατής).
Θύτης και θύμα ο θεατής
Ο θεατής γίνεται θύτης και μαζί θύμα. Απαλλοτριώνει τη ζωή, ενώ «καταναλώνεται» και ο ίδιος. Γίνεται πρόθεση και πράξη. Συμπράττει στη διεργασία θανάτωσης και την ίδια στιγμή προσπαθεί να εξαργυρώσει την ενοχή του, καθώς ασυναίσθητα και μετωνυμικά προεικονίζει -μαζί με όλα τα άλλα- και τις ετερώνυμες σχέσεις ζωής και θανάτου του ίδιου εν τέλει του εαυτού του.
Ο πολυμεριζόμενος χώρος της κυμαινόμενης φωτοσκιάς στα έργα του Γιώργου Φερέτου είναι υπαινικτικός, μυστηριακά ελκυστικός και πολυσήμαντος. Περιλαμβάνει μέσα από τους συσχετισμούς μεγεθών και αποστάσεων (αναφορικά με τις θέσεις αλλά και με τους τρόπους με τους οποίους απεικονίζονται το ζώο και το τραπέζι ή ο βωμός-θυσιαστήριο) ποικίλες προοπτικές προσβάσεις. Οι προοπτικές αυτές και οι ποικίλες οπτικές γωνίες ταυτίζονται με τους όρους που διατυπώνονται τα ερωτήματα και κυρίως τα αινίγματα ή τα αποσιωπητικά μας, γύρω από τη ζωή και το επέκεινα, γύρω από την οικεία επίσης καθημερινότητα που βιώνουμε και τις αντιφατικότητες ή παραδοξότητές της. Πέρα και πάνω από όλα, όμως, μέσα από τους τρόπους της παρατηρητικότητάς μας αντιλαμβανόμαστε πληρέστερα τις σχέσεις ανάμεσα στην υποκειμενικότητα και στις «αντικειμενικότητες» που μας καθορίζουν.
Ανάμεσα στο «εγώ» και στην ενσυναίσθηση, ο Γιώργος Φερέτος σε αυτήν του την ενότητα έργων μεταφέρει τα μετουσιωμένα του βιώματα στον θεατή με έναν ελεγειακά ποιητικό τρόπο. Με αφοπλιστική απλότητα κι αμεσότητα, με λιτότητα και εσωτερικευμένη περιεκτικότητα πολυεπίπεδων νοημάτων, ο συγκεκριμένος ζωγράφος συνδυάζει σε αυτά τα «πορτρέτα οικόσιτων ζώων» τη ρεαλιστική παραστατικότητα με την αφαίρεση και την αληθοφάνεια με τη μεταφυσική διάσταση.
Το ίδιο περίπου χρονικό διάστημα παρουσίασε τη δική του ζωγραφική έκθεση στην αίθουσα τέχνης «ΠεριΤεχνών» ο Κώστας Γαρύφαλλος, με τίτλο «Ο ψυχισμός του τοπίου». Η έκθεσή του αυτή είναι ακόμα επισκέψιμη και θα παραμείνει λόγω μεγάλης προσέλευσης του κοινού.
Ο ζωγράφος περιηγείται και παρατηρεί το νησιωτικό τοπίο. Το αισθάνεται και το διατρέχει σαν έναν ζωντανό και συνεχώς μεταλλασσόμενο οργανισμό, που τον ορίζουν οι μνήμες και οι παρουσίες του, οι ώρες της ημέρας και οι τροπές των εποχών, οι εγγύτητες και οι αποστάσεις από τις εστίες του βλέμματος. Σημασία, ωστόσο, αποκτούν οι θέσεις και οι στάσεις που ο ίδιος ο ζωγράφος παίρνει απέναντι σε όλα όσα θέλει κάθε φορά να εκφράσει, ανάλογα με τη διάθεση και τις ανάγκες επικοινωνίας του.
Με άλλα λόγια, το ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το τοπίο και οι ικανότητες του συγκεκριμένου καλλιτέχνη να αποδώσει ενδιαφέρουσες πτυχές του, αλλά να εκφράσει τον δικό του προσωπικό ψυχισμό με προκάλυμμα το τοπίο.
Δοκιμάζοντας υλικά και τρόπους απόδοσης κάποιων χαρακτηριστικών λεπτομερειών από τη φύση, ο Κώστας Γαρύφαλλος αντιμετωπίζει κάθε διάθεση του δικού του ψυχισμού με αποκωδικοποιήσεις τόσο της φύσης όσο και των διακυμάνσεων του φωτός, καθώς και των ανέμων που την αποκαλύπτουν. Πρόκειται για μια φύση βραχώδη, με εναρμονιζόμενες αντιπαραθέσεις, με ξερόκλαδα και αλμύρα, ρευστότητα και παραδοξότητες, που συνοδεύεται από ποικίλες χρωματικές εντάσεις και υφέσεις, οι οποίες ενεργοποιούν το γήινο όσο και το μεταφυσικό στοιχείο, όπως επίσης τη σημασιολογία που τονίζει τις ανθρώπινες παρεμβάσεις και τα εφήμερα μέσα από τη νοσταλγία και την υπαρξιακή μοναξιά.
Ο Κώστας Γαρύφαλλος δεν περιγράφει τη φύση. Τη γεννά και την αναδημιουργεί, κάθε φορά καινούργια, σχεδόν παρόμοια, αλλά πάντα διαφορετική. Τα δικά του τοπία λειτουργούν όπως τα κελύφη των οστράκων. Άλλοτε φαντάζουν οικεία, ερμητικά όμως κλειστά και μυστηριώδη, πότε εμφανίζονται μισάνοιχτα σε ερμηνείες κι άλλοτε πάλι αποκαλυπτικά ανοιχτά κι έτοιμα να υποδεχτούν στην αγκαλιά τους τον αναγνώστη και θεατή τους, προκειμένου κι εκείνος με τη σειρά του, αφοπλιζόμενος, να αφεθεί στην ψυχοδυναμική χαρμολύπη που τα τοπία αυτά του προσφέρουν, δραστηριοποιώντας τη φαντασία και τον στοχασμό του γύρω από τα φανερά και τα αφανέρωτα της φύσης και της ζωής.
*Ιστορικός τέχνης και θεωρίας του πολιτισμού (ΕΚΠΑ)