Οι κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν έχουν κοινά σημεία στην αντιμετώπιση της Ελλάδας και της Τουρκίας. Κι αυτά τα «κοινά σημεία» εντοπίζονται κυρίως στους αμερικανικούς εξοπλισμούς των δύο χωρών
Της Κύρας Αδάμ
Η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ λίγο απέχει από το να πάρει τη μορφή αμερικανικού εμφυλίου του 21ου αιώνα, καθώς τα δύο αντίπαλα κόμματα καταφεύγουν σε μεθόδους και τρικ, μακράν της πολιτικής κουλτούρας και πολύ κοντά σε συμπεριφορά συμμοριών underground στις ΗΠΑ.
Σε αυτές τις ταραγμένες ημέρες είναι άστοχο και άκαιρο να προχωρήσει κανείς σε εκτιμήσεις για τη στάση του ενός ή του άλλου κόμματος απέναντι στην Ελλάδα, ή την Τουρκία ή την Κύπρο κ.λπ.
Εξαίρεση, η πρόσκληση Μπάιντεν στον Πρόεδρο της Κύπρου στο παρά πέντε της θητείας του, που δεν θα επηρεάσει φυσικά την πορεία του Κυπριακού, αλλά ενδεχομένως θα επηρεάσει υπέρ των Δημοκρατικών τις ψήφους του ισχυρού αμερικανοκυπριακού λόμπι στις ΗΠΑ, καθώς τα κόμματα ψάχνουν και τα τελευταία ψίχουλα ψηφοφόρων.
Οι κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν, ωστόσο, έχουν κοινά σημεία -τα οποία δεν φαίνεται ότι θα αλλάξουν στη νέα προεδρία- στην αντιμετώπιση της Ελλάδας και της Τουρκίας. Κι αυτά τα «κοινά σημεία» εντοπίζονται κυρίως στους αμερικανικούς εξοπλισμούς των δύο χωρών.
Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ ήταν τιμωρητικός απέναντι στην Άγκυρα, καθώς δεν αποδέχτηκε ποτέ ότι η νατοϊκή Τουρκία αγόρασε τα ρωσικά αμυντικά συστήματα S-400.Ο Τραμπ πέταξε με συνοπτικές διαδικασίες την Τουρκία εκτός προγράμματος αγοράς μαχητικών F-35 και πάγωσε την αναβάθμιση και την αγορά νέων F-16. Αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται κανένας λόγος να αλλάξει ο Τραμπ τη στάση του αν εκλεγεί πρόεδρος, πολύ περισσότερο επειδή ο Ερντογάν ανακοίνωσε προσφάτως ότι αγοράζει και νέο σύστημα S-400 από τη Μόσχα. Η Τουρκία σε πιθανή προεδρία Τραμπ δεν θα δει F-35 και πιθανότατα ούτε και τα συμφωνημένα F-16, εκτός και αν ο Ερντογάν επιχειρήσει θεαματική κυβίστηση.
Στον αντίποδα, η κυβέρνηση Μπάιντεν, μετά πολλών κόπων και βασάνων, είναι αλήθεια, απελευθέρωσε την αναβάθμιση και την αγορά νέων F-16 στην Τουρκία, τα οποία όμως είναι αμφίβολο πότε θα παραλάβει η Άγκυρα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν είχε πρόβλημα να δώσει στην Ελλάδα αναβαθμισμένα F-16 και την έβαλε στον κατάλογο αγοράς F-35 στο άμεσο μέλλον. Οι κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν στις προηγούμενες θητείες τους πέτυχαν την επιχειρησιακή αναβάθμιση των σχέσεών τους με την Ελλάδα, όχι μόνο με την επέκταση της Διμερούς Αμυντικής Συμφωνίας, αλλά και γιατί σταδιακά αλλά σταθερά «μεταμόρφωσαν» την Αλεξανδρούπολη σε μία από τις σημαντικότερες περιοχές αμερικανικών διευκολύνσεων μέσα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία παρέκαμψε τα Στενά και την Τουρκία, με αποτέλεσμα η Αλεξανδρούπολη να είναι μία από τις σημαντικότερες «πύλες» δυτικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία. Το ίδιο συνέβη και με τη Σούδα, που βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο των επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή.
Στο διπλωματικό πεδίο, όμως, η κυβέρνηση Μπάιντεν και το φιλότουρκο νομικό επιτελείο του αμερικανικού ΥΠΕΞ έκαναν κανονικά τη «ζημιά τους» στην Ελλάδα, με τη δημοσίευση της Έκθεσης του Κογκρέσου, σύμφωνα με την οποία η Ουάσινγκτον διαπιστώνει 36 «διαφιλονικούμενα» νησιά, νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Με άλλα λόγια, η Ουάσινγκτον του κ. Μπάιντεν έχει γείρει υπέρ της θέσης της Τουρκίας περί αμφισβητούμενου ιδιοκτησιακού καθεστώτος νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο, που δεν κατονομάζονται στις Συνθήκες.
Το πλέον κοινό σημείο των κυβερνήσεων Μπάιντεν και, προηγουμένως, Τραμπ είναι ότι δεν αναμείχθηκαν ενεργά και δεν ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις μεγάλες διαφορές Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ουάσινγκτον εμφανώς δεν πήρε θέση στο τουρκολιβυκό μνημόνιο για την ΑΟΖ, ούτε στις παραλίγο συγκρούσεις με το «Ορούτς Ρέις» στο παρελθόν και στο επεισόδιο της Κάσου, προσφάτως. Για την Ουάσινγκτον, προφανώς, Αθήνα και Άγκυρα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν μόνες τους και χωρίς βοήθεια τις μεταξύ τους διαφορές και τα προβλήματα.
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»