Από τον Κωνσταντίνο Σχοινά
Στάθηκα ἔξω ἀπὸ μικρὸν μεζεδοπωλεῖον τὸ ἀπόγευμα τῆς 26ης Ὀκτωβρίου, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ 28ης Ὀκτωβρίου, καὶ ἀνέμενα τὴν παρέαν μου νὰ περάσει μὲ τὸ αὐτοκίνητον νὰ μὲ μαζέψει. Τὸ ἀφεντικὸν ἦρθε ὡς τὸ μέρος μου καὶ μὲ ῥώτησε πόσα ἄτομα θὰ εἴμαστε. Τοῦ ἐξήγησα ὅτι δὲν θὰ καθίσουμε ἐκεῖ καὶ μοῦ εἶπε:
-Μὲ συγχωρεῖς, ἀλλά… μέρες ποὺ εἶναι, κυνηγᾶμε πελάτη μὲ τὸ τουφέκι.
-Μὴ μὲ κυνηγήσετε καὶ ὡς τὴ Βόρεια Ἤπειρο!
Ἐγέλασεν καὶ προσέθεσεν:
-Εἶμαι καὶ ἀπὸ τὴ Βόρεια Ἤπειρο… Θα τοὺς κυνηγήσουμε μιὰ μέρα, ποῦ θὰ πάει.
Ἐδώσαμεν τὰ χέρια καὶ ἐξηκολούθησα νὰ περιμένω, καθὼς ὁ ἰδιοκτήτης ὑποδεχόταν μιὰν ἑξαμελῆ συντροφιάν. Ἀφοῦ ἐβολεύθησαν σὲ κεντρικὸν τραπέζι, ὁ ἀς ποῦμε ἐπικεφαλῆς τῆς παρέας ἐκάλεσε διακριτικῶς τὸ ἀφεντικὸν ὀλίγον παραπέρα καὶ τοῦ ἐζήτησε ν’ ἀλλάξει τὴν μουσικὴν (ἔπαιζε Σοφίαν Βέμπο ἐκείνη τὴν στιγμήν), διότι ἕνας ἀπὸ τὴν παρέαν εἶχεν προπάππουν Ἰταλὸν καὶ ἴσως νὰ ἐθίγετο.
-Μὰ, καλά, πιὸ δυνατὸ εἶναι τὸ ἰταλικὸ DNA; Μὲ ἕναν προπάππου μόνο; Τί μοῦ λέτε;
-Μὰ, τί γενετιστικὰ πράγματα μοῦ λέτε τώρα; Μήπως κάνετε καὶ πειράματα σὰν τὸν Γιόζεφ Μένγκελε, τέλος πάντων;
Ὁ ἰδιοκτήτης ἐσεβάσθη ἐν τέλει τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ πελάτου καὶ τὸ ἐγύρισεν εἰς κλασικὰς συνθέσεις τοῦ Μίκη Θεοδωράκη, ὁπότε ἐπεράσαμεν ἀπὸ τοὺς ἐμβατηριακοὺς ῥυθμοὺς εἰς ἐκεῖνα τὰ ἔξοχα, τὰ ἀπαλὰ «Ἀνάμεσα Σύρο καὶ Τζιὰ μικρὴ φυτρώνει νεραντζιὰ» κτλ. Ὁ ἴδιος πελάτης ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ ἐπλησίασεν τὸν ἰδιοκτήτην, ποὺ στεκόταν πάλιν κοντά μου, κυνηγῶν πελάτας.
-Ξέρετε, ὁ Μίκης Θεοδωράκης εἶχε ἐνταχθεῖ αὐτοβούλως στὴ Νεολαία Μεταξᾶ. Μὲ τὸν δεύτερο φίλο μου, ποὺ εἶναι ἐδῶ ἀπόψε, μαζὶ βλέπαμε τὴ συνέντευξή του στὴν Ἕλενα Ἀκρίτα. Μὲ τί ἀποτροπιασμὸ εἶχε κοιτάξει ἡ καημένη τὸν Μίκη ὅταν τῆς μιλοῦσε γιὰ τὴν ΕΟΝ!
-Νὰ φανταστῶ, καὶ οἱ στίχοι γιὰ τὴ Σύρο καὶ τὴν Τζιὰ ἐνοχλοῦν τὸν φίλο σας. Μέρες ποὺ εἶναι, νὰ μὴν ταράζουμε τὰ νερὰ, ἔ;
-Καταλαβαίνετε, βλέπω, εὐτυχῶς! Καλύτερα νὰ ἀκούσουμε κάτι ἄλλο, τόσα ὑπάρχουν. Ἄ, καὶ ἡ κοπέλα ἐκεῖ…
Τὸ ἀφεντικὸν πλέον ἔβαλεν τέλος εἰς τὴν ἀρτίως ἐπαγγελματικὴν στάσιν, ἐφόρεσεν τὸ ὕφος τοῦ παλαιᾶς κοπῆς ταβερνιάρη καί, ἀγγίζων εἰς τοὺς ὤμους τὴν κόρην, ἐρώτησεν:
-Τί θέλει τὸ κορίτσι μας;
Προεκλήθη μέγα ξέσπασμα τῆς διπλανῆς της, ἡ ὁποῖα παρ’ ὀλίγον νὰ γρονθοκοπήσει τὸν ἐπιχειρηματίαν:
-Αὐτὸ λέγεται σεξουαλικὴ παρενόχληση, ῥέ!
-Ἐσένα δικηγόρο σὲ βάλανε;
Ἠκολούθησε χάβρα, καὶ τὀτε ἐνεφανίσθη ἡ παρέα μου. Ἔσβησαν τὸ ἀμάξι καὶ παρηκολούθησαν πρὸς στιγμὴν τὰ τεκταινόμενα. Μοῦ εἶπαν:
-Θὰ ἀνέφερες τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γράφεις καὶ θὰ τοὺς προκάλεσες.
-Δὲν χρειάζεται. Ξεκινᾶνε μόνοι τους!