Η ιστορία του Λόρδου που έγινε ιερέας και ο «αμαρτωλός» ρόλος που διαδραμάτισε στην μεταπολεμική Ελλάδα
Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη*
Το 1976, ο Σπύρος Κ. Θεοδωρόπουλος εξέδωσε το βιβλίο «Από το “δόγμα Τρούμαν” στο “δόγμα χούντα”. Η “Παξ Αμερικάνα”… στραγγαλίζει την Ελλάδα» (εκδ. Παπαζήση). Ο αναγνώστης ο μη εξοικειωμένος με τα εν Ελλάδι μεταπολεμικά γεγονότα και, ειδικότερα, με την υποδοχή της κυβέρνησης εθνικής ενότητος που επαναπατρίσθηκε την 18η Οκτωβρίου 1944, αν διαβάσει την πρώτη ενότητα του βιβλίου (που έχει ως αντικείμενο την απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά), θα πληροφορηθεί ότι την μοίρα της Ελλάδος σε εκείνη την κρίσιμη χρονική στιγμή χειριζόταν μια «μυστική τετρανδρία Βρετανών»: «Ο στρατηγός Σκόμπυ, ο υπουργός Μέσης Ανατολής Μακ Μίλλαν, ο πρεσβευτής στην Ελλάδα σερ Ρέτζιναλ Λήπερ και -το πιο απίθανο- ένας ορθόδοξος παπάς, ο πάτερ [ορθώς: πατήρ] Δημήτριος».
ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ-ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
Η περιέργεια του αναγνώστη για την ειδικότερη δράση του διαβόητου ιερέα θα λυθεί στις αράδες που ακολουθούν: Ήταν «ο καλύτερος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Ελλάδα. Ο πάτερ Δημήτριος ήταν, κατά κόσμον, ο Λόρδος Μπάλφουρ, γόνος παλιάς βρετανικής αριστοκρατικής οικογένειας, που είχε προσφέρει στην χώρα της πρωθυπουργούς, υπουργούς, ναυάρχους και στρατηγούς».
Εκείνος, όμως, επέλεξε από νέος έναν εντελώς διαφορετικό κλάδο: «Προτίμησε να γίνει μυστικός πράκτορας. Μπήκε στην Ιντέλιτζενς Σέρβις και είναι γνωστό ότι δούλεψε μια περίοδο στην Πολωνία. Το 1930 έφτασε στο Άγιον Όρος σαν καλόγερος. Πώς και πού φόρεσε τα ράσα είναι άγνωστο. Βέβαιο είναι ότι το 1938 χειροτονείται ιερέας από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο».
«Η Μητρόπολη Αθηνών -όπου πρέπει να είχε “ειδικές γνωριμίες” ο πάτερ Δημήτριος- τον τοποθετεί εφημέριο στην “Ευαγγελίστρια”, εκκλησία του νοσοκομείου “Ευαγγελισμού”, στην οδό Μαρασλή. Θέση αξιοζήλευτη για κάθε παπά, γιατί η γειτονιά είναι αριστοκρατική, πλούσια. Κολωνάκι…»
«Για τον πάτερ Δημήτριο, όμως, ήταν σημαντική όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά γιατί, σαν ιερέας και “εξομολογητής” της καλής κοινωνίας των Αθηνών, είχε ευκαιρίες να συγκεντρώνει και να διασταυρώνει πολύτιμες πληροφορίες, πολύ χρήσιμες για την πραγματική του δουλειά».
Καθώς εξιστορεί τα γεγονότα που σχετίζονταν με την ορκωμοσία της ελληνικής κυβέρνησης (καταργώντας τον Γεώργιο Παπανδρέου «σαν να ήταν κολλήγος του», ο Τσώρτσιλ διόρισε πρωθυπουργό τον «Μαύρο Καβαλάρη», δηλαδή τον Νικόλαο Πλαστήρα) και τον αποδεκατισμό του ΕΛΑΣ στην Αθήνα από τις βρετανικές δυνάμεις, ο συγγραφέας σχολιάζει την δράση της «βρετανικής αόρατης κυβέρνησης» στην Αθήνα και θέτει εκ νέου στο στόχαστρό του τον «πάτερ Δημήτριο»: Από αρχιμανδρίτης Δημήτριος είχε μεταμορφωθεί πλέον σε λόρδο Μπάλφουρ: «Είχε βγάλει τα ράσα του, είχε ξυρίσει τα γένια του, είχε κουρέψει τα μαλλιά του και είχε αναλάβει από το γραφείο του στο μέγαρο της βρετανικής πρεσβείας στην οδό Λουκιανού και Βασιλίσσης Σοφίας τον πραγματικό του ρόλο, του αρχηγού του κλιμακίου της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Ελλάδα – ο αγώνας Πλαστήρα – Δεξιάς για την στελέχωση των ενόπλων δυνάμεων ήταν προγραμμένος. Τις κύριες θέσεις κατέλαβαν μοναρχικοί, δεξιοί και τουλάχιστον διακόσιοι πενήντα αξιωματικοί που είχαν υπηρετήσει στα Τάγματα Ασφαλείας, στο πλευρό των Γερμανών κατακτητών εναντίον του ελληνικού λαού» (σελ. 21/22).
ΜΑΡΤΥΡΙΑ Κ.Ν. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ
Τον ιερέα Δημήτριο Μπάλφουρ μνημονεύει και ο ιατρός Κ.Ν. Αλιβιζάτος σε βιβλίο που είχε εκδώσει από κοινού με τον Ν.K. Λούρο («Δύο γιατροί θυμούνται», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1979). Στην ενότητα με τίτλο «Ο εφημέριος του “Ευαγγελισμού” πατήρ Δημήτριος, κατά κόσμον David Balfour» (σελ. 51 επ.), ο Αλιβιζάτος, μιλώντας αρχικά για την εποχή προ του 1940, αναφέρεται στην ανάμιξη του «πατρός Δημητρίου» στις συζητήσεις που, συχνά με περισσή ελευθεροστομία, λάμβαναν χώρα μεταξύ των ιατρών του «Ευαγγελισμού».
Παρακάτω, ο Αλιβιζάτος μεταφέρεται στο 1941, όταν επέστρεψε από το αλβανικό μέτωπο και ανέλαβε ξανά υπηρεσία στον «Ευαγγελισμό». Τότε διεπίστωσε ότι ο εφημέριος Μπάλφουρ ήταν εξαφανισμένος, οπότε υπέθεσε ότι, λόγω του πολέμου, θα είχε ακολουθήσει τα αγγλικά στρατεύματα. Μια ημέρα, όμως, του 1945 («Μάρτιος ή Απρίλιος ήταν»), καθώς βάδιζε στην λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, ο γιατρός αισθάνθηκε ένας χέρι να τον ακουμπά στον δεξί του ώμο: «Γυρίζω ξαφνιασμένος και βλέπω ένα άτομο ψηλό, με μικρό μουστάκι, κοστούμι τουίντ και γραβάτα παπιγιόν. Η φυσιογνωμία του μου ήταν άγνωστη. Μόνον όταν άρχισε να μου μιλά και να μου λέει “βρε Αλιβιζάτε, δε με γνωρίζεις;”, από την φωνή και κυρίως από την προφορά τον αναγνώρισα.
– Είσαι ο Balfour; Πού είναι τα ράσα σου; Πού είναι τα γένια σου;
Γυρίζει, με κοιτάζει και μου απαντά με αγγλικό φλέγμα:
– Πάνε όλα αυτά…
– Και τι γυρεύεις έτσι εδώ;
– Είμαι σύμβουλος στην Αγγλική Πρεσβεία!»
Ο Αλιβιζάτος ολοκληρώνει την αφήγησή του με τον εξής σχολιασμό: «Είναι αφάνταστα τα μέσα που μεταχειρίζεται η διεθνής κατασκοπία για να πετύχει τους σκοπούς της. Στην περίπτωση αυτή, είναι τουλάχιστον εξοργιστικό να σκέπτεται κανείς ότι μια μεγάλη συμμαχική δύναμη όχι μόνο εξευτέλισε όσια και ιερά, αλλά δε δίστασε να ξαναφέρει τον άνθρωπο εκείνο, που έθιξε τον ελληνικό λαό στην χριστιανική του πίστη».
«ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»
Το «φαινόμενο Μπάλφουρ» είχε αποτελέσει αντικείμενο δημοσιεύματος και της εφημερίδας «Ακρόπολις», στο φύλλο της 30ής Δεκεμβρίου 1980 (σελ. 5). Από εκεί πληροφορούμαστε ότι ένας «αθλητικός, ψηλόκορμος άνδρας με μικρό μουστάκι» έσπευσε να υποδεχθεί τον σερ Ρέτζιναλ Λήπερ, όταν ο τελευταίος έβγαινε από μια αστραφτερή, κορακοζώητη Ρολς Ρόυς στο Σύνταγμα, όπου μιλούσε προς τον ελληνικό λαό ο Γεώργιος Παπανδρέου. Επρόκειτο για τον Άγγλο πρώην ιερέα «πατέρα Δημήτριο», ο οποίος, κατά την διάρκεια του πολέμου, είχε αποχωρήσει από την Ελλάδα, αλλά τώρα είχε επανέλθει με ντακότα που, προ μίας ώρας, είχε προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας.
Ο συντάκτης του δημοσιεύματος επιβεβαιώνει όσα γράφτηκαν παραπάνω από τον Θεοδωρόπουλο και τον Αλιβιζάτο, αποκαλώντας ευλόγως τον Μπάλφουρ «διαβολοπαπά», αφού τελούσε τα μυστήρια μιας εκλεκτής συνοικίας της Αθήνας, «στην οποία έμενε τότε το Χάι Λάιφ της αθηναϊκής κοινωνίας, εξομολογώντας τις Κολωνακιώτισσες κυρίες και πληροφορούμενος έτσι ένα σωρό μυστικά».
ΔΟΥΡΕΙΟΙ ΙΠΠΟΙ
Η περίπτωση του «διαβολοπαπά Μπάλφουρ» αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να συνειδητοποιήσουμε πώς παίζεται το παιχνίδι της υπερεθνικής ελίτ σε βάρος της ανώνυμης μάζας ενός δύσμοιρου λαού, ο οποίος το 1944 «παραληρούσε στους δρόμους της Αθήνας από τον ενθουσιασμό του, που είχε εκπληρωθεί ο πόθος του για ελευθερία, ανεξαρτησία, ομόνοια και ανοικοδόμηση» (Θεοδωρόπουλος, ό.π., σελ. 10), αγνοώντας ότι του είχαν στήσει μια νέα αιματηρή παγίδα, που όμοιά της δεν βίωσε άλλος λαός: από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα έπεφτε στον Εμφύλιο!
Κύριο μέλημα του εκάστοτε τυραννικού αόρατου μαριονετίστα είναι αφ’ ενός να επιλέγει υπάκουες μαριονέτες (πρόθυμους γιέσμεν) και να κινεί προσεκτικά τα νήματά τους, αφ’ ετέρου να χρησιμοποιεί δούρειους ίππους, μέσω των οποίων θα συλλέγει τα μυστικά των πολιτών, ώστε να μπορεί να διατηρεί τον αδιαφιλονίκητο έλεγχο επί του καθημερινού βίου τους και να προλαμβάνει επικίνδυνες συνωμοσίες που ενδέχεται να εξυφανθούν σε βάρος του κρυφο-ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Στα μισά του 20ού αιώνος, ένας τέτοιος δούρειος ίππος ήταν ο διαβολοπαπάς Ντέιβιντ Μπάλφουρ. Στον 21ο αιώνα, αντίστοιχοι δούρειοι ίπποι με ράσα που, βεβαίως, δεν κάνουν τον παπά, αλλά ως ψευτο-αυθεντίες αποσκοπούν στην χειραγώγηση των Ελλήνων -ενός λαού που κάποτε, όχι όμως πια, είχε ισχυρό θρησκευτικό συναίσθημα-, εξακολουθούν να είναι πολύ χρήσιμοι.
Ωστόσο, η συλλογή των μυστικών του λαού επιτυγχάνεται πλέον μέσω της εξελιγμένης τεχνολογίας, η οποία δεν περιορίζεται στην χρήση μέσων οπτικοακουστικής παρακολούθησης (βλ. λογισμικά predator και «κάμερες παντού»), αλλά σχεδιάζεται να επεκταθεί στην χρήση του διαβολικού Προσωπικού Αριθμού (που θα ενσωματωθεί στις ηλεκτρονικές ταυτότητες), επί τη βάσει του οποίου το κράτος θα χτίζει το προφίλ κάθε πολίτη, φακελώνοντάς τον ηλεκτρονικά, ευρισκόμενο σε θέση να τον εκβιάζει απροκάλυπτα και εντέλει να του επιβάλει τον κοινωνικό αποκλεισμό του, κάθε φορά που αυτός θα αρνείται να ικανοποιήσει τις ελευθεροκτόνες εμπνεύσεις των πολιτικών μαριονετών της υπερεθνικής ελίτ.
*Πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ