Του Σάββα Καλεντερίδη
Ενώ ο Ερντογάν συνεχίζει ακάθεκτος τη νεοοθωμανική του «επέλαση» στα Βαλκάνια, ενισχύοντας, μεταξύ άλλων, και τις στρατιωτικές σχέσεις με Σκόπια, Κοσσυφοπέδιο και Αλβανία, παραμένει ερωτηματικό το «παράθυρο ευκαιρίας» που επικαλείται ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτης, για το οποίο δεν κάνει καμία, έστω και απλή αναφορά σε τι συνίσταται. Τι είναι δηλαδή αυτό το περίφημο «παράθυρο ευκαιρίας», το οποίο, αν σπεύσουμε να εκμεταλλευτούμε και οριοθετήσουμε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα με την Τουρκία, θα εξασφαλίσει την ειρήνη για τις επόμενες γενιές. Ο ίδιος ο κ. Γεραπετρίτης, μάλιστα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα, στο ραδιόφωνο του Σκάι, είπε: «Αν είναι να αφήσω μια μεγάλη παρακαταθήκη για τη χώρα μου για τις επόμενες γενιές, να είναι μια γειτονιά η οποία θα είναι ήρεμη, μια Ελλάδα της αυτοπεποίθησης, της σταθερότητας, της υπερηφάνειας, ας χαρακτηριστώ και μειοδότης».
Επειδή αρκετοί στην Ελλάδα παρακολουθούμε τις αντίστοιχες δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων αλλά και του ίδιου του Χακάν Φιντάν, ομολόγου του Έλληνα ΥΠΕΞ, δεν είδαμε να ξεστομίζει ποτέ τη λέξη μειοδότης ή κάποια άλλη αντίστοιχης έννοιας, γιατί, για να χαρακτηριστεί κάποιος μειοδότης, θα πρέπει να προβεί σε πράξεις που δικαιολογούν αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Σημειωτέον ότι με βάση το λεξικό της κοινής νεοελληνικής εθνικός μειοδότης είναι «αυτός που κάνει παραχωρήσεις που βλάπτουν τα εθνικά συμφέροντα». Ο κ. Γεραπετρίτης, αν σέβεται τον ελληνικό λαό, θα πρέπει να εξηγήσει σε ποιες παραχωρήσεις είναι διατεθειμένος να προχωρήσει προς τους Τούρκους, για να πετύχει το αποτέλεσμα που εύχεται.
Πάντως, η δημοσιογράφος της εφημερίδας «Χουριέτ» και υπεύθυνη του πολιτικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα, αναφερόμενη σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Έλληνας ΥΠΕΞ στην εφημερίδα «Καθημερινή», αφού περιγράφει όσα είπε ο κ. Γεραπετρίτης, γράφει: «Σε δηλώσεις του ο Έλληνας υπουργός επέστησε την προσοχή στη σημασία του διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών. Δεν έχουν αλλάξει, λοιπόν, οι κόκκινες γραμμές της Ελλάδας, αλλά της Τουρκίας; Σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι σχέσεις των δύο χωρών; Ζήτησα από ανώτερες διπλωματικές πηγές τις απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις, κεφάλαιο προς κεφάλαιο.
Ζήτησα από ανώτερες διπλωματικές πηγές τις απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα που γεννά αυτή η συνέντευξη. Λέγοντας ότι υπάρχει πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές για συνέχιση του διαλόγου, ας περάσουμε στους λόγους έναρξης αυτών των συνομιλιών και στις θέσεις της Τουρκίας. Τα σημεία που υπογράμμισαν υψηλόβαθμες διπλωματικές πηγές είναι τα εξής:
«Πρώτον, οι Αρχές της Τουρκίας και της Ελλάδας πρέπει να συνεργαστούν για την ενίσχυση της σταθερότητας και της ειρήνης στην περιοχή. Υπάρχουν θέματα για τα οποία οι δύο χώρες δεν συμφωνούν, αλλά ο αριθμός των θεμάτων που μπορούν να συμφωνηθούν δεν είναι μικρός. Δεύτερον, δεν υπάρχει αλλαγή στις θέσεις των δύο χωρών για τα θέματα του Αιγαίου. Για την Τουρκία δεν είναι δυνατό να περιοριστούν οι διαφορές των θέσεων των δύο χωρών στο Αιγαίο σε ένα μόνο θέμα. Η συντριπτική πλειονότητα των θαλάσσιων και αεροπορικών ζητημάτων είναι νομικά αλληλένδετα. Είναι νομική απαίτηση να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα από κοινού.
Τρίτον, στόχος της Άγκυρας είναι να μην αφήσει άλυτα ζητήματα που μπορεί να δημιουργήσουν εν συνεχεία ένταση και κρίσεις, καθώς στόχος του διαλόγου είναι να επιτευχθεί μια μόνιμη ηρεμία στις σχέσεις των δύο χωρών. Η Άγκυρα επιθυμεί μια μόνιμη, συνολική και δίκαιη λύση, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, σε διαφορές όπως είναι τα χωρικά ύδατα και το εύρος του εναέριου χώρου, για τους γεωγραφικούς σχηματισμούς των οποίων η κυριαρχία δεν έχει καθοριστεί, για το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και τη διαχείριση του FIR. Αν δεν δοθεί λύση διαπραγματευτική σε αυτά διμερώς, η Άγκυρα σκέφτεται να τα πάει όλα πακέτο στη διεθνή δικαιοδοσία.
Υπάρχει και το θέμα των μειονοτήτων. Η Άγκυρα γνωρίζει ότι η Ελλάδα τείνει να παρουσιάζει το ζήτημα ως ένα διεθνές ζήτημα θρησκευτικής ελευθερίας ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων που απασχολεί τη διεθνή κοινότητα. Θα γράψω, όμως, τις απόψεις ανώτερων διπλωματικών πηγών σε αυτό το θέμα: Δεν είναι δυνατόν η Άγκυρα να δεχτεί μια συνεννόηση του τύπου “Η ελληνική μειονότητα είναι υπόθεση της διεθνούς κοινότητας, ενώ η τουρκική μειονότητα της Δυτικής Θράκης είναι μόνο εσωτερικό ζήτημα της Ελλάδας”.
Η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει τις προσπάθειές της να αρνείται την εθνική ταυτότητα της τουρκικής μειονότητας, να μην αναγνωρίζει τους εκλεγμένους θρησκευτικούς ηγέτες της, να περιορίζει ουσιαστικά τις δυνατότητες εκπαίδευσης, να υποσκάπτει τα μειονοτικά θεμέλια, εν ολίγοις, να εκφοβίζει την τουρκική μειονότητα. Όπως η Τουρκία βλέπει την ελληνική μειονότητα ως πλούτο και γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, η προσδοκία είναι ότι η τουρκική μειονότητα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο από την Ελλάδα.
Η Ελλάδα θα πρέπει επίσης να αναθεωρήσει την προσέγγισή της για τους συμπατριώτες μας που δεν καλύπτονται από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Όσοι κατοικούν σε Θεσσαλονίκη, Ρόδο και Κω δεν εμπίπτουν στο μειονοτικό πλαίσιο που ορίζει η Συνθήκη της Λωζάννης. Απαίτηση της Άγκυρας είναι η ελληνική Πολιτεία να λάβει μέτρα προς αυτούς στη βάση των οικουμενικών αξιών και σύμφωνα με τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα».
Αυτά μας λέει η Χαντέ Φιράτ, η οποία, μάλιστα, επικαλείται υψηλόβαθμες διπλωματικές πηγές. Με δεδομένο ότι στην Τουρκία οι διπλωματικές πηγές είναι αδιανόητο να μιλούν έστω και υπό καθεστώς ανωνυμίας στους δημοσιογράφους, αν δεν εκφράζουν την πολιτική της κυβέρνησης και με δεδομένο ότι ο Χακάν Φιντάν δεν μίλησε για κινήσεις από πλευράς του σε αυτή τη διαδικασία, που θα τον χαρακτηρίσουν «μειοδότη», είναι αδήριτη ανάγκη να περιγράψει ο ίδιος ο κ. Γεραπετρίτης ή έστω υψηλόβαθμες διπλωματικές πηγές ποιες είναι εκείνες οι κινήσεις που έχει αποφασίσει να κάνει η κυβέρνηση, που θα καταχωρίσουν τον Έλληνα ΥΠΕΞ στους εθνικούς μειοδότες.
Τι να γράψω για τους προσκυνημένους