Ο συνθέτης που «γεννούσε» ατόφια ελληνική μουσική

Του Βασίλη Γαλούπη

Το t-shirt θεωρούνταν εσώρουχο μέχρι τη δεκαετία του ’50. Κανείς δεν φορούσε σε δημόσια θέα το στενό κοντομάνικο μπλουζάκι. Όταν το πρωτοέβαλε ο Μάρλον Μπράντο το 1951, στο «Λεωφορείον ο Πόθος», έγινε αμέσως όχι μόνο το σύμβολο της αρρενωπότητας, αλλά και των εργατών που δούλευαν σκληρά και χειρωνακτικά. Τέσσερα χρόνια αργότερα ήταν ο Τζέιμς Ντιν που, ως «Επαναστάτης χωρίς αιτία», «υπεδείκνυε» το μακό ως αντισυστημικό ρούχο.

Ο Νίκος Κούρκουλος, Μπράντο και Ντιν μαζί για τα ελληνικά δεδομένα, έφερνε στα τέλη πια της δεκαετίας του ’60 τη μόδα για την Ελλάδα. Εμφανίζεται με μαύρο κολλητό t-shirt, σκονισμένο και ταλαιπωρημένο, ως άνεργος και κυνηγημένος ναυτικός που του έκαναν έξωση. Είναι η στιγμή που, στη θρυλική ταινία «Ορατότης Μηδέν», αποφασίζει ότι θα βάλει φωτιά στα υπάρχοντά του και στα «πιστεύω» του, μπροστά σε όλη τη φτωχογειτονιά, για να «ξεπουληθεί» στην οικογένεια εφοπλιστών Ρίχτερ. Σπάει τη γυάλινη λάμπα, ρίχνει πετρέλαιο, ανάβει ένα τσιγάρο και με το σπίρτο καίει τα πάντα, όσο παίζει στο πικάπ το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου».

Αν υπάρχει μια σκηνή κι ένα τραγούδι στον αριστουργηματικό «παλιό» ελληνικό κινηματογράφο που μπορεί να θεωρηθεί «ατόφιο πνεύμα ροκ», είναι αυτή.

Το ζεϊμπέκικο των ζεϊμπέκικων τραγούδησε ο σχετικά άγνωστος μέχρι τότε Στράτος Διονυσίου, που από εκείνη τη στιγμή τον έμαθε το πανελλήνιο. Τους στίχους έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Και τη μουσική ο Μίμης Πλέσσας. Χρειάστηκε να συγχρονιστούν τρεις σπουδαίοι άνθρωποι της τέχνης, ολότελα διαφορετικοί μεταξύ τους, για να γεννηθεί αυτό το θεϊκό τραγούδι. Και να επενδυθεί οπτικά από τον Κούρκουλο, σταρ με όλη τη σημασία της λέξης, στην ακμή της καριέρας του.

Αν κάτι ήξερε να κάνει ο Μίμης Πλέσσας, ίσως καλύτερα από κάθε άλλον, ήταν να… παίζει «κόντρα» ρόλους ως συνθέτης. Ένας γλυκύτατος άνθρωπος, χαμηλών τόνων, συναισθηματικός, άψογος επαγγελματίας, με αγάπη στην τζαζ και με «μαθηματικό» μυαλό, έγραψε από τη μια το βαρύ και με διαχρονικούς συμβολισμούς «Βρέχει φωτιά», από την άλλη το ζουμπουρλούδικο «Θαλασσιές χάντρες», ένα δροσερό κι ελαφρύ τσιφτετελάκι που πρώτος το απογείωσε το 1962 με τη φωνή του το ιερό τέρας που λέγεται Δημήτρης Χορν.

Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά το ογκώδες έργο του Μίμη Πλέσσα διαπιστώνει κανείς πως είναι αδύνατον να του βάλει ταμπέλες. Δεν υποτάχθηκε στα διάφορα είδη μουσικής, δεν θέλησε να ταυτιστεί με ένα δυο στιλ και κάποιους ερμηνευτές με συγκεκριμένες δυνατότητες, αντίθετα άπλωσε τα φτερά του πάνω απ’ ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ελληνική μουσική.

Διότι σ’ αυτό δεν χωρά καμία αμφισβήτηση. Ο Μίμης Πλέσσας όχι μόνο έπαιξε γνήσια ελληνική μουσική, προσαρμόζοντας σ’ αυτό το πλαίσιο και όποιες ξένες επιρροές του, αλλά διαμόρφωσε σε σημαντικό βαθμό αυτό που σήμερα θεωρούμε ελληνική μουσική μετά τον πόλεμο. Όχι μόνος του ασφαλώς, αλλά ήταν ένας από τους 10 κορυφαίους και από τους πιο χιλιοτραγουδισμένους.

Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που σήμερα λογίζεται ως «βιντεοκλίπ» ήταν στις παλαιότερες δεκαετίες τα τραγούδια που προβάλλονταν για πρώτη φορά στις ταινίες μέσα σε κατάμεστους κινηματογράφους. Και ο Πλέσσας είχε μια σταθερή παρουσία εκεί. Αποδεικνύοντας ότι μπορούσε να δημιουργήσει επιτυχίες σε οποιοδήποτε είδος.

Έχοντας περάσει δύσκολα χρόνια μέχρι και τον πόλεμο, έφυγε για να συνεχίσει με υποτροφία τις σπουδές του ως χημικός στις ΗΠΑ. Το 1950 ταξίδεψε στη Μινεσότα για να επιστατήσει ως χημικός στη φόρτωση μηχανημάτων κλωστοϋφαντουργίας. Εκεί του ζητήθηκε να δώσει μια διάλεξη για τα Βαλκάνια σε Καναδούς.

Ένας από τους ανθρώπους που παρακολούθησαν την διάλεξη ήταν ο πρεσβυτεριανός ιερέας δρ Άρθουρ Γιανγκ, ο οποίος το ίδιο κιόλας βράδυ άνοιξε το σπίτι του για να τον φιλοξενήσει. Ήταν ο άνθρωπος που τον πήγε στο Σεν Πολ της Μινεάπολις για να παίξει πιάνο σε έναν διαγωνισμό. Την επόμενη μέρα ο Πλέσσας διάβασε στις εφημερίδες ότι κέρδισε το πρώτο βραβείο, με διθυραμβικά σχόλια: «Με τη μουσική του γεφυρώνεις την Αμερική με τη Γηραιά Ήπειρο».

Κάπως έτσι κέρδισε τέσσερα χρόνια υποτροφίας για μουσικές σπουδές στις ΗΠΑ. «Μα είμαι χημικός, όχι μουσικός» είπε ο Πλέσσας την επόμενη κιόλας μέρα στον πρύτανη του Πανεπιστημίου του Ντουλούθ, ο οποίος του απάντησε: «Δημήτρη, αν παίζεις χημεία όπως παίζεις πιάνο, θα σε πάω στο καλύτερο πανεπιστήμιο που έχουμε στην Αμερική». Και όντως τον πήγε στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης.

Το 1967 ο Μίμης Πλέσσας θα έμενε έκπληκτος ακούγοντας τον νομπελίστα Ζαν Μαρί Λεν να λέει ότι το Νόμπελ του βασίστηκε στη μελέτη του Δημήτρη Πλέσσα ως χημικού με τους κερεβροζίτες και τη φωσφορυλίωση για την αντιμετώπιση της σκλήρυνσης κατά πλάκας. «Δούλευα στη μυελίνη χωρίς να το ξέρω» ήταν η αντίδραση του Έλληνα δημιουργού.

Ο Μίμης Πλέσσας έφυγε από τη ζωή προχθές Σάββατο, λίγες μέρες πριν γιορτάσει τα 100ά γενέθλιά του. Η σύζυγός του Λουκίλα Καρρέρ-Πλέσσα ήταν στο πλευρό του μέχρι την τελευταία στιγμή: «Τον χάιδευα, του έλεγα ευχαριστώ για όσα ζήσαμε. Του είπα πόσο ωραία χρόνια πέρασα, “σε ευχαριστώ για όλα, για το παιδί μας, για όλα”».

Ο καλός του φίλος Λευτέρης Παπαδόπουλος τον αποχαιρέτησε με τον δικό του τρόπο: «Ήταν σπουδαίος ο Πλέσσας. Ήταν άνθρωπος που ήξερε πολλή μουσική από το ταλέντο που είχε. Είχε μυαλό, πέρα από την ευαισθησία του». Ας είναι ελαφρύ το χώμα…

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

Ενα «θηρίο» με καρδιά μικρού παιδιού

Ακόμα και ο πιο φτασμένος επαγγελματίας αθλητής δεν παύει να είναι ένας σκληρά εργαζόμενος. Έστω και καλοπληρωμένος κάποιες φορές....

Η καθημερινότητα είναι πλέον ανυπόφορη

Καθώς ήδη έχει αρχίσει η εορταστική περίοδος και η κοινωνία αναζητεί εναγωνίως κάποιες αφορμές και ευκαιρίες όχι μόνο για...

Ο Χρήστος μπήκε στα παπούτσια του Στέλιου

«Παιδιά κι εμείς της προσφυγιάς με τον καημό στολίδι, όλη η περιουσία μας σκοποί του Καζαντζίδη» υμνούσε με το...

Εθνική ήττα!

Ο θλιβερός θίασος που αυτοπροσδιορίστηκε ως «ακαδημαϊκή κοινότητα» και ως «γλωσσολόγοι», ένα σύμφυρμα διδασκόντων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, με αιρετούς...