Του Δημήτρη Γαρούφα*
Κάθε φορά που διορίζεται συνταξιούχος δικαστής ως πρόεδρος ή μέλος Δ.Σ. κρατικού φορέα επαναλαμβάνονται οι συζητήσεις για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, που πρέπει όχι μόνο να υπάρχει, αλλά και να φαίνεται προς τα έξω. Επισημαίνω ότι κυρίως για να φαίνεται προς τα έξω η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης οι δικηγορικοί σύλλογοι διαχρονικά ζητούσαν μεταξύ άλλων να απαγορεύεται ο διορισμός δικαστών για πέντε χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή τους σε ανεξάρτητες Αρχές ή σε φορείς ελεγχόμενους από την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή τις εκάστοτε κυβερνήσεις, για να μην προκαλείται υποψία προτέρας εξάρτησης. Στην πράξη όμως όλες οι κυβερνήσεις διορίζουν συνταξιούχους δικαστές σε ανεξάρτητες Αρχές και φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και η εκάστοτε αντιπολίτευση, που κατηγορεί την κυβέρνηση για τέτοιους διορισμούς, όταν έρθει στην εξουσία πράττει το ίδιο.
Οι ίδιες κατηγορίες υπάρχουν και για την προβλεπόμενη από το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος διαδικασία, δηλαδή την επιλογή και τον διορισμό της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων από την εκτελεστική εξουσία, που έχει αμφισβητηθεί από όλα τα κόμματα όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση κατηγορώντας την εκάστοτε κυβέρνηση για παραβιάσεις επετηρίδας, κακές επιλογές και επιλογή προσώπων με κομματικά κριτήρια. Τα ίδια αυτά κόμματα που αμφισβητούν τη διαδικασία, όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση κάνουν τα ίδια με αυτά που κατηγορούσαν ως αντιπολίτευση και φυσικά, παρότι έγιναν αναθεωρήσεις του Συντάγματος, φρόντισαν επιμελώς αυτή η διάταξη να μην αλλάξει, διότι δυστυχώς τα κόμματα εξουσίας θέλουν όταν βρίσκονται στην εξουσία να έχουν το δικαίωμα επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων.
Επειδή σε αυτό το θέμα περισσεύει η υποκρισία του πολιτικού κόσμου κι επειδή οι εκατέρωθεν αντεγκλήσεις πλήττουν το κύρος της Δικαιοσύνης, οι δικηγορικοί σύλλογοι από το 1975 κατήγγειλαν αυτή τη διαδικασία γιατί δίνει τη δυνατότητα στην εκτελεστική εξουσία να ελέγχει τη Δικαιοσύνη. Ειδικότερα στο Ι΄ συνέδριο δικηγορικών συλλόγων που έγινε στην Αθήνα το 1982 ο τότε πρόεδρος του ΔΣΑ Ε. Μαχαίρας στην ομιλία του κατήγγειλε επί λέξει (βλ.τόμο πρακτικών συνεδρίου σελ. 20): «Και στις ομαλές περιόδους η εκτελεστική εξουσία ελέγχει τη Δικαιοσύνη, σύμφωνα μάλιστα με διάταξη του Συντάγματος. Κατά το άρθρο 90 του Συντάγματος του 1975, και κατά τα ανάλογα άρθρα των άλλων Συνταγμάτων, η ηγεσία της διορίζεται από το υπουργικό συμβούλιο. Τα μέλη της ηγεσίας μετέχουν κυριαρχικά στα ανώτατα δικαστικά και πειθαρχικά συμβούλια που αποφασίζουν τις προαγωγές και μεταθέσεις των δικαστών και ασκούν πειθαρχική εξουσία. Επομένως η εκτελεστική εξουσία άμεσα εκλέγει την ηγεσία και άμεσα ελέγχει ολόκληρο το Δικαστικό Σώμα».
Για να αλλάξει αυτή η διάταξη, οι δικηγορικοί σύλλογοι αγωνίστηκαν επί δεκαετίες, ζητώντας να κοπεί ο ομφάλιος λώρος μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και Δικαστικού Σώματος, και προτείνοντας γι’ αυτό εκλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από εκλεκτορικό σώμα αποτελούμενο από την Ολομέλεια δικαστών του οικείου δικαστηρίου με συμμετοχή και εκπροσώπων των νομικών σχολών και των δικηγορικών συλλόγων.
Πιστεύω ότι τα ελληνικά πολιτικά κόμματα θα συνεχίσουν να συμπεριφέρονται στο συγκεκριμένο θέμα με τον ίδιο τρόπο τραυματίζοντας με τις καταγγελίες τους (βάσιμες ή μη) το κύρος της Δικαιοσύνης, χωρίς να αλλάξουν τη συνταγματική διάταξη, γιατί δυστυχώς θέλουν να έχουν το δικαίωμα επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Δεν καταλαβαίνουν ότι με αυτόν τον τρόπο νοθεύεται η διάκριση των εξουσιών, επειδή δίνεται η δυνατότητα στην εκτελεστική εξουσία παρεμβάσεων στον χώρο της Δικαιοσύνης και δεν κατανοούν ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει αυτό που λέγονταν για τη γυναίκα του Καίσαρα, ότι δηλαδή η Δικαιοσύνη δεν αρκεί να είναι ανεξάρτητη, αλλά και να φαίνεται προς τα έξω η ανεξαρτησία της.
*Δικηγόρος – πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης