Του Παναγιώτη Λιάκου
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Από το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Η πόλις».
Το ποίημα τούτο περιγράφει τη διαιωνιζόμενη νίκη της Ιστορίας έναντι των ίδιων των δημιουργών της. Το αντικείμενο κατατροπώνει το υποκείμενο. Γράφουμε, θέλοντας και μη, σελίδες Ιστορίας που μεταμορφώνονται σε οδούς που ακολουθούμε στη ζωή μας, απλώς επειδή πράξαμε ή βιώσαμε κάτι, κάποτε. Αυτοδεσμευόμαστε ανεπίστροφα, δίχως καν να το αντιλαμβανόμαστε.
Το παρελθόν δεν κατακτάται. Μας κατακτά. Επιβεβαιώνει την ισχύ του κάθε μέρα. Ρίχνει τη βαριά σκιά του στο παρόν και το μέλλον μας. Ο τόπος στον οποίο γεννηθήκαμε κι είχαμε τις πρώτες εμπειρίες μας, νιώσαμε τα εναρκτήρια σκιρτήματα του έρωτα, της έμπνευσης και της επικοινωνίας με το θείο, την αγωνία της θνητότητας, την αλλοφροσύνη για αναζήτηση νοήματος και τον τρόμο του μηδενός είναι η οριστική και αμετάκλητη καταδίκη μας – και, μαζί, μια ευλογία, υποχρέωση και αποστολή.
Οι ομογενείς μας, που έφυγαν, εδώ υποχρεούνται -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- να ζουν. Η Ελλάδα θα τους καταδιώκει. Θα τους κυνηγά. Θα τους επηρεάζει μέχρι να ξεκαθαρίσουν για τα καλά τους λογαριασμούς τους μ’ αυτή την κόχη τούτη τη μικρή. Εδώ πρέπει να σιάξουν τα πράγματα για να νιώσουν κι αλλού καλά. Να μερικές ερμηνείες του ποιήματος που αντιστοιχούν σε κάποιες από τις πολλές αρετές του ποιητή, που δεν έπαψε στιγμή να κάνει λογοτεχνικό… πρωταθλητισμό, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.
Ο Κ. Π. Καβάφης (1863-1933) μπόρεσε το ακατόρθωτο. Αν διαβάσεις μόνο αυτόν και κανέναν άλλον, θα δεις, θ’ ακούσεις, θα νιώσεις τα βασικότερα από τα ελληνικά συναισθηματικά ηχοχρώματα∙ ακόμα κι αν δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει ελληνικότητα, ακόμα κι αν δεν έχεις ξεφυλλίσει καν ένα βιβλίο Ιστορίας. Το μεγαλείο κι η τραγωδία της φυλής μας, η άνοδος, η πτώση και η επανέγερσή της, οι ευαίσθητες χορδές και τα καπρίτσια της χώρεσαν στους στίχους, τους οποίους άφησε πίσω του ο αξεπέραστος Αλεξανδρινός.
Είναι αδύνατον να έρθεις σε επαφή με τα γραπτά του και να μη σχηματιστούν εντός σου οι μορφές και τα τοπία που περιγράφει. Κάπου κάπου, πέρα από τις όψεις του αρχαίου και συνόκαιρου με τον Καβάφη κόσμου, τον οποίο φιλοτεχνούν οι στίχοι, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει και το πικρό χαμόγελο ή τη στοχαστική μορφή του ίδιου του ποιητή.
Και μόλις τελειώσει η γνωριμία των αναγνωστών με τον ελληνικό κόσμο της καβαφικής δημιουργίας, αρχίζει η συνειδητοποίηση για την παγκοσμιότητα αυτών των έργων. Όντας απόλυτα ελληνικός, ο Καβάφης έγινε παγκόσμιος. Τα προβλήματα, τα διλήμματα, τα αδιέξοδα, οι χαρές, οι ηδονές και οι ματαιώσεις που ξεδιπλώνονται με χάρη στους στίχους του (και πάμπολλες φορές υπαινικτικά, υποδόρια, εκδηλούμενα σαν υπόγεια ρεύματα ανάμεσα στις λέξεις) είναι πανανθρώπινα. Η καθολική ισχύ όσων αισθάνεται και γράφει ο ποιητής δεν πέρασε απαρατήρητη. Γι’ αυτό το καβαφικό έργο αγκαλιάστηκε με θέρμη και μελετήθηκε με πάθος σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Και ο τρόπος τού «Η πόλις» είναι τόσο ελληνικός, που γίνεται παγκόσμιος γιατί καταδεικνύει τη ματαιοπονία της απόπειρας απόδρασης από το παρελθόν, από το λίκνο και τις μνήμες μας. Η Ιστορία μας γράφεται μία φορά και την ξαναγράφουμε κάθε μέρα. Προσθέτουμε νέες σελίδες στις υπάρχουσες, αλλά και τις παλιές τις αναθεωρούμε, τις ξαναζούμε νοερά, τις έλκουμε και τις απωθούμε με τους στοχασμούς και τη νοσταλγία που νιώθουμε για όσα πια είναι μακριά.
Την πόλη μας να συγυρίσουμε. Δεν έχουμε άλλον δρόμο να βαδίσουμε, παρά μόνο εκείνον που ξέρουμε ότι πρέπει να ακολουθήσουμε, κι όλο το αποφεύγουμε κι όλο το αναβάλλουμε.
To νόημα του ποιήματος είναι , πιστεύω , ότι ακόμα κι αν φύγουμε σε άλλα μέρη , σε άλλες θάλασσες , δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό που κουβαλάμε μέσα μας , από αυτό που είμαστε.