Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Η 18η Σεπτεμβρίου 1922 ήταν η μέρα που το δράμα του μικρασιατικού Ελληνισμού έγινε γνωστό με τρόπο τραγικό στον Ελληνισμό της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ήταν η μέρα που τα πρώτα πλοία με τους Έλληνες πρόσφυγες έφταναν στο λιμάνι του Πειραιά και άλλων ελληνικών πόλεων. Είχαν προηγηθεί τα νησιά μας, που υποδέχθηκαν νωρίτερα κυρίως τα απομεινάρια του Ελληνικού Στρατού και διασωθέντες από τις θηριωδίες των Τούρκων.
Από τα 3.000.000 περίπου των Ελλήνων της Μικρασίας και της Ανατολικής Θράκης (που αποτελούσαν τότε περίπου το 20% του συνολικού πληθυσμού της σημερινής Τουρκίας, αλλά και το οικονομικά ζωτικότερο τμήμα του πληθυσμού της), οι μισοί αναγκάστηκαν να εκπατριστούν καταφεύγοντας ως πρόσφυγες ή αργότερα ως ανταλλαγέντες στην Ελλάδα, ενώ οι νεκροί της γενοκτονίας ξεπέρασαν το 1.000.000. Κάποιοι κατέφυγαν στην ομόδοξη Ρωσία και οι υπόλοιποι κατάφεραν να επιβιώσουν είτε ως κρυπτοχριστιανοί είτε με τη Συνθήκη της Λωζάννης να παραμείνουν στις εστίες τους. Η μετέπειτα καταστρατήγηση των όρων της συνθήκης από την Τουρκία οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες εξ αυτών να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς προς την Ελλάδα, κυρίως από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου.
Είναι χρήσιμο να τα θυμόμαστε όλα αυτά, όσο οδυνηρά και αν είναι, όσο και αν μας στενοχωρούν και μας θλίβουν, γιατί κάποιοι εμμένουν να ζουν με ψευδαισθήσεις περί «διμερούς φιλίας» και κάποιοι άλλοι να σιωπούν μπροστά στα συνεχιζόμενα εγκλήματα της Τουρκίας αλλά και στην καταπάτηση κάθε έννοιας του Διεθνούς Δικαίου.
Η Τουρκία ποτέ δεν λογοδότησε για τα εγκλήματά της, ποτέ δεν ξέπλυνε το όνομά της για τις γενοκτονίες ιστορικών λαών της Μικράς Ασίας, απλούστατα γιατί ποτέ δεν το απαιτήσαμε. Το έκαναν οι Αρμένιοι και είχαν αποτελέσματα. Το διεκδίκησαν οι προσφυγικές συλλογικότητες των Ποντίων και δευτερευόντως Θρακών και Μικρασιατών, και είχαν μια μερική δικαίωση. Αλλά το επίσημο ελληνικό κράτος εξακολουθεί να δειλιάζει και να αρκείται στην εκτόνωση της εθνικής μνήμης, που συντηρείται από τις εθνικοτοπικές συλλογικότητες του προσφυγικού Ελληνισμού, με την υποτονική, προσχηματική και ψηφοθηρική, κατά κανόνα, στήριξη κάποιων εκδηλώσεών τους.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία ήταν και παραμένει ένοχη για απαράγραπτα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, Χ. Μοργκεντάου είχε γράψει ότι «όταν οι τουρκικές Αρχές έδωσαν διαταγή να εφαρμοστεί το μέτρο των εκτοπίσεων δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να απαγγείλουν την καταδίκη σε θάνατο ενός ολόκληρου λαού. Οι Τούρκοι είχαν πλήρη συνείδηση αυτού του γεγονότος και δεν προσπαθούσαν καθόλου να το αποκρύψουν στις συνομιλίες τους μαζί μου». Κι όμως, η ελλαδίτικη πολιτική της λήθης είναι αυτή που αποθρασύνει την Τουρκία και από θύτης μετατρέπεται σε αλαζόνα κατήγορο του Ελληνισμού, κομπορρημονώντας με κάθε ευκαιρία ότι «μας πέταξε στη θάλασσα» και αν χρειαστεί θα το ξανακάνει.
Μπορεί ο Ελ. Βενιζέλος, σε ομιλία του στην ελληνική Βουλή να ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για τον Εθνικό Διχασμό, που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά, αλλά οι επίγονοί του πολιτικοί δεν σεβάστηκαν τη μνήμη των εκατοντάδων χιλιάδων θυμάτων μιας άφρονος πολιτικής. Και είναι πραγματικά λυπηρό να αρκούμαστε στα λόγια και στις παρεμβάσεις εκπροσώπων άλλων λαών για την αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης, όπως της Κούρδισσας βουλευτού της Σουηδίας, Γιουλάν Αβτζί, που σε εκδήλωση στην Αθήνα είχε πει μεταξύ άλλων: «Αν η μνήμη των θυμάτων δεν αποκατασταθεί, οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουν να επουλώσουν τις πληγές τους και να συνεχίσουν. Για αυτό είναι σημαντικό όλες οι δυνάμεις, οι οποίες πιστεύουν σε ανθρώπινες αξίες, να συνεχίσουν να αγωνίζονται και να ασκούν πίεση στην Τουρκία προκειμένου να αρχίσει να λέει την αλήθεια και να παραδεχθεί τη Γενοκτονία».
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα», [email protected]