Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Η πρo ημερών επίσημη ένταξη στο τουρκικό ναυτικό του πρώτου υποβρυχίου κλάσης 214 (όμοιο με τα τέσσερα υπερσύγχρονα τύπου «Παπανικολής», που το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό άρχισε να παραλαμβάνει το 2010) προκαλεί προβληματισμό, αλλά δεν πρέπει να πυροδοτεί πανικό. Γιατί, αφενός, αποτελούσε αναμενόμενη εξέλιξη και, αφετέρου, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, παρά την οικονομική στενότητα, έχει τη δυνατότητα της εκ νέου απόκτησης μεγαλύτερης ισχύος στους βυθούς του Αιγαίου και της Μεσογείου, αν γίνουν οι κατάλληλες κινήσεις κατά τα επόμενα, λίγα χρόνια.
Ωστόσο, το δυσάρεστο γεγονός είναι ότι, σε διπλωματικό επίπεδο, κατέρρευσε η εξαγγελία του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη ότι θα έπειθε τους εταίρους στην Ε.Ε. -με πρώτη τη Γερμανία- για την επιβολή εμπάργκο στην Άγκυρα. Μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 16ης Οκτωβρίου 2020 ο κ. Μητσοτάκης εξέφραζε την αισιοδοξία ότι ήταν ρεαλιστική μια «πρωτοβουλία ευρωπαϊκή ή σε επίπεδο κρατών-μελών που να μην επιτρέπουν πια την πώληση όπλων στην Τουρκία».
Ουδείς νομιμοποιείται σε δίκη προθέσεων, αν ο πρωθυπουργός ειλικρινά πίστευε ότι μπορούσε να στερήσει από τις αμυντικές βιομηχανίες-κολοσσούς της Ευρώπης τα κέρδη από τις πωλήσεις στην τουρκική αγορά (και τα πρόσθετα έσοδα από τις πωλήσεις αμερικανικών συστημάτων με εξαρτήματα ευρωπαϊκής κατασκευής) ή αν απλώς εκτόξευε -ακόμα ένα- επικοινωνιακό πυροτέχνημα.
Στην πρώτη περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης θα ξεπερνούσε σε πολιτική αφέλεια τον Γιάνη Βαρουφάκη, που προσδοκούσε την άνοιξη του 2015 την αγορά ελληνικών ομολόγων από την Κίνα. Μέχρι που το Πεκίνο απάντησε «ευχαρίστως, αλλά μόνον αφού λύσετε τα προβλήματα με τους εταίρους σας στην ευρωζώνη».
Στη δεύτερη περίπτωση, της ενδεχόμενης απόπειρας παραπλάνησης της κοινής γνώμης, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα τιμούσε την κεντροδεξιά παράταξη, που πάντα κρατούσε τα θέματα εθνικής ασφάλειας μακριά από τους πειρασμούς της εσωτερικής κατανάλωσης.
Ωστόσο, όποια από τις δύο ερμηνείες και αν ισχύει (ίσως και ένα μείγμα τους), στο διπλωματικό παρασκήνιο ήταν γνωστό από τις αρχές του 2021 ότι το Βερολίνο απέρριπτε, κατηγορηματικά, το πλήρες εμπάργκο ή και απλούς τομεακούς περιορισμούς. Ο τότε κυβερνητικός συνασπισμός της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ ξόρκιζε κάθε πολιτικό ρίσκο που θα έθετε σε κίνδυνο τη στρατηγική επιλογή της αδιατάρακτης συνέχισης του διαλόγου Βερολίνου – Άγκυρας και, κατ’ επέκταση, των επαφών Ε.Ε. – Άγκυρας. Επιπλέον, ουδείς στην καγκελαρία (ή και στην Bundestag) θα αποδεχόταν, σε περίπτωση ακύρωσης, την κατάπτωση γερμανικών κρατικών εγγυήσεων 5,4 δισ. ευρώ για την καθαυτή κατασκευή των έξι υποβρυχίων και την εξαγωγή τεχνογνωσίας από την ThyssenKrupp στα τουρκικά ναυπηγεία Golcuk.
Το 2022, με τον νέο συνασπισμό υπό τον καγκελάριο Ο. Σολτς, η ελληνική πλευρά απέτυχε να πείσει το Βερολίνο να ακολουθήσει το παράδειγμα των ΗΠΑ και της Γαλλίας, που είχαν αναστείλει προσωρινά τις παραδόσεις αμυντικών συστημάτων στην Τουρκία ως μέσο πολιτικής πίεσης. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο κ. Μητσοτάκης δεν έθεσε καν το -δικής του έμπνευσης- ζήτημα του εμπάργκο στις συνομιλίες με τον κ. Σολτς στο Μέγαρο Μαξίμου.
Το δε 2023 αποδείχθηκε χειρότερο, καθώς Έλληνες διπλωμάτες διαπίστωσαν ότι μέχρι και το «φιλειρηνικό» Κόμμα των Πρασίνων πραγματοποίησε απόλυτη στροφή υπέρ των εξαγωγών όπλων προς την Τουρκία. Προφανώς, ακολουθώντας το παράδειγμα των κυβερνητικών του εταίρων: του SPD (παραδοσιακά υπέρ της Άγκυρας) και του FDP (πάγια κοινοβουλευτική στήριξη στη γερμανική αμυντική βιομηχανία).
Το τρέχον έτος, με δεδομένη και τη συνέχιση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, η Αθήνα αφαίρεσε το θέμα των υποβρυχίων από την ατζέντα με το Βερολίνο. Το περίεργο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση πράττει το ίδιο και ως προς την ενδεχόμενη πώληση μαχητικών Eurofighter στην Τουρκία. Αποδέχεται το σκεπτικό ότι οι συζητήσεις με την Άγκυρα, εκ μέρους της κατασκευάστριας κοινοπραξίας των Eurofighter, γίνονται με ευθύνη του βρετανικού σκέλους της. Αυτό είναι μεν αληθές, αλλά για την τελική απόφαση θα βαρύνει η γνώμη της Γερμανίας και απαιτείται ομοφωνία.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη