Η αφοβία του τον οδήγησε μαζί με τους ολυμπιονίκες αδελφούς Αλφειό και Μάρωνα σε νυχτερινή καταδρομική επιχείρηση μέχρι τη σκηνή του Ξέρξη, τον οποίο παραλίγο θα δολοφονούσαν, αν δεν τον μετέφεραν αλλού οι στρατηγοί του Μαρδόνιος και Ορόντης
Του Αναστάσιου Κούζη – Κούζαρου*
«Οι Θερμοπύλες» αποτελούν αναμφίβολα το απαράμιλλο παγκόσμιο σύμβολο αυταπάρνησης και θυσίας «υπέρ Πατρίδος», καθώς ο Λεωνίδας ο Σπαρτιάτης με τους Τριακοσίους του και οι επτακόσιοι Θεσπιείς μαζί με τους άλλους Έλληνες, όλοι κι όλοι περίπου 8.800 άνδρες, εκλήθησαν από την Ιστορία να πράξουν το ακατόρθωτο: να αποκρούσουν την ασύλληπτη σε μέγεθος, δύναμη και μέσα στρατιά του Ξέρξη, του «Μεγάλου Βασιλέα» των Περσών, που όμοιά της δεν είχε δει μέχρι τότε η Υφήλιος! Από την εποχή του Κτησία του Κνίδιου, του συγγραφέα των «Περσικών» στις αρχές του 4ου αιώνα, «που ήθελε διαρκώς να επικρίνει το πρότυπό του (τον Ηρόδοτο) δείχνοντας δήθεν καλύτερη γνώση»1, ερίζουν οι ιστορικοί για το εύρος της. Αμφιβάλλουν για τα νούμερα που παραδίδει ο Ηρόδοτος: δύο εκατομμύρια εξακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εξακόσιοι δέκα πολεμιστές!2 Και αν προσθέσουμε τους υπηρέτες, τα πληρώματα των σιταγωγών πλοίων και την ανάλογη επιμελητεία «…όλος ο στρατός, που έφερε ο Ξέρξης του Δαρείου στη Σηπιάδα και τις Θερμοπύλες, είναι πέντε εκατομμύρια διακόσιες ογδόντα τρεις χιλιάδες και διακόσιοι είκοσι άνδρες»3! Να τα πιστέψουμε τα νούμερα αυτά ή μήπως είναι υπερβολικά; Για να σχηματίσουμε ασφαλή γνώμη οφείλουμε να λάβουμε υπόψη πρωτίστως τον αντικειμενικό στόχο του Ξέρξη: «…Αν υποτάξουμε αυτούς (τους Αθηναίους) και τους γείτονές τους, που εξουσιάζουν τη χώρα του Φρυγός Πέλοπος (τους Λακεδαιμονίους), θα κάνουμε την περσική χώρα να συνορεύει με τον ουρανό του Διός, γιατί ο ήλιος δεν θα βλέπει πια άλλη χώρα να συνορεύει μ’ αυτήν, αλλ’ αυτές όλες εγώ θα τις κάμω μία με τη δικιά σας, περνώντας μέσα από ολόκληρη την Ευρώπη. Γιατί, όπως πληροφορούμαι, δεν απομένει πια καμία πόλη ούτε έθνος που θα μπορέσει να έρθει σε πόλεμο μαζί μας, όταν υποδουλώσω τους ανθρώπους που ανέφερα. Έτσι λοιπόν κι αυτοί που μας έφταιξαν κι αυτοί που δεν μας έφταιξαν θα υποκύψουν στο ζυγό της δουλείας…»4 Με ποιο αριθμό, άραγε, στρατευμάτων θα μπορούσε να επιτευχθεί ο ανωτέρω στόχος;
Το δεύτερο που πρέπει να συνεκτιμήσουμε είναι η χρονική διάρκεια των στρατιωτικών προετοιμασιών, που εκτάθηκαν σ’ όλο το μήκος και πλάτος της Περσικής Αυτοκρατορίας: «…τέσσερα ολόκληρα χρόνια περάσανε από την άλωση της Αιγύπτου (486-485 π.Χ.), μέχρις ότου να ετοιμασθεί ο στρατός και συγκεντρωθούν οι τροφές του, και κατά τον πέμπτο χρόνο (την άνοιξη του 480 π.Χ.) ξεκίνησε με άπειρο πλήθος…»5. «…Όλες αυτές οι εκστρατείες (του Δαρείου κατά των Σκυθών, των Ατρειδών κατά του Ιλίου, των Μυσών και Τευκρών κατά των Θρακών) και όσες άλλες προηγούμενες είχαν γίνει, δεν μπορούν να ισοφαρίσουν τη μία αυτή. Και ποιο έθνος τάχα δεν οδήγησε κατά της Ελλάδος ο Ξέρξης; Ποιο νερό, εκτός από τα μεγάλα ποτάμια, δε στέρεψε, καθώς το ’πιναν;»6. Και όμως αυτό το κολοσσιαίο «τσουνάμι» των σαράντα εννέα εθνών θρυμματίστηκε στα στενά των Θερμοπυλών από μια ασήμαντη αριθμητικά δύναμη! Ο στρατηγικός νους του Λεωνίδα αξιοποιώντας την εδαφική διαμόρφωση ανέκοψε την προς Νότον πορεία του εχθρού και εξισώνοντας τις δυνάμεις αποδύθηκε σ’ έναν πόλεμο φθοράς, κατά τον τριήμερο αγώνα, στηριζόμενος στην ποιοτική υπεροχή των μαχητών του, κάνοντας οικονομία δυνάμεων, εναλλάσσοντάς τους στη φύλαξη των στενών και απόκρουση των επιτιθεμένων, προκαλώντας μεταξύ τους ένα είδος «ευγενούς άμιλλας» ως προς τον βαθμό επιτυχίας τους στην εξόντωση των αντιπάλων.
Το βαρύτιμο έπαθλο της «Κυριαρχίας επί της Οικουμένης» ξέφυγε μεμιάς απ’ τα χέρια του Ξέρξη, καθώς ο Λεωνίδας ο Σπαρτιάτης μαχόταν λυσσαλέα ποθώντας τον «Ένδοξο Θάνατο»! Κάποτε τον ερώτησαν γιατί οι ανδρείοι προτιμούν τον ένδοξο θάνατο από την άδοξη ζωή κι απάντησε: «Γιατί αυτή τη θεωρούν χαρακτηριστικό της (άλογης) φύσης, εκείνον όμως (χαρακτηριστικό) μόνο του εαυτού τους»7. Αυτό το φρόνημα και η ανδρεία αρμονικά δεμένα με την πολεμική αρετή ήσαν το λαμπρό αποτέλεσμα της «Σπαρτιατικής Αγωγής», στα νάματα της οποίας εμβαπτίστηκαν και οι Τριακόσιοι της Βασιλικής Φρουράς του Λεωνίδα, μα πιο πολύ ο Διηνέκης, τον οποίο ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει «Άριστο»!
Το πνευματικό και ψυχικό σθένος του Διηνέκη έλαμψε λίγο πριν από την πρώτη σύγκρουση των Λακεδαιμονίων με τους Μήδους. Με ειρωνική και σκωπτική διάθεση, εφαρμόζοντας αριστοτεχνικά «τη Φιλοσοφία του Λακωνίζειν», μας χάρισε ένα άριστο παράδειγμα εξουδετέρωσης σε κρίσιμες στιγμές των διαδόσεων της εχθρικής προπαγάνδας, που απειλούν να κλονίσουν το φρόνημα του στρατού, μεταβάλλοντας με ένα ευφυολόγημα το συντριπτικό πλεονέκτημα του αντιπάλου σε ευεργέτημα υπέρ των φιλίων δυνάμεων.
Γράφει, λοιπόν, ο Ηρόδοτος: «…με τέτοια γενναιότητα πολέμησαν οι Λακεδαιμόνιοι κι οι Θεσπιείς. Απ’ όλους όμως ξεχώρισε, όπως λένε, ο Σπαρτιάτης Διηνέκης που είπε τα παρακάτω λόγια προτού να συγκρουστούν οι Έλληνες με τους Μήδους, μόλις άκουσε από κάποιον Τραχίνιο ότι όταν οι βάρβαροι τοξεύουν είναι τόσα πολλά τα βέλη τους που κρύβουν μ’ αυτά τον ήλιο. Αυτός λοιπόν, χωρίς να τρομάξει και αδιαφορώντας για το πλήθος των Περσών, παρατήρησε ότι ο ξένος από την Τραχίνα τους έφερνε καλές ειδήσεις, γιατί, αν οι Μήδοι έκρυβαν τον ήλιο, οι Έλληνες θα πολεμούσαν εναντίον τους κάτω από σκιά. Αυτά και άλλα παρόμοια λόγια είπε ο Διηνέκης, έτσι που να τον θυμούνται για πάντα…».8
Ο Διηνέκης, εκπαιδευμένος να μάχεται με συντονισμένες κινήσεις ως μέλος της «οπλιτικής φάλαγγας» καλύπτοντας τον διπλανό του με το αριστερό μέρος της μεγάλης ομφαλωτής ασπίδας, του «όπλου», όπως την αποκαλούσαν, και κραδαίνοντας το μακρύ δόρυ στο δεξί χέρι, είχε μάθει να πολεμάει εκ του συστάδην με αγχέμαχα όπλα τον εχθρό, κοιτώντας τον στα μάτια! Φυσικό ήταν, λοιπόν, να περιφρονεί τα εκήβολα όπλα των λαών της στέπας, τόξα, βέλη, ακόντια, κοντάρια, σφενδόνες, τα «όπλα των δειλών», που εξ αποστάσεως ριπτόμενα δεν αποτελούσαν τόσο απειλή για τον βαριά οπλισμένο Λακεδαιμόνιο, όσο «ωφέλιμο μέσο σκίασης» των υπέρ Πατρίδος μαχομένων εκείνο τον δραματικό Αύγουστο του 480 π.Χ.
Ο Διηνέκης, πειθαρχημένος, σεμνός και λακωνικός, σε ηλικία σαράντα ετών, είχε αρνηθεί κάθε πρόταση αναβάθμισης και προαγωγής του. Παρέμενε στον βαθμό του Ενωμοτάρχου, διοικώντας 32 ή 36 άνδρες, γιατί όπως έλεγε «…μόνο μέχρι το τριάντα έξι ξέρει να μετράει»! Μπορούσε να αποφύγει τη συμμετοχή του στην εκστρατεία, κατά τον Νόμο του Λυκούργου, γιατί δεν είχε αρσενικά παιδιά, όμως έβαλε μια δούλα του να ισχυρισθεί ότι γέννησε τον γιο του κι έτσι έλαβε μέρος. Ήταν εξάλλου φίλος αγαπητός με τον Λεωνίδα και συχνά γευμάτιζαν μαζί. Είχε μελετήσει τον φόβο και υποστήριζε ότι, «αν τον διώξουμε από τη σάρκα, όπου γεννιέται, το μυαλό απλά θα ακολουθήσει». Αυτή η αφοβία του τον οδήγησε μαζί με τους ολυμπιονίκες αδελφούς Αλφειό και Μάρωνα, τους γιους του Ορσιφάντου, σε νυχτερινή καταδρομική επιχείρηση μέχρι τη σκηνή του Ξέρξη, τον οποίο παραλίγο θα δολοφονούσαν, αν δεν τον μετέφεραν αλλού οι στρατηγοί του Μαρδόνιος και Ορόντης. Ο Διηνέκης, τελικά πραγμάτωσε τη σημασία του ονόματός του: «ο αιώνιος», «αυτός που διαρκεί επ’ άπειρον», «ο ασταμάτητος» με την «αριστεία» του κατά την τρίτη ημέρα της μάχης. Ο Ηρόδοτος περιγράφει το πολεμικό μένος των Λακεδαιμονίων γύρω από το νεκρό του Λεωνίδα, μέχρις ότου, αφού εξόντωσαν τα δυο αδέλφια του Ξέρξη, Αβρακόμη και Υπεράνθη, τον έσυραν προς το μέρος τους τρέποντας τέσσερις φορές σε φυγή τους εχθρούς. Κι όταν περικυκλώθηκαν από τον προδότη Εφιάλτη, υποχώρησαν στον λόφο στην είσοδο του στενού. «…Σ’ αυτό ακριβώς το μέρος, κράτησαν άμυνα με μαχαίρια, όσοι είχαν ακόμα, με τα χέρια και με τα δόντια, οι δε βάρβαροι τους σκέπασαν με τα βέλη….»9, μην τολμώντας να τους πλησιάσουν!
Έτσι, επιβεβαιώθηκε τραγικά η ρήση του ασταμάτητου μαχητή Διηνέκη: «…Ει κρυπτόντων των Μήδων τον ήλιον υπό σκιή έσοιτο προς αυτούς η μάχη και ουκ εν ηλίω…», και οι γενναίοι Έλληνες πολέμησαν μέχρις εσχάτων «Υπό Σκιάν».
*Καλλιτέχνης Θεάτρου Σκιών, φιλόλογος
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1 A. LESKY, «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας», σελ. 858. / 2 ΗΡΟΔΟΤΟΥ «Ιστορία», Πολύμνια Ζ’,185. / 3 Όπου προηγουμένως, 186. / 4 Οπ. πρ., 8./ 5 Οπ. πρ., 20. / 6 Οπ. πρ., 21) / 7 ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ «Λακωνικά Αποφθέγματα», 14. / 8 Ιστορία, Ζ’ 226./ 9 Ιστορία, Ζ’ 225