Του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Η εικόνα της κατάρρευσης των Δίδυμων Πύργων, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, ήταν αναμφισβήτητα ένα βαρύτατο πλήγμα στην εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού γκρέμισε τον μύθο της πανίσχυρης και άτρωτης υπερδύναμης. Ο εχθρός είχε αποδείξει ότι μπορούσε να την πλήξει όχι μόνο μέσα στο σπίτι της, αλλά και σε εμβληματικά σημεία του όπως το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και το ίδιο το Πεντάγωνο.
Από εκείνη τη στιγμή ουσιαστικά το γόητρο της υπερδύναμης αλλά κυρίως το ηθικό του αμερικανικού λαού ουσιαστικά δεν ανακτήθηκαν ποτέ. Ούτε οι μετέπειτα στρατιωτικές εισβολές σε Ιράν και Αφγανιστάν, αλλά ούτε και η επιτυχημένη επιχείρηση εξόντωσης του Μπιν Λάντεν συνέβαλαν ουσιαστικά σε κάτι τέτοιο. Ο αμερικανικός λαός αναζητούσε ένα σύμβολο, ένα πρόσωπο, μία κίνηση υψηλού συμβολισμού και δυναμικής που θα έσβηνε οριστικά την ντροπή και τον φόβο, την απαισιοδοξία και την ανασφάλεια.
Είκοσι τρία χρόνια μετά φαίνεται πως αυτή η αναζήτηση έφτασε στο τέλος της. Η εικόνα του τραυματία Ντόναλντ Τραμπ να υψώνει τη γροθιά του καλώντας τους συμπατριώτες του να «πολεμήσουν» (fight! – fight! – fight!) είναι βέβαιο ότι μίλησε στην καρδιά όχι μόνο των Ρεπουμπλικάνων αλλά και στων περισσότερων από τους Δημοκρατικούς.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, που στη διάρκεια της θητείας του δεν χρειάστηκε (αλλά και δεν το επιδίωξε) να ικανοποιήσει το δόγμα των «γερακιών», ότι «μια υπερδύναμη πρέπει συνεχώς να επιβεβαιώνει την ισχύ της και την κυριαρχία της», απέδειξε στην πράξη πως έχει τον δικό του τρόπο να ξανακάνει περήφανο έναν ολόκληρο λαό. Πληγωμένος, μετά την επίθεση, δεν κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, δεν κρύφτηκε, αλλά ανασηκώθηκε, σφίγγοντας τη γροθιά του και καλώντας τους συμπολίτες του να «πολεμήσουν». Να αντισταθούν, δηλαδή, σε όλο αυτό το διεφθαρμένο και σάπιο πολιτικό κατεστημένο που απαξίωσε θεσμούς και αξίες, που ευτέλισε τη ζωή των ανθρώπων και προκάλεσε βαθιά ρήγματα διχόνοιας και μίσους μέσα στις εθνικές κοινωνίες.
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ διακηρύσσει επανειλημμένως στις ομιλίες του «I’m a nationalist» («είμαι ένας εθνικιστής»), προφανώς αυτό που λέει δεν έχει να κάνει με μια κατακτητική «εδαφική» προσέγγιση. Το απέδειξε, εξάλλου, με τις πρακτικές του στην προεδρική του θητεία, όταν σταμάτησε όλους τους πολέμους που διεξήγε μέχρι εκείνη τη στιγμή η Αμερική. Πρωτίστως διακηρύσσει την ανάγκη ανάκτησης των εθνικών αξιών ως πρώτιστη αναγκαιότητα, ώστε να γίνει «η Αμερική μεγάλη ξανά», όπως είναι το κεντρικό του σύνθημα.
Αυτό, όμως, η επιστροφή δηλαδή στις παραδοσιακές εθνικές αξίες, είναι κάτι που χαρακτηρίζει στην εποχή μας την πλειονότητα των ιστορικών λαών της Δύσης. Και μάλιστα αυτό είναι κάτι που έχει γίνει αντιληπτό και έχει επισημανθεί από αναλυτές και πολιτικούς σε όλο τον κόσμο. Πρόσφατα, ένας από τους πρωτεργάτες της προδοτικής Συμφωνίας των Πρεσπών, ο Νίκος Κοτζιάς, σε συνέντευξή του μίλησε για έναν «αμυντικό εθνικισμό», όπως τον χαρακτήρισε, ο οποίος ενσαρκώνει τις αγωνίες των πολιτών «μη χάσουν το μεροκάματό τους, μη μείνουν χωρίς δουλειά, μη δεν έχει μέλλον το παιδί τους, που πάει σε ένα σχολείο όπου η πλειονότητα των συμμαθητών του δεν ξέρει ελληνικά και μένει εκπαιδευτικά πίσω», που προβληματίζονται για «πόσους μετανάστες μπορεί να αντέξει η χώρα» κ.λπ. Λόγια που όταν πριν από κάποια χρόνια λέγονταν από τα χείλη άλλων, αυτοί χαρακτηρίζονταν ακροδεξιοί και φασίστες, ενώ σήμερα καλεί ο κάθε Κοτζιάς να τα ενσωματώσουν οι προοδευτικές δυνάμεις στο πρόγραμμά τους, προφανώς επειδή χάνουν το τρένο της επαφής με την κοινωνία!
Όλοι αυτοί όμως δεν έχουν καταλάβει ότι το τρένο ήδη χάθηκε. Η επικείμενη πανηγυρική επανεκλογή Τραμπ θα το κάνει σαφές σε όλους.
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»
Η άλλη αφήγηση είναι ότι παρακολουθούμε σε live σύνδεση την κατάρρευση της νέας Ρώμης