Του Δημήτρη Γαρούφα*
Πριν από χρόνια δέχτηκα στο δικηγορικό μου γραφείο την επίσκεψη συναδέλφου από γειτονική χώρα, ελληνικής καταγωγής, που διετέλεσε και βουλευτής στη χώρα όπου ζει, τον ρώτησα πώς βλέπουν τις εξελίξεις στη ΝΑ Μεσόγειο και τα Ελληνοτουρκικά. Μου απάντησε ότι «το γενικότερο κλίμα στα Βαλκάνια αποδίδει παλιότερη δήλωση του τότε πρωθυπουργού της Βουλγαρίας Μ. Μπορίσοβ, που είπε ότι «στηρίζουμε την Ελλάδα στο πλαίσιο της Ε.Ε., αλλά καλό είναι η Ελλάδα να βρει τρόπο και μόνη της να αντιμετωπίζει την Τουρκία, γιατί η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε μεγάλο παίκτη στην περιοχή». Στη συνέχεια μου εξήγησε ότι η Τουρκία από χρόνια έχει αποκτήσει σημαντική επιρροή και στα Βαλκάνια, ιδρύει σχολεία, κάνει επενδύσεις σε καίριους τομείς και επηρεάζει πολιτικούς και, φυσικά, όλες οι χώρες στηρίζουν ηθικά την Ελλάδα, αλλά αποφεύγουν σύγκρουση με την Τουρκία, υπηρετώντας δικά τους συμφέροντα.
Η δήλωση του Βούλγαρου πρωθυπουργού δεν πέρασε απαρατήρητη στην Ελλάδα όταν έγινε, σχολιάστηκε από τα ΜΜΕ, αλλά δεν έγινε κατανοητό ότι αυτό (που μάλλον ξέφυγε από τα χείλη του Βούλγαρου πρωθυπουργού) αποδίδει μια ευρωπαϊκή πραγματικότητα, ότι δηλαδή διαχρονικά η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη είναι «χλιαρή» και ότι περιορίζεται περισσότερο σε διακηρύξεις, γιατί όλες οι χώρες υπηρετούν πρωτίστως τα δικά τους συμφέροντα και γι’ αυτό επιδιώκουν καλές σχέσεις με την Τουρκία, που με θράσος ζητά να αναγνωριστεί το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου ως ανεξάρτητο κράτος.
Βεβαίως, υπήρξαν στο παρελθόν πρωτοβουλίες και επιτυχείς διπλωματικές κινήσεις από τη χώρα μας, όπως η συνεργασία με Αίγυπτο και Ισραήλ κ.λπ., αλλά το γεγονός ότι χώρες όπως η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία δεν υπολογίζουν τη χώρα μας, παρότι από εμάς περνά η ένταξή τους στην Ε.Ε., αποκαλύπτει ότι χειροτέρεψε η κατάσταση και δείχνει ότι πίσω από αυτές τις αντιδράσεις βρίσκεται η Τουρκία, η οποία έχει αποκτήσει σημαντική επιρροή σε όλες τις βαλκανικές χώρες.
Ο Μακρυγιάννης έλεγε ότι η αλήθεια είναι πάντα πικρή και όλοι λένε ότι τη θέλουν, αλλά όποιος την πει «κινδυνεύεται». Κι αυτό επαληθεύεται και στις μέρες μας, που, αν εξαιρέσουμε τις δημόσιες παρεμβάσεις κάποιων πανεπιστημιακών για το Διεθνές Δίκαιο και για τη θέση της χώρας μας στο πλαίσιο αυτού, δεν γίνεται ουσιαστική ενημέρωση των Ελλήνων πολιτών ούτε για το μέγεθος του κινδύνου ούτε γι’ αυτά που έπρεπε να γίνουν στο παρελθόν και δεν έγιναν για την αποτροπή του και ούτε κυρίως γι’ αυτά που πρέπει να γίνουν τώρα, ενώ και τα ΜΜΕ δίνουν την εντύπωση ότι προτιμούν να στρέφουν το ενδιαφέρον του πολίτη σε δευτερεύοντα θέματα. Ο πολιτικός μας κόσμος, αντί να σκιαμαχεί επί θεμάτων μικροπολιτικής, σε αυτή την κρίσιμη περίοδο οφείλει να ενημερώνει τους πολίτες και με ομοψυχία να χαράξει στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης και των άλλων μεγάλων θεμάτων όπως το Μεταναστευτικό, το Δημογραφικό κ.λπ., και να συνεγείρει τους πολίτες σε πανεθνική προσπάθεια αναγέννησης της χώρας για να έχει νέα προοπτική και ισχυρότερη αποτρεπτική ισχύ.
Οι πολίτες σήμερα αισθάνονται ότι δεν είναι ενημερωμένοι επαρκώς, ενώ έχουν κουραστεί να ακούν γενικόλογες διακηρύξεις ότι «θα προστατεύσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και θα κάνουμε ό,τι πρέπει γι’ αυτό», χωρίς όμως να βλέπουν ορατό πρόγραμμα ουσιαστικής αντιμετώπισης των μεγάλων θεμάτων, όπως το Δημογραφικό κ.λπ., που θα δημιουργούσαν νέα προοπτική για τη χώρα μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, ενώ επιδεινώνουν το όλο κλίμα κάποιοι που μιλούν για αναγκαιότητα συμβιβασμών με δικές μας υποχωρήσεις, καλλιεργώντας διαχρονικά κλίμα ηττοπάθειας, ενώ θα έπρεπε προς τα έξω να στέλνεται ως μήνυμα η αρχαία προσταγή «την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω».
*Δικηγόρος – Πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης