Είναι προτιμότερο να είμαστε έτοιμοι να συμβιβαστούμε με κάτι λιγότερο από το «τέλειο», παρά να ονειρευόμαστε κάτι που δεν υπάρχει
Της Νεκταρίας Τσολάκου
Η ουτοπία είναι η προβολή του οράματος των ανθρώπων για τη δημιουργία μιας φαινομενικά ιδεώδους κοινωνίας. Επιπροσθέτως, θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως το προσωπικό εξιδανικευμένο όνειρο για έναν ειδυλλιακό τόπο διαβίωσης ή έναν επίγειο παράδεισο. Πολλά παραδείγματα ουτοπιών μπορούμε να τα αντλήσουμε μέσα από βιβλία της λογοτεχνίας ή μέσα από την ιστορική πραγματικότητα.
Η λέξη «ουτοπία» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1516, και ήταν ο τίτλος ενός βιβλίου γραμμένου από τον Άγγλο πολιτικό και φιλόσοφο Τόμας Μορ (Thomas More). Ο Μορ στο βιβλίο του περιγράφει το μέρος όπου κατοικούν οι Ουτοπιανοί ως ένα νησί μήκους 200 μιλίων, το οποίο έχει το σχήμα της ημισελήνου. Η πρωτεύουσα του νησιού, η Αμαυρότητα, βρίσκεται πολύ κοντά στο κέντρο και η οικονομική βάση της πολιτείας είναι η γεωργία, γι’ αυτό σχεδόν όλοι γνωρίζουν να την εξασκούν. Στο νησί υπάρχουν 54 πόλεις, οι κάτοικοι των οποίων μιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν τα ίδια έθιμα και τους ίδιους θεσμούς. Στη συνέχεια, ο Μορ περιγράφει την πολιτική ζωή των Ουτοπιανών, αναφέροντας τα εξής:
«Μία φορά τον χρόνο, μια ομάδα από 30 νοικοκυριά εκλέγει έναν αξιωματούχο, ο οποίος ονομάζεται χοιροστασιάρχης στη δική τους αρχαία γλώσσα, όμως τώρα είναι γνωστός ως φύλαρχος. Σε κάθε ομάδα 10 χοιροστασιαρχών, μαζί με τα νοικοκυριά υπάρχει ένας άλλος αξιωματούχος που κάποτε ονομαζόταν τρανοβόρος, αλλά σήμερα είναι γνωστός ως πρωτοφύλαρχος. Όλοι οι χοιροστασιάρχες, 200 στον αριθμό, εκλέγουν κυβερνήτη. Παίρνουν όρκο ότι θα επιλέξουν τον άνθρωπο που θεωρούν ότι είναι ο πιο κατάλληλος και στη συνέχεια με μυστική ψηφοφορία εκλέγουν τον κυβερνήτη, που είναι ένας από τους τέσσερις που έχουν προταθεί στη Σύγκλητο από τον λαό, και από τα τέσσερα διαμερίσματα της πόλης. Ο κυβερνήτης είναι ισόβιος, εκτός αν τον υποπτευθούν ότι έχει σκοπό του την τυραννία» (Thomas More, Ουτοπία, μτφ.: Ιω. Πλεξίδας, εκδ. Οξύ, 2022, σελ. 106).
Οι κάτοικοι της Ουτοπίας δίνουν μεγάλη σημασία στην απόκτηση ενός ελεύθερου και καλλιεργημένου νου, γιατί πιστεύουν ότι εκεί βρίσκεται το κλειδί για την ευτυχία της ζωής· γι’ αυτόν τον λόγο δεν θέλουν να ξεθεώνονται όλη μέρα στη σωματική εργασία. Προτιμούν να αφιερώνουν οκτώ ώρες για ύπνο, έξι ώρες για δουλειά, ενώ την υπόλοιπη μέρα να την περνούν όπως οι ίδιοι επιθυμούν. Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι Ουτοπιανοί δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για την απόκτηση πολύτιμων αντικειμένων, όπως χρυσάφι, πετράδια κ.λπ., ούτε για τη συσσώρευση πλούτου· είναι ένας λαός φιλειρηνικός και η δημιουργία οικογένειας παίζει σημαντικό ρόλο μέσα στην κοινωνία τους. Ο συγγραφέας Λιούις Μάμφορντ στο βιβλίο του «Η ιστορία των Ουτοπιών» αναφέρει τα εξής σχετικά με τον γάμο και το διαζύγιο των Ουτοπιανών:
«Στον γάμο έχουμε μια αλλόκοτη ανάμειξη της προσωπικής αντίληψης των σεξουαλικών σχέσεων, που αποτελεί τη νεψτερική νότα, με την πίστη σε ορισμένες τυπικές προδιαγραφές, εμφανώς μεσαιωνικές. Έτσι, από τη μια, οι Ουτοπιανοί φροντίζουν να γνωρίζονται γυμνοί πριν από την τελετή του γάμου η νύφη και ο γαμπρός· και οι λόγοι διαζυγίου είναι η μοιχεία και η ανυπόφορη διαστροφή. Όταν δύο άνθρωποι δεν ταιριάζουν μπορούν να διαλύσουν τον γάμο τους με αμοιβαία συμφωνία, κατόπιν εγκρίσεως της Γερουσίας, η οποία πρώτα εξετάζει διεξοδικά το ζήτημα. Από την άλλη, η ακολασία τιμωρείται αυστηρά, οι μοιχοί καταδικάζονται σε δουλεία και στερούνται το προνόμιο ενός δεύτερου γάμου» (Λιούις Μάμφορντ, Η ιστορία των Ουτοπιών, μτφ.: Β. Τομανάς, εκδ. Νησίδες, 1998, σελ. 59).
Με λίγα λόγια, ο Μορ στην ιδανική του ουτοπία παρουσιάζει το όραμά του για μια κοινωνία όπου η ατομική ιδιοκτησία έχει καταργηθεί, υπάρχει κρατική πρόνοια και μέριμνα για όλους τους πολίτες, ανεξιθρησκία, καθώς και η αέναη προσπάθεια επίτευξης της ευτυχίας των ανθρώπων μέσω της κοινωνικής ειρήνης και της δικαιοσύνης. Είναι ένα βιβλίο που ξεχώρισε και επηρέασε τον δυτικό τρόπο σκέψης εκείνης της εποχής.
Ένα άλλο παράδειγμα μέσα από τη λογοτεχνία που αξίζει να αναφέρουμε είναι το βιβλίο «Χώρα των γυναικών» της Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν (Charlotte Perkins Gilman, Herland, εκδ. Dover Publications Inc., 2015), όπου στον ουτοπικό της κόσμο περιγράφει μια κοινωνία γυναικών διαγράφοντας εντελώς τους άνδρες.
Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια ουτοπία μπορεί να μετατραπεί σε μια δυστοπία, επιφέροντας ανυπολόγιστες συνέπειες στην κοινωνία ή στην ανθρωπότητα εν γένει. Μερικοί άνθρωποι δημιουργούν την ουτοπία τους βάσει των πολιτικών τους ιδεολογιών και, στην προσπάθειά τους να την υλοποιήσουν, αδιαφορούν για το κόστος που θα κληθεί να πληρώσει η ανθρωπότητα. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της Ιστορίας είναι το ουτοπικό όραμα του Χίτλερ για την ιδανική Γερμανία, καθώς κι αυτό του Λένιν για τη Ρωσία.
Ο Χίτλερ, εφαρμόζοντας ιατρικά πειράματα και διάφορες πρακτικές ευγονικής, οραματίστηκε τη δημιουργία μιας ανώτερης φυλής Γερμανών, γνωστής ως Αρία φυλή, με αποτέλεσμα να οδηγήσει στον θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους. Επιπλέον, όσοι ασπάζονται τη φιλοσοφία του αναρχισμού οραματίζονται έναν πλανήτη ανοιχτών συνόρων, με την παντελή απουσία του κράτους, το οποίο θεωρούν ως έναν καταπιεστικό μηχανισμό εξουσίας που επιβουλεύεται την ελευθερία των πολιτών, ενώ στον αντίποδα οι σημερινοί οπαδοί της Νέας Τάξης Πραγμάτων ονειρεύονται μια παγκόσμια κυβέρνηση που θα κυριαρχεί πάνω σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, εγκαθιδρύοντας ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι δύσκολο ένα εξιδανικευμένο όραμα μιας ουτοπίας να μετατραπεί σε μια ζοφερή πραγματικότητα για τους ανθρώπους μιας χώρας ή ολόκληρου του πλανήτη. Στην εποχή μας, όπου η πρόοδος της τεχνολογίας αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, είναι πλέον κοινό μυστικό ότι κάποιοι τεχνοουτοπιστές οραματίζονται έναν κόσμο πλήρως ψηφιοποιημένο και ελεγχόμενο μέσω της Τεχνητής Νοημοσύνης και άλλων τεχνολογικών επιτευγμάτων που έχουν στη διάθεσή τους. Σε πολλούς αυτό φαντάζει ως η ανάδυση μιας άνευ προηγουμένου δυστοπίας, ενός εφιάλτη εν είδει ενός τεχνοφασιστικού καθεστώτος, μέσα στο οποίο οι άνθρωποι θα βιώνουν τον απόλυτο έλεγχο κάθε πτυχής της ζωής τους και τη δολοφονία της ελευθερίας τους.
Στο σατιρικό μυθιστόρημα του Βολταίρου «Ο Αγαθούλης», πρωτοεκδοθέν το 1759 (μτφ. Κ.Β., εκδ. Ars Brevis/Παρά πέντε, 1922), ο ομώνυμος ήρωας ζούσε στη Βεστφαλία, στον πύργο ενός πλούσιου βαρόνου. Εκεί, ο αγαπημένος του δάσκαλος, ο Παγγλώσσης, του έλεγε πως ζουν στον καλύτερο κόσμο από όλους, εννοώντας την Ευρώπη. Όταν μια μέρα ο Αγαθούλης συλλαμβάνεται να φιλάει την κόρη του βαρόνου, τότε εξορίζεται διά παντός από τον πύργο.
Ο ήρωας, έπειτα από μια σειρά ταξιδιών σε ολόκληρη τη Γη, διαπιστώνει ότι ο δάσκαλός του τον είχε εξαπατήσει, λέγοντάς του ότι ο κόσμος τους είναι ο καλύτερος. Αντικρίζοντας με τα ίδια του τα μάτια την αδικία, την εκμετάλλευση των αδυνάμων και την ηθική κατάπτωση των ανθρώπων, αναθεωρεί όλα όσα πίστευε έως τότε. Στη συνέχεια, έπειτα από πολλές απίθανες περιπέτειες, φθάνει στον όμορφο και πλούσιο τόπο τού Ελντοράντο, όπου μένει έκθαμβος από τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και από το πόσο ευτυχισμένοι φαίνονται. Παρότι όμως τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η ανθρωπότητα ήταν μεγάλα, ο Αγαθούλης δεν επιθυμούσε να μείνει για πάντα στην ειδυλλιακή κοινωνία του Ελντοράντο. Αφού αποφάσισε να αναχωρήσει με σκοπό να ξανασυναντήσει την αγαπημένη του, στο τέλος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό που έχουμε πάνω στη Γη δεν είναι ένας επίγειος παράδεισος, αλλά ένα «περιβόλι» που πρέπει να συνεχίσουμε να φροντίζουμε όσο καλύτερα μπορούμε.
Ως εκ τούτου, είναι προτιμότερο να είμαστε έτοιμοι να συμβιβαστούμε με κάτι λιγότερο από το «τέλειο» παρά να ονειρευόμαστε μια ουτοπία, η οποία στο διεστραμμένο μυαλό κάποιων ανθρώπων υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε έναν σκοτεινό καθρέφτη μιας ζοφερής δυστοπίας.