Του Δημήτρη Γαρούφα*
Τις τελευταίες δεκαετίες οι Έλληνες πολίτες (τουλάχιστον όσοι είναι ενεργοί πολίτες) δικαιολογημένα ανησυχούν για το μέλλον της χώρας, γιατί μπορεί σε τεχνικό επίπεδο να γίνεται τα τελευταία χρόνια μια σοβαρή προσπάθεια ψηφιακού εκσυγχρονισμού, αλλά σχεδόν το σύνολο του πολιτικού προσωπικού της χώρας δεν ασχολείται με τα μεγάλα προβλήματά της, αναζητώντας λύσεις που θα διασφαλίζουν καλύτερο μέλλον για τη χώρα, ενώ ήδη οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες του 2023 απέδειξαν ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού ακόμη και για αντιμετώπιση ακραίων καιρικών φαινομένων.
Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρουμε κάποια από τα προβλήματα, που, αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα, οι συνέπειες θα είναι καταστρεπτικές για τη χώρα στο μέλλον.
Το δημογραφικό πρόβλημα είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα της χώρας, αλλά ουσιαστικά κανείς δεν ασχολείται. Θα έπρεπε ο πολιτικός μας κόσμος, ξεπερνώντας τα παιχνίδια μικροπολιτικής, με ευρεία συναίνεση να συμφωνήσει σε εκπόνηση και υλοποίηση προγράμματος για αντιμετώπιση του προβλήματος με στήριξη πολυτέκνων, ενίσχυση της οικογένειας, κίνητρα για αύξηση γεννήσεων κ.λπ. Αντί αυτού ακούμε από δήθεν προοδευτικούς πολιτικούς φωνές για αντιμετώπιση του προβλήματος κυρίως με ενσωμάτωση μεταναστών από τρίτες χώρες, αλλά ο τρόπος που μιλούν δίνει την εντύπωση αποδοχής μιας ακραίας κατάστασης αντικατάστασης του πληθυσμού. Μπορεί, βέβαια, να ενσωματώσαμε επιτυχώς τα τελευταία 30 χρόνια εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανούς, αλλά αυτό ήταν εφικτό, γιατί προέρχονταν από γειτονική χώρα, μέρος αυτών ήταν χριστιανοί και οι άλλοι αδιάφοροι σε θέματα θρησκείας λόγω απαγόρευσης έκφρασης θρησκευτικού συναισθήματος που είχε επιβάλει το καθεστώς Χότζα και όλοι ήθελαν διακαώς την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Αλλά τώρα οι μετανάστες από μεσανατολικές χώρες είναι στην πλειονότητά τους φανατικοί μουσουλμάνοι, και κυρίως προέρχονται από χώρες με πολιτιστικά στοιχεία ασύμβατα με τον ελληνικό τρόπο σκέψης και ζωής
Σε ό,τι αφορά την παιδεία μας υπενθυμίζουμε ότι από πανεπιστημιακούς και πολιτικούς ακούστηκε ότι ο απόφοιτος δημοτικού σχολείου πριν από δεκαετίες ήξερε περισσότερα από τον σημερινό απόφοιτο λυκείου.
Για τον ρόλο μας στα Βαλκάνια μιλάμε για πρωταγωνιστικό και σταθεροποιητικό ρόλο που θέλουμε να παίζουμε εκεί, αλλά η περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας και η εν γένει συμπεριφορά τους απέναντι στη χώρα μας αποδεικνύει ότι μειώθηκε το κύρος της χώρας μας και ότι δεν κερδίσαμε τους γειτονικούς λαούς. Και όχι μόνο δεν κάναμε όσα έπρεπε για να έχουμε φιλικά τα Βαλκάνια, αλλά αφήσαμε να ατονήσουν ακόμα και φορείς που προωθούσαν τη διαβαλκανική φιλία και τη συνεργασία που είχαν ιδρυθεί με έδρα τη Θεσσαλονίκη από επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς του βορειοελλαδικού χώρου, η δράση των οποίων συνέβαλε στην εμπέδωση κλίματος φιλίας και συνεργασίας με ανάδειξη του ελληνικού πρωταγωνιστικού – σταθεροποιητικού ρόλου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για να έχουμε αποτρεπτική ισχύ έναντι του εξ ανατολών γείτονα χρειαζόμαστε φιλικά προς εμάς τα Βαλκάνια
Κι ενώ οι πολιτικοί μας δεν ασχολούνται με τα πραγματικά προβλήματα της χώρας, αντιθέτως προωθούνται πολιτικές για διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής ισότητας μεταξύ ετεροφύλων και ομοφύλων σαν να αποτελεί αυτό το μέγιστο πρόβλημα για τη χώρα μας, ενώ ουσιαστικά δεν υπάρχει πρόβλημα, γιατί η ελληνική κοινωνία είναι ανεκτική στο διαφορετικό και στην ιδιαιτερότητα, και δεν πρέπει λόγω υπερβολής να δίνουμε την εντύπωση ότι προωθούμε την ιδιαιτερότητα ως κανόνα με θεσμούς που μπορεί να λειτουργήσουν διαλυτικά για την ελληνική οικογένεια.
Από αυτήν τη στήλη δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα. Ο πολιτικός μας κόσμος στην πλειονότητά του δείχνει να μην ακούει τη μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων και ασχολείται κυρίως με τη μικροπολιτική, οδηγώντας τη χώρα σε παρακμή, δίνοντας την εικόνα ότι, όπως έλεγε ο Γ. Σεφέρης, «στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε».
*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
Αλλού είναι το μέγιστο πρόβλημα, κατέστρεψαν την οικονομία, την κοινωνική ευημερία και δύναμη της χώρας, το έκαναν μέσω της υποταγής ων θεσμών στην πολιτική εξουσία.
Η δικαστική εξουσία είναι λειτουργεί με διοίκηση που επιλέγει η κυβέρνηση, η δε απόδοση δικαιοσύνης καθυστερεί και μπορεί να πάρει εικοσαετία.
Το σύνολο του δημοσίου τομέα υπολειτουργεί, εξυπηρετεί ολιγάρχες, δηλαδή κάτι σαν την γνωστή απόφαση δικαστίνας για την δυνατότητα εγκατάστασης ανεμογεννητριών στα καμμένα.
Τα χρηματοδοτικά εργαλεία της οικονομίας (πόροι ΕΕ και τραπεζικές πιστώσεις) απορροφούνται σχεδόν αποκλειστικά από τους ολιγάρχες ενέργειας.
Στο λιανεμπόριο 4, 5 επιχειρήσεις είναι κυρίαρχες, η δε αντιμονοπωλιακή νομοθεσία ανύπαρκτη και οι θεσμοί που έπρεπε να ελέγξουν την αγορά δεν έχουν τη δύναμη (πραγματική και πολιτική) να το φέρουν σε πέρας. Το νομικό οπλοστάσιο ανύπαρκτο, ενώ οι ίδιες είναι υποστελεχωμένες και χωρίς πολιτική βούληση για παραγωγή έργου
Το αδηφάγο κράτος, τους υποτάσσει είτε έμμεσα με το να τους χορηγεί τα εργαλεία(πχ αρχή ελέγχου σιδηροδρόμων), είτε άμεσα με εντολές ( όπως έκανε για τη συσκότιση των αιτίων του δυστυχήματος των Τεμπών).
Όταν το κράτος παρεμβαίνει και ζητά ρουσφέτι από τη διοίκηση, τότε και οι άνθρωποι της διοίκησης κάνουν ρουσφέτι (δωράκι) στον εαυτό τους (υπόθεση Χαλκίδας).
Οπότε, με αυτή την συμπεριφορά της κυβέρνησης, το διοικητικό πλαίσιο γίνεται εχθρικό για την οικονομία, τους πολίτες, την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις.
Όμως, το διοικητικό πλαίσιο, δεν χρειάζεται λεφτά για να αλλάξει, αρκεί η αλλαγή της νοοτροπίας των κυβερνούντων.