Του Απόστολου Διαμαντή
Ο ενδοτισμός και η υποτέλεια της κυβέρνησης είναι τόσο πασιφανείς που δεν χρειάζεται καν ανάλυση. Και ενώ ο πρωθυπουργός και ο υπουργός εξωτερικών έχουν αφήσει τη χώρα εντελώς απροστάτευτη και άφωνη, κυριολεκτικά έρμαιο του Ερντογάν, του Ράμα, του Νετανιάχου και της Φον ντερ Λάϊεν, των Σκοπίων, της Βουλγαρίας, του Κοσσόβου και εννοείται του Μπάϊντεν, η αντιπολίτευση δίνει την εντύπωση πως δεν προετοιμάζεται για κρίσιμες εκλογές, αλλά για μια πανελλαδική δημοσκόπηση.
Αν διαβάσει κάποιος επιτροχάδην τα πολιτικά ρεπορτάζ, θα αντιληφθεί εύκολα πως τα κόμματα ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τα ποσοστά και για την τύχη των ηγεσιών τους. Και για τίποτε άλλο.
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι ουρανοκατέβατο. Έχει την εξήγησή του. Πρώτον, οι ηγεσίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης θέτουν ως απόλυτη προτεραιότητα την αναπαραγωγή τους, δηλαδή την κατοχή των κλειδιών των κεντρικών γραφείων και φυσικά της χρηματοδότησης. Δεν είναι πολιτικά κόμματα κατ΄ουσίαν, αλλά εταιρείες. Που ασχολούνται με τον κύκλο εργασιών και τα κέρδη. Έχουν φτάσει στο σημείο να ψηφίζεται ένα κόμμα, να εκλέγει βουλευτές και τα υπόλοιπα κόμματα να το καταργούν και να βουτάνε τις έδρες του.
Δεύτερον, εφόσον οι κομματικές ηγεσίες ενδιαφέρονται κυρίως αν όχι αποκλειστικά για την αναπαραγωγή τους και για την κατοχή των κλειδιών των γραφείων τους, τότε ο βασικός τους αντίπαλος δεν είναι η κυβέρνηση, αλλά τα υπόλοιπα κόμματα. Από αυτό το δεδομένο προκύπτει και η απροθυμία σχηματισμού αντικυβερνητικού μετώπου, το οποίο θα οδηγούσε άμεσα σε πτώση της κυβέρνησης.
Δεν τους ενδιαφέρει καθόλου αυτό. Τους ενδιαφέρει μόνον ο έλεγχος του κομματικού τους χώρου, δηλαδή η επικράτηση έναντι των υπολοίπων. Ο Κασσελάκης ενδιαφέρεται να περάσει δεύτερος, πάνω από τον Ανδρουλάκη. Αυτός το ίδιο από την ανάποδη. Η Ζωή ενδιαφέρεται να περάσει τον Βαρουφάκη και να πλασαριστεί επικεφαλής των μικρότερων κομμάτων, ο Βαρουφάκης να μπει στην Ευρωβουλή στη θέση της Αχτσιόγλου, η Αχτσιόγλου να πλησιάσει τον Κασσελάκη, ώστε να διαπραγματευτεί καλύτερα και ο Βελόπουλος να ηγηθεί των υπολοίπων της δεξιάς. Μόνον το ΚΚΕ έχει καθαρούς άμεσους πολιτικούς στόχους και όχι αμιγώς εκλογικούς: να καταγγείλει την ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Τρίτον, όλα τα κόμματα του διαβόητου «συνταγματικού τόξου», δηλαδή τα συστημικά κόμματα, έχουν αποδεχθεί εν σώματι τις βασικές πολιτικές γραμμές που υπαγορεύονται από την Κομισιόν: πλήρης απελευθέρωση της αγοράς, απόλυτη υποταγή στις αποφάσεις της Κομισιόν, απόλυτη εξάρτηση από τις ΗΠΑ, πόλεμος εναντίον της Ρωσίας, ανατροπή του Πούτιν. Αποδεχόμενα όμως τις βασικές κατευθύνσεις, εντάσσονται κι αυτά στον χώρο της ΝΔ: πολιτικά στηρίγματα για να κυβερνάει τους ευρωπαϊκούς λαούς η Φον ντερ Λάϊεν και ο Μπάϊντεν. Επιτρέπεται κόμματα υποτίθεται σοσιαλιστικά και αριστερά να μην έχουν αρθρώσει ούτε κουβέντα εναντίον της ΕΕ; Ενόψει μάλιστα ευρωεκλογών;
Με αυτά τα δεδομένα, η ΝΔ του Μητσοτάκη είναι απλώς μια συνιστάμενη των υπολοίπων κομμάτων, σε μεγαλύτερο επίπεδο όμως, πιο οργανωμένο. Δεν διαφέρει σε τίποτα ουσιαστικά από τα υπόλοιπα κόμματα, πλην του γεγονότος πως τα υπόλοιπα κόμματα δεν έχουν στόχους διακυβέρνησης.
Ένα είναι το κυβερνητικό κόμμα. Η Νέα Δημοκρατία. Όπως λέγαμε παλιά για το ΚΚΕ δηλαδή, μετά τη διάσπαση του 1968 και τη δημιουργία του ΚΚΕ εσωτερικού: ένα είναι το κόμμα. Εάν ένα είναι το κυβερνητικό κόμμα, η ΝΔ, τότε για ποιο λόγο ο ψηφοφόρος να επιλέξει κάποιο άλλο; Οι εκλογές δεν είναι δημοσκόπηση, δεν δηλώνουμε τις επιθυμίες μας για διάφορα θέματα, αλλά εκλέγουμε αντιπροσώπους. Παίρνουμε απόφαση για τη διακυβέρνηση. Για τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ευρωεκλογές. Εκλέγουμε ευρωκοινοβούλιο και Κομισιόν επίσης.
Οπότε, δεν έχει σημασία η ιδεολογία τόσο, όσο η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα: ποιος επιθυμώ να κυβερνήσει; Εάν όμως μόνον ένας μπορεί να κυβερνήσει, ο Μητσοτάκης, εφόσον οι υπόλοιποι δεν έχουν κατάλληλες πολιτικές δυνάμεις να σχηματίσουν κυβέρνηση, τότε δεν έχει νόημα η επιμέρους ιδεολογική τοποθέτηση του ψηφοφόρου. Η απάντηση στο ερώτημα είναι φορσέ: ΝΔ.
Δεν έχει δηλαδή ευκρινές εκλογικό αποτέλεσμα η μονταζιέρα στα Τέμπη, τα μέϊλ της Κεραμέως και της Ασημακοπούλου, οι υποκλοπές των συνδιαλέξεων, η βροχή στη Θεσσαλία, η επίσκεψη Ράμα, οι ασκήσεις των Τούρκων- τίποτε από αυτά δεν επηρεάζει σοβαρά την ψήφο. Εάν ο κυβερνήτης μας δεν τα κάνει καλά, συγνώμην λάθος. Θα ξαναπροσπαθήσει. Δεν έχουμε και κανέναν άλλον, δυστυχώς.
Αυτή είναι η απάντηση που δίνει ο κόσμος στα καφενεία. Και εφόσον δίνει αυτήν την απάντηση ο κόσμος, τότε φοβάμαι πως το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα ακουστεί και πάλι κάπως άσχημα: σαρανταένα τακατό.
Η κυβέρνηση χρωστάει της Μιχαλούς, η αντιπολίτευση σύρεται από τα κρίματα των αρχηγών της, αυτά που συνέλαβε το σύστημα παρακολούθησης Μητσοτάκη.
Οι σύμμαχοι μας χαρίζουν μέσω του κ Μητσοτάκη ελληνική εθνική κυριαρχία για να φανούν χρήσιμοι στους Τούρκους.
Κερδίζουν δηλαδή συμμαχικά οφέλη με τα δικά μας δικαιώματα, φτάνουν δηλαδή οι δικοί μας φίλοι, δεν θέλουμε άλλους εχθρούς.
Όλοι μαζί, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, με ομοθυμία Καζάν – καζάν παραδίδουν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στους προαιώνιους εχθρούς μας, τους Τούρκους.
Τουρκόφιλο εξ ανάγκης όλο το συνταγματικό τόξο, τουλάχιστον έτσι ενεργούν.
Εμείς έχουμε πολιτικές επιλογές, ελάχιστες όμως είναι αξιόλογες, οι περισσότεροι είναι βαλτοί από τον Λουδοβίκο τον IV των Χανίων.
Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πλέον,
Το ζήτημα δεν είναι ούτε του «καφενείου», ούτε κομματικό.
Αυτό που θα ανέμενε ο μέσος πολίτης είναι το σώμα των ψηφοφόρων να απαιτήσει την εφαρμογή του Κράτους Δικαίου. Προφανώς, αυτή η κυβέρνηση δεν πρόκειται να το κάνει.
Συνεπώς, απαιτούνται αλλαγές.
Αλλιώς, ας γίνουμε σταδιακά Βόρεια Κορέα, διότι αυτό φαίνεται να αρμόζει στον μεταλλαγμένο, φοβισμένο «πολίτη» αυτής της γης.
Εγώ δεν θα είμαι εδώ να το δώ.