Ανήκουμε στη Διεθνή του Μαρασμού

Του Απόστολου Αποστόλου*

«Αν ήξερα πόσο εύκολο είναι να κυβερνάς την Ελλάδα, θα το έκανα από τότε που ήμουν λοχίας» είχε πει ο Γιώργος Κονδύλης. Ο ίδιος είχε χαρακτηριστεί ότι λειτουργούσε ως πολιτικό εκκρεμές. Διέθετε μια τέχνη που εντασσόταν με τρομερή ευκολία από τον έναν πολιτικό πόλο στον άλλον, με ακαταμάχητη επιτυχία. Κάτι που σήμερα πολυχρησιμοποιείται στην ελληνική  πολιτική σκηνή χωρίς ιδιαίτερο κόπο, δεδομένου ότι η πολιτική είναι τόσο  επιτρεπτή σε τέτοια φαινόμενα και αυτό γιατί μόνο έτσι υπάρχει.

Τι θα έκαναν άραγε και τα κουρασμένα κόμματα αν δεν υπήρχαν και αυτές οι μεταγραφές; Να ανοιχτούν στην κοινωνία και να αναζητήσουν φρέσκα πρόσωπα με ιδέες και οράματα; Εντελώς απαγορευμένο και επικίνδυνο. Η λύση είναι η ανακύκλωση  του επαναχρησιμοποιημένου πολιτικού υλικού.

Ποιοι έχουν λοιπόν πορεία στην ελληνική πολιτική; Τα επαναχρησιμοποιημένα υλικά, οι κάστες με τις τοτεμικές αξιολογήσεις, ομάδες δηλαδή που σφετερίζονται τη δύναμή τους, οικογενειακή, επαγγελματική, τηλεπερσονική παρουσία, δηλαδή, όλα αυτά τα επιστρώματα αδράνειας  που γίνονται εκφύματα, σαρκώματα, όγκοι και κακό πεπρωμένο της χώρας. Δηλαδή όλοι αυτοί που αποτελούν την εξουσιαστική σημασία του τόπου.

Γνωστό εξάλλου ότι «Στην Ελλάδα, άπαντες οι έχοντες ονύχια αγωνίζονται να σπαράξωσιν τους έχοντας πτερά», όπως έλεγε και ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Και ονύχια έχουν οι παραπάνω κατηγορίες που περιγράψαμε. Όλο αυτό βέβαια ονομάζεται κατασταλτική ιδιοτέλεια με την έννοια ότι επιδιώκει να διατηρήσει την υπάρχουσα δομή των πολιτικών πραγμάτων έτσι όπως είναι. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση όλα συμπυκνώνονται στο απόλυτο κενό. Εξάλλου τις αξίες σαν χώρα, σαν λαός, τις έχουμε κατατάξει σε άφατες και υποθετικές. Το μέλλον όμως ανήκει στον εσμό όλων εκείνων που συμπληρώνουν τις ιδιότητες που αναφέραμε και βέβαια διαθέτουν μια ιδιογνωμία της απόλυτης έπαρσης και  αδιάψευστης αλαζονείας.  Αρκεί μόνο η ψεύτικη πανοπλία των εντυπώσεων. Ό,τι και να πει κάποιος έξω από εκείνο το κύκλωμα δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν φτηνό μαψιλόγο, από έναν απίθανο μάχλο της παρακμής.

Είναι αλήθεια ότι τώρα πια έχουμε πάψει να διαθέτουμε εκείνο το απορημένο παράπονο επάνω στην πολιτική αναξιοπιστία, έτσι λοιπόν αυτό το παράπονο ξέπεσε  σε μια λυπημένη φάρσα. Δεδομένου μάλιστα ότι  ως λαός μια ζωή χορεύαμε ταγκό με την πολιτική εξουσία έχοντας τα μάτια μας δεμένα. Ίσως γιατί πάντα είχαμε κρυμμένους πόθους με τις χαμένες ιδέες, γιατί είχαμε μια λυπημένη επιθυμία με την αλήθεια, γιατί θρηνούσαμε επί ερειπίων και επί ελπίδων που πέταξαν σαν τα αποδημητικά πουλιά.

Σ’ απλά ελληνικά θα λέγαμε ότι την «πατήσαμε» γιατί πιστέψαμε ότι το να  εννοείς είναι περισσότερο μια δυνατότητα να αισθάνεσαι φιλικά, παρά μια καχυποψία  και το  να κρίνεις  αποτελεί  περισσότερο ζήτημα αντοψίας παρά ένα γνωστικό τρόπο.

Ας καταλάβουμε ότι έχουμε εισέλθει στη διεθνή του μαρασμού.

*Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

Δεξιάς μητσοτακικής (προεκλογικής) κωλοτούμπας συνέχεια…

Θέμα χρόνου πλέον να εμφανιστεί ο Κυριάκος με περικεφαλαία κραυγάζοντας στον Ταγίπ μολών λαβέ! Μετά τον όψιμο πατριωτισμό του...

Ο Ίλον άρχισε τις περικοπές…

Από τη μέρα που οι απανταχού δημοσκόποι «πήγαν κουβά» με την «αναπάντεχη» επικράτηση του Τραμπ απέναντι στο «κουτσό άλογο»,...

Οι «καλές» πτυχές του Εφιάλτη

Ιδού μια κραταιά, νέα ελληνέζικη (ουχί ελληνική) μόδα: το πασάλειμμα της φήμης ή της υστεροφημίας (αν ψοφήσουν) διαφόρων εθνοπροδοτικών...

Η μοίρα του Ζελένσκι και τα -αφοπλισμένα- νησιά μας

Από τα υπόγεια του Κιέβου, όπου εγκαταβιοί ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δεν έχει πλέον και τόσον καιρό στη διάθεσή του...