Του Γιώργου Χατζηδημητρίου
Απέναντι από το γήπεδο του ΠΑΟΚ στην Τούμπα, αριστερά του δρόμου, υπήρχε στις αρχές του 1980 ένα ταβερνάκι, ο θρυλικός Θερμαϊκός!
Εκεί αράζανε άνθρωποι λαϊκοί, μεροκαματιάρηδες ως επί το πλείστον, κάργα καζαντζιδικοί και μασίφ παοκτζήδες, και κάτι φοιτητές σαν εμάς που γυρεύανε περιπέτειες και συναναστροφές ζόρικες για την ασταθή μυθολογία που μας βασάνιζε εκείνα τα χρόνια…
Ψυχή του μαγαζιού, ο κυρ Μήτσος, ένας βλοσυρός στην όψη αλλά καλοκάγαθος βράχος, που τα ρύθμιζε όλα με το βλέμμα, και η κυρά του, η κυρία Ολυμπία, που είχε το πάνω χέρι στην επικράτεια της κουζίνας και ίσως όχι μόνο. Ο διάκοσμος ήταν λιτός… Μια έγχρωμη αφίσα του Στέλιου στη γωνία και μερικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες των γιων του κυρ Μήτσου -το καμάρι του!-, που ήτανε και οι τρεις πυγμάχοι στην Αυστραλία!
Το μενού ήταν εξίσου απλό. Κυρίως πιάτο ήτανε η ζακέτα, ένα ψάρι συγγενές της γλώσσας και τα βασικά κρεατικά. Μια μερίδα ζακέτα, που ξεχείλιζε στο πιάτο, συν μια σαλάτα, χόρτα ή αγγουροντομάτα με χοντρό κρεμμύδι και μια «Μαλάμω» με Σουρωτή κοστίζανε 45 παλιές δραχμούλες. Αυτά, το 1984 στη Σαλονίκη.
Δεξιά στην πόρτα μπαίνοντας ήταν ένα αρχαίο τζουκ μποξ που έπαιζε μόνο Στέλιο. Άλλα τραγούδια δεν είχε.
Στο μαγαζί αυτό, μια Κυριακή πρωί, με τον αεί απρόβλεπτο συγκάτοικό μου, τον Δημήτρη Γκόγκο, το ζεύγος των αφεντικών και μια μαγκιόρα φίλη τους γράψαμε, ύστερα από επίμονο και συστηματικό ψηστήρι με τον κυρ Μήτσο, μια κασέτα με τα αγαπημένα μας τραγούδια του Καζαντζίδη. Η ηχογράφηση ήτανε πρωτόγονη, δεδομένων των μέσων της εποχής, και ανάμεσα στα τραγούδια, την ώρα που όλοι μαζί πίναμε ούζα και τα δύο κορίτσια της παρέας φλυαρούσαν υπέροχα, ακουγόταν η αυστηρή φωνή του κυρ Μήτσου που άκουγε εκστατικός «σκάστε, μ@@@κισμένες! Το εργαλείο γράφει!».
Σε αυτό το μαγαζί, όπου ποτέ δεν γίνηκε φασαρία, μπούκαρε κάποιο δριμύ χειμωνιάτικο βράδυ ένα μπάνικο και καλοβαλμένο νεαρό ζευγάρι που δείχνανε φοιτητές. Οι θαμώνες ξενίστηκαν στην αρχή, αλλά, μετά τις πρώτες εξεταστικές ματιές, γύρισαν γρήγορα στις κουβέντες τους και τους αφήσανε στην ησυχία τους. Όλοι, εκτός απ’ τον κυρ Μήτσο, που συνέχισε να τους «κόβει» καχύποπτα.
Κάποια στιγμή, όταν ο νεαρός σηκώθηκε να βάλει ένα τραγουδάκι στο ηλεκτρόφωνο διαπίστωσε έκπληκτος ότι είχε μόνο Καζαντζίδη.
«Κάναν Μπιθικώτση δεν έχετε;» ρώτησε δειλά το αφεντικό.
Καθόμουν ακριβώς δίπλα. Και τότε είδα τον κυρ Μήτσο να βάζει απειλητικά τα χέρια στη μέση και να του λέει απότομα: «Ξένα δεν έχουμε εδώ μέσα!»
Τον Θερμαϊκό που κουβαλήσαμε μαζί μας, φεύγοντας από τη Σαλονίκη, τον «έφαγε» από καιρό η διαπλάτυνση του δρόμου. Κι η γειτονιά όπου ζούσαμε τότε, αρχές Τριανδρίας, έχει γίνει αγνώριστη κι άλλαζε κάθε φορά που την έβλεπα γυρίζοντας με τα παιδάκια μου τα καλοκαίρια από τη Χαλκιδική.
Γιατί τα γράφω αυτά; Σαν ένα ξόδι στη μνήμη του Νικόλα Παπάζογλου, που σαν τέτοιες ημέρες έφυγε από τη ζωή και, όταν ερχόταν στον Θερμαϊκό κι είχε ο κυρ Μήτσος τις στραβές του, του φώναζε από μακριά «σήμερα το μαγαζί σερβίρει μόνο βυσσινάδα»! Γιατί η ζωή μας, εν τέλει, υφαίνεται μυστικά από θρύλους. Και γιατί είναι κακό πράγμα να ζει ο άνθρωπος χωρίς δέος…