Στο Μεσολόγγι, στο τελευταίο προπύργιο του μεγάλου αγώνα των Ελλήνων, ο κατακτητής βάναυσα δοκίμασε τις αντοχές του ανθρώπου και ταυτόχρονα τις αντοχές του έθνους
Του Νίκου Παπουτσόπουλου
«Μείνε σταθερός εις τούτη την υψηλή θέση. Η θλίψη τους στέκεται εις το να θυμούνται την ευτυχισμένη κατάστασή τους, όθεν έπρεπε να βλαστήσει το καλό της πατρίδας» και «κάμε, ώστε ο μικρός κύκλος, μέσα εις τον οποίον κινιέται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζη εις την ατμοσφαίρα του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδος για την υλική θέση οπού της αξίζει, τόσο για εκείνους οπού θέλουν να την βαστάξουν όσο και για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν, και για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος» (Διονύσιος Σολωμός, Στοχασμοί του Ποιητή).
«Το Μεσολόγγι άρχιζε την ιστορία του με τη θυσία. Βωμός της Μεγάλης Ιδέας» σημειώνει ο Κωστής Παλαμάς (Τα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου). «Και κρατούσε στ’ αγιασμένα του χώματα και από τους ύμνους του Σολωμού χώματα κάτι από το λαμπρό πέρασμα Μανφρέδου με τα φλογισμένα σπλάχνα. Οι νέοι καιροί. Τα παραμύθια που άκουγ’ από τα στόματα γύρω μου και της γριάς και του παλληκαριού που είταν η Έξοδο, είταν ο ηρωϊκός χαμός».
Άνοιξη 1826, στο Μεσολόγγι, στο τελευταίο προπύργιο του μεγάλου αγώνα των Ελλήνων, ο κατακτητής βάναυσα δοκιμάζει τις αντοχές του ανθρώπου και ταυτόχρονα τις αντοχές του έθνους. Στη μαρτυρική πολιτεία της λιμνοθάλασσας, που πολιορκεί ο βάρβαρος δυνάστης στενά από στεριά και θάλασσα, ιστορία πρωτόγνωρη, μυθική γράφουν οι αγώνες και τα βάσανα και τα αίματα των αγωνιστών, των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», που δημιουργούν τη φοβερή «ατμόσφαιρα» του Διονυσίου Σολωμού. Από τις επάλξεις επάνω, και από τις ντάπιες και τους προμαχώνες αναθρώσκει η ελπίδα για την ελευθερία, ενώ η αξιοπρέπεια του Γένους ακροβατεί στις πέτρες του ταπεινού «φράχτη», που λοιδορεί τις ύβρεις και τις προσβολές του τυράννου. Ένας λαός, τον οποίο έχει εξουθενώσει ο πόλεμος, η πείνα και ο θάνατος, που η ανάγκη έχει στερήσει «από όλα τα κατεπείγοντα αναγκαία της ζωής», υπομένει με καρτερία τα βασανιστήρια και τους εμπρησμούς, τον λιμό, τον όλεθρο. Ο κατακτητής με «μανία πρωτόγνωρη, σβήνει από τον χάρτη τα ονόματα των πόλεων, επειδή οι κάτοικοί τους θέλησαν να είναι ελεύθεροι» (August Fabre, Η Ιστορία της Πολιορκίας του Μεσολογγίου). «Οδηγούν ελεύθερους ανθρώπους στην σκλαβιά, και η Ευρώπη, βλέπει ατάραχη στις αγορές της πολίτες ενός ελεύθερου κράτους να πωλούνται στα παζάρια δίπλα στα χειρότερα κτήνη και σε τιμές ίδιες σχεδόν με αυτά. Αναμένουν με ανυπόκρυφη χαρά την ώρα που νέγροι του Ντάρφουρ θα έχουν εποικίσει την έρημη από χριστιανικό πληθυσμό χώρα. Τα οστά μόνο των πολεμιστών και των ηρώων, στοιχειώνουν τα χαλάσματα και τα ερείπια των οχυρών».
«Απ’ τους άπιστους Φράγκους λευτεριά μη ζητάτε! / Εκεί ζουν ηγεμόνες που πουλούν και αγοράζουν» (λόρδος Μπάυρον). Ένα γένος μέσα από στάχτες και ερείπια ακολούθησε με πείσμα την υπερβατική θυσιαστική πορεία προς την ελευθερία και αναζήτησε με πάθος σε καταστάσεις απόλυτης δοκιμασίας, αντοχής και ψυχικού σθένους, θέση ισότιμη με την κοινωνία των λαών. Ένας λαός που «υπέφερεν με υπομονήν και επιμονήν τους τραγικούς και πρωτοφανείς φόνους, τας αιχμαλωσίας, την κατοικίαν επάνω εις τους βράχους, μέσα εις τα σπήλαια και εις τους αγρίους και αβάτους τόπους των βουνών», όπως αναφέρει ο αγωνιστής Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος). «Έπεσαν και επνίγησαν εις τας λίμνας, τους βάλτους και εις τους ποταμούς. Εφόνευσαν με τα ίδια των χέρια τα μικρά παιδιά των, εγκρεμίσθησαν κάτω από τους βράχους και απέθαναν», ή όπως οι μάρτυρες της Πίστης «ελιθάσθησαν επειράσθησαν επρίσθησαν εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς εν αιγείοις δέρμασιν υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι».
Ένας αγώνας που διαρκεί και μια πίστη, μια παρακαταθήκη που εξακολουθεί να εμπνέει, να εξάπτει συναισθήματα και να προσκαλεί στη μέθεξη. Εκεί, όπου ο θρύλος αναιρεί τις συμβάσεις, εκεί όπου η προσδοκία της πλήρωσης του πόθου κατανικά τον θάνατο, τον φόβο, την κατάθλιψη και την παραίτηση από τη ζωή. Εκεί όπου ο θρύλος συναντά την αιωνιότητα.
Άνοιξη του 1826, παραμονή των Βαΐων. Οι υπερασπιστές της μαρτυρικής πόλης, «πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα», αποφασίζουν την ηρωική Έξοδο προς την ελευθερία, «θεωρούντες ότι μας εξέλιπε κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν, ώστε να δυνηθώμεν να βαστάζωμεν, ενώ ευρισκώμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως η έξοδός μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός της 10ης Απριλίου, ημέρα Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια».
«Εις ολίγας ημέρας», σύμφωνα με τον Ιάκωβο Μάγιερ, «όλοι αυτοί οι γενναίοι θα είναι σκιαί μόνον αγγέλων, μάρτυρες ενώπιον του θρόνου του Θεού, της αδιαφορίας του Χριστιανικού κόσμου, δι’ υπόθεσιν, ήτις ήτο μόνον δική του. Εξ ονόματος όλων των ανδρείων μας, σας αναγγέλλω την ενώπιον του Θεού, μεθ’ όρκου ληφθείσαν απόφασίν μας, να υπερασπίσωμεν σπιθαμήν προς σπιθαμήν το έδαφος του Μεσολογγίου και να συνταφιασθώμεν υπό τα ερείπια της πόλεως, παρά να ακούσωμεν πρότασιν τινά περί παραδόσεως. Ζώμεν τας τελευταίας στιγμάς μας. Η ιστορία θέλει μας δικαιώσει και οι μεταγενέστεροι θα θρηνήσουν την συμφοράν μας. Εμέ καθιστά υπερήφανον η σκέψις ότι το αίμα ενός Ελβετού, ενός απογόνου του Γουλιέλμου Τέλλου, μέλλει να συμμιχθή με το αίμα των ηρώων της Ελευθερίας».
Ο Alfonso Mauro, γιατρός του Ιμπραήμ, περιγράφει την εικόνα φρίκης που αντικρίζει ο Αιγύπτιος κατακτητής και οι Ευρωπαίοι ακόλουθοί του, κατά την είσοδο στο Μεσολόγγι: συγκλονιστική η σκηνή του βρέφους που μάταια αναζητά τον μαστό της άψυχης μάνας, που ακόμη το κρατεί σφιχτά στην αγκαλιά. Παντού θάνατος, ερείπια, καπνοί και τέφρα. Αίμα και λάσπες και σωροί πτωμάτων, άμορφα συμπλέγματα ανθρώπινων μελών. Ελάχιστα, λιγότερα από είκοσι, κτίρια να στέκουν ακόμη και τρεις χιλιάδες ζεύγη ώτα να υψώνουν την «πυραμίδα δόξης», προκειμένου να στείλουν τρόπαιο, δώρο νικητήριο στην Υψηλή Πύλη, μαζί με τις κεφαλές των προκρίτων της ηρωικής πόλης.
«Βλέπει ο Άγγλος πρόξενος Philip James Green, ο οποίος έσπευσε πρώτος να συγχαρεί τον Ιμπραήμ», γράφει ο Κ. Πετρόπουλος (Σκηνές Μεγαλείου), «πέντε χιλιάδες γυναικόπαιδα να σέρνουνται για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα, βλέπει όλη αυτή την τραγωδία και δε βρίσκει μήτε ένα λόγο συμπόνοιας να πει».
Σαράντα χρόνια μετά τον χαλασμό, έφθασε στο Μεσολόγγι ο Κωστής Παλαμάς. Την εικόνα που αντίκρισε, έδωσε αργότερα στους στίχους: «στις παρατημένες ντάπιες τα κανόνια καρφωμένα. Πάνε οι πολεμάρχοι, πάνε τα δαυλιά σβησμένα».
«Όμως, γιατί οι Έλληνες δεν είχαν απελευθερωθεί ήδη από τον 18ο αιώνα;» γράφει ο Αντρέ Μωρουά. «Ο λόγος είναι πως απ’ όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις οι μόνες τελεσφόρες είναι οι πνευματικές. Για να εξεγερθείς πρέπει να πιστέψεις στην εξέγερση. Και μόνο μέσα από την Γαλλική Επανάσταση οι Έλληνες όπως άλλωστε οι Ιταλοί και οι Πολωνοί, έμαθαν τις λέξεις: ελευθερία, δικαίωμα των λαών. Τους μετέφρασαν την “Μασσαλιώτιδα”. Μέσα από τις στροφές του “Τσάιλντ Χάρολντ”, ο Μπάυρον αφύπνισε την Ευρώπη να ενδιαφερθεί για την τύχη τους. Η δουλεία τους έπαψε να είναι φυσικός νόμος. Με άλλα λόγια έπαψαν να είναι σκλάβοι».
Η μικρή κόρη του Γάλλου γλύπτη David d’ Angers κοσμεί τον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη στο Μεσολόγγι, επάνω στον οποίο ο Μπάυρον έδωσε όρκο πίστης στην Ελλάδα, την στιγμή που «με την αυγή και η θάλασσα μενεξεδένια λάμπει, και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν / Να η άνοιξη γυρίζει, να το χελιδόνι στον Παρθενώνα ξαναχτίζει τη φωλιά του» (Φ. Μιστράλ).
Τη Φρουρά της Ιερής Πόλης σκέπει ευλαβικά ο Κήπος των Ηρώων, δίπλα στη γαλήνη της λιμνοθάλασσας, καθώς κάθε δειλινό γαΐτες και πριάρια, αβαθή και μυριόχρωμα ακάτια φθάνουν αθόρυβα από το Βασιλάδι, και την Κλείσοβα και χαράζουν πάνω στα όστρακα, πάνω στην ιώδη ακύμαντη επιφάνεια μνήμες, ανακαλούν ιστορίες και διηγήσεις και ονόματα ιερά.
Οι προμαχώνες και τα κανόνια φαντάζουν μυθικά, απρόσιτα στις φωτοσκιάσεις των φοινικόκλαδων που στέφανο ευλαβικό πλέκουν στους τάφους και τα μνημεία των προγόνων, των υπέρμαχων υπερασπιστών της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας. Της μοναδικής στιγμής της Εξόδου από τα μαρτύρια και τις στερήσεις και τις προσβολές και τις θυσίες και τα αίματα. Η Έξοδος του Μεσολογγίου ήταν η συνειδητή συγκατάθεση, με την οποία οι ήρωες πέρασαν αμετάκλητα στη διάσταση των μαρτύρων, στη διάσταση των ηρώων, εκεί όπου το δίδαγμα είναι η μόνη αλήθεια που κατακυρώνει η αιωνιότητα, μακριά από τα ανθρώπινα πάθη, τις μικρότητες και την ευτέλεια του πολιτικού συμφέροντος, της μικρόνοιας και της ιδιοτέλειας.
«Μείνε σταθερός εις τούτη την υψηλή θέση, όθεν έπρεπε να βλαστήσει το καλό της πατρίδας».
Άλλωστε, «ημείς αγάδες κουβέντα δεν εζητήσαμε να κάμωμεν. Εσείς επέμψατε πρώτον και την εζητήσατε. Βλέπομεν εις το γράμμα σας να ζητήτε άρματα – και απορούμεν πώς ετολμήσατε να ζητήσετε οκτώ χιλιάδες άρματα, τα οποία αχνίζουν από το αίμα σας, και να σας τα δώσωμεν με τα χέρια μας. Τώρα βλέπομεν ότι εκείνο οπού θέλετε εσείς δεν γίνεται, ούτε εκείνο οπού θέλομεν ημείς – και θα γίνη εκείνο οπού ο Θεός αποφάσισεν» (Εν Μισολογγίω την 22 Μαρτίου 1826, Η Φρουρά).