Του Α. Π. Δημόπουλου*
Όλοι προεξοφλούν ότι η «Νέα Δημοκρατία» θα έρθει πρώτη στις ευρωεκλογές, οπότε τα ερωτήματα που θέτει πλέον ο Τύπος είναι άλλα. Πρώτον, πόσο μικρότερο θα είναι το ποσοστό που θα λάβει η «Νέα Δημοκρατία» από αυτό που έλαβε στις εθνικές εκλογές του 2023 – γιατί αυτή η διαφορά ίσως ποσοτικοποιήσει την φθορά της. Δεύτερον, ποιο κόμμα θα έρθει δεύτερο ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ – γιατί αυτό ίσως αναδείξει το κόμμα-ηγέτη της εξ αριστερών αντιπολίτευσης για το μέλλον. Και τρίτον, ποιο κόμμα θα έρθει τέταρτο ανάμεσα σε ΚΚΕ και «Ελληνική Λύση» – γιατί εάν η «Ελληνική Λύση» αφήσει πίσω το ΚΚΕ αυτό ίσως σημάνει μια εκλογικά ισχυρή άκρα δεξιά όπως αλλού στην Ευρώπη. Ή κάπως έτσι τουλάχιστον εξηγείται το ενδιαφέρον, που υπάρχει για τα ερωτήματα αυτά στον δημόσιο διάλογο ενόψει των εκλογών της 9ης Ιουνίου. Όμως, ενώ τα ερωτήματα αυτά είναι όντως εύλογα, είναι αμφίβολο ότι μπορούν να απαντηθούν δια των αριθμών, που επιστρατεύονται, ως κατάλληλοι για την απάντησή τους. Πολύ περισσότερο, που μιλάμε για εκλογές, που δεν αναδεικνύουν κυβέρνηση και έτσι διευκολύνουν την έκφραση δυσαρέσκειας μέσω «χαλαρής ψήφου». Πράγμα, που σημαίνει, ότι οι αριθμοί τους είναι συχνά παραπλανητικοί και όχι αναπαράξιμοι σε εθνικές εκλογές στο μέλλον.
Έτσι, για να αρχίσω αντιστρόφως, ενώ μια σχετική πλειοψηφία της «Ελληνικής Λύσης» έναντι του ΚΚΕ θα προκαλέσει αίσθηση, δεν θα σημάνει απαραίτητα ενίσχυση της άκρας δεξιάς, ούτε δημιουργία ισχυρού κόμματος-«κορμού» του χώρου αυτού όπως στην Ευρώπη. Γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις εθνικές εκλογές του 2023, πέντε τουλάχιστον κόμματα του χώρου της ριζοσπαστικής δεξιάς συγκέντρωσαν αθροιστικά ένα ποσοστό της τάξεως του 14%. Έτσι, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για πραγματική άνοδο της άκρας δεξιάς, ο ενδιαφέρον αριθμός δεν θα είναι το ποσοστό, που θα λάβει η «Ελληνική Λύση» (ακόμα και εάν είναι μεγαλύτερο του ΚΚΕ) αλλά το ποσοστό, που θα λάβουν όλα τα κόμματα του χώρου αυτού αθροιστικά εφόσον θα είναι δραστικά μεγαλύτερο του 14%, που έλαβαν το 2023. Με άλλα λόγια, χωρίς ένα αθροιστικό 18-19% (γιατί σε εκλογές «χαλαρής ψήφου» υπάρχει πάντοτε συγκυριακή αύξηση του ποσοστού των «άκρων») πραγματική ενίσχυση της άκρας δεξιάς δεν θα υπάρχει, ούτε άλλωστε ένα ποσοστό της τάξεως του 10% για την «Ελληνική Λύση» θα την καταστήσει την ελληνική εκδοχή ενός ευρωπαϊκού ακροδεξιού κόμματος. Γιατί, ακόμα και με ένα 10%, υπάρχει τέτοια αμφισβήτηση για την «Ελληνική Λύση» από τα άλλα κόμματα του ίδιου χώρου (και σε επίπεδο θέσεων και σε επίπεδο προσώπων), ώστε, αυτή, να μην μπορεί να αναδειχθεί, ακόμα και έτσι, στον «κορμό» του.
Εξάλλου, για να έρθω στην κατανομή ισχύος μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω την σημασία της (έστω με την αρνητική έννοια, ότι ο εν προκειμένω τυχόν καθαρά χαμένος «αρχηγός» θα αντιμετωπίσει θέμα πολιτικής επιβίωσης, ιδίως δε ο κ. Ανδρουλάκης, για του οποίου την ικανότητα να επιτύχει την «ολική επαναφορά» του ΠΑΣΟΚ, υφίστανται ήδη παγιωμένες και ευλογότατες αμφιβολίες), πάντως ο πραγματικά ενδιαφέρων αριθμός θα είναι αυτός του αθροίσματος των ποσοστών των κομμάτων αυτών, εάν ο τελευταίος αποδειχθεί μεγαλύτερος του ποσοστού, που θα λάβει η «Νέα Δημοκρατία». Γιατί στο μέτρο που ακόμα και αθροιστικά το ποσοστό των κομμάτων αυτών υπολείφθηκε αυτού της «Νέας Δημοκρατίας» στις εκλογές του 2023 (και σε αυτό συνίστατο και το στρατηγικό πλήγμα το οποίο τους επέφεραν οι εκλογές αυτές), μόνο, όταν αυτό αλλάξει, θα αλλάξει και η πεποίθηση, ότι με τέτοιο γλίσχρο αθροιστικό ποσοστό τα κόμματα αυτά δεν διαθέτουν κυβερνητική εκλογιμότητα στο μέλλον. Εάν προκύψει αφήγημα «λαϊκού μετώπου» δηλαδή. Το οποίο θα γεννηθεί, εάν ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ (ίσως ακόμα και με συμποσόστωση της «Νέας Αριστεράς») ξεπεράσουν αθροιστικά το ποσοστό της «Νέας Δημοκρατίας». Πράγμα, που προϋποθέτει μεγάλη πτώση της τελευταίας βέβαια και πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό αποτελεί και το παράπλευρο μείζον ερώτημα αυτών των εκλογών.
Δεν ξέρω, σίγουρα οι οιωνοί δεν είναι καλοί για την «Νέα Δημοκρατία» – η δεδομένη φθορά πέντε χρόνων εξουσίας έχει συναντηθεί με μια πολιτικά επικίνδυνη συνέργεια για την τραγωδία των Τεμπών, την ακρίβεια, την έλλειψη ασφάλειας και τις αμφιλεγόμενες επιλογές της υπερ-φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών και του γάμου ανεξαρτήτως φύλου. Εντούτοις, ενώ ένα κακό αποτέλεσμα (κοντά στο 30% ή και λιγότερο) θα αποτελέσει απαραίτητο όρο μιας αιτιακής διαδρομής αποκαθήλωσης της «Νέας Δημοκρατίας», δεν θα αποτελέσει πάντως επαρκή όρο της. Και ο λόγος είναι, ότι ενώ είναι γεγονός, ότι όλες οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης έφθασαν σε ένα σημείο καμπής μέσα στην δεύτερη θητεία τους, από το οποίο δεν ανέκαμψαν πολιτικά ποτέ, αυτό, που κάνει σήμερα την κατάσταση διαφορετική είναι, ότι δεν υφίσταται μια πολιτικά ώριμη εναλλακτική απέναντι στην «Νέα Δημοκρατία». Τελικά, όπως έχω ξαναπεί, οι εκλογές του 2023 δεν ήταν και τόσο παράδοξες, εάν το αποτέλεσμά τους γίνει αντιληπτό όχι τόσο ως αποτέλεσμα επιδοκιμασίας του νικητή όσο αποδοκιμασίας των ηττημένων. Πράγμα που σημαίνει, ότι η χώρα μπορεί να βράζει αλλά αυτό δεν αρκεί. Ναι, οι ευρωεκλογές του 2024 θα καταγράψουν μεγάλη δυσαρέσκεια αλλά οι αριθμοί τους ίσως αποδειχθούν παραπλανητικοί – μέχρις εκείνου του σημείου τουλάχιστον, που η χώρα, εκτός του να δηλώνει πώς αισθάνεται, θα μοιάσει έτοιμη, να υποδείξει ποιος ίσως την αλλάξει.
*Πολιτικός Επιστήμων, Παν. Cambridge
Τεράστιο πολιτικό μυαλό, μεγάλος ηγέτης, κατάφερε να είναι μόνος στον πολιτικό στίβο και να έλθει δεύτερος.
Δεν μπορεί να είναι πρώτος, δεν αποδέχεται τους Έλληνες, θεωρεί εργοδότες του το βαθύ κράτος των διεθνών τραπεζιτών και τις παρακμιακές περιθωριακές ομάδες.
Αδιαφορία πλήρης για το πρώτος η δεύτερος.
Η ουσία παραμένει αμείλικτη και άκρως εκδικητική, ποιος σηκώνει το βάρος που μένει πίσω,
αφού έχει ολοκληρωθεί η σαρωτική επέλαση.
Οι Έλληνες λοιπόν να μάθουν μέσα από τα λάθη τους, είναι πολλά αυτά τα λάθη μέχρι και σήμερα,
όπως επιλέγουν προσωπικότητες που τους αξίζουν, που τους νοιάζονται, που τους υπολογίζουν,
που εργάζονται με όραμα για την χώρα και όχι για διεθνή ξένα συμφέροντα.
Με πολιτική ωριμότητα για τον ψηφοφόρο πολίτη, αντιμετωπίζεται αυτό το θηρίο που έχει ριζώσει μέσα στην χώρα και δεν της επιτρέπει να αναπνεύσει οξυγόνο, επιλέγει να διατηρεί την ενημέρωση σε βαθύ σκοτάδι, αρέσκεται να εξαπατά και να απολαμβάνει οφέλη.
Το αποτέλεσμα του 23 είναι επίσης και μία απόδειξη ότι ο μπαμπούλας σρζ ως τότε τουλάχιστον ακόμα έκανε δουλίτσα.
Ο Βελόπουλος πάντως έχει μιλήσει και για νοθεία με αρκετά ισχυρά επιχειρήματα. Εμένα πάντως η όλη ιστορία μου φαίνεται αρκετά ύποπτη.
Άλλωστε πότε είναι πιο ανώδυνη η νοθεία; Όταν είναι στο νήμα το αποτέλεσμα ή όταν είναι σιγουράκι με μεγάλη διαφορά; Γιατί να μην το κάνεις ακόμα πιο επιβλητικό; Το όνομα δε του πρωθυπουργού προκαλεί πάντα τέτοιους συνειρμούς.