Ο Τσιάρας έκανε ό,τι μπορούσε για να κουκουλώσει το σκάνδαλο των υποκλοπών ως υπουργός Δικαιοσύνης, αλλά τον ξεμπρόστιασε το ΣτΕ – Θλιβερή η παρουσία του χθες στη Βουλή, δεν βρήκε να πει κουβέντα για τον νόμο-κουρελόχαρτο που πέρασε στη ζούλα το 2021, μέσα σε πολυνομοσχέδιο για την πανδημία
Του Βασίλη Γαλούπη
Δύο αλήθειες που κατανοήσαμε όλοι χθες για τον Κώστα Τσιάρα, υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης μέχρι τον Μάιο 2023, είναι ότι Νο 1 έχει μια αδυναμία στις ανόητες ιδέες και Νο 2 ότι ένιωθε πως μπορούσε να φέρνει και να θεσπίζει όποια τροπολογία επιθυμούσε, κι ας αντίβαινε στο κράτος δικαίου, αρκεί να εξυπηρετούσε τον πρωθυπουργό.
Το κουκούλωμα του σκανδάλου των υποκλοπών έγινε το απόλυτο τοτέμ για τον Μητσοτάκη. Ο Τσιάρας κατέστησε, βλακωδώς, τον εαυτό του συνένοχο, βάζοντας την υπογραφή του κάτω από νόμο που απαγόρευε την ενημέρωση των παρακολουθούμενων για την άρση του τηλεφωνικού τους απορρήτου από την πρωθυπουργική ΕΥΠ.
Ο σκληροπυρηνικός Τσιάρας θεώρησε ότι η παρακρατική παρακολούθηση πρακτικά των πάντων, οι εκβιαστικές επιθέσεις στις ανεξάρτητες Αρχές και η επικοινωνιακή συσκότιση δεν ήταν αρκετά. Τον Μάρτιο 2021 φρόντισε να κλείσει και τον δρόμο για τα θύματα των υποκλοπών να μάθουν έστω με ποιο πρόσχημα παρακολουθούνταν από την πρωθυπουργική ΕΥΠ.
Η φαεινή ιδέα του τότε υπουργού Δικαιοσύνης κατατέθηκε εκπρόθεσμα, σε άσχετο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας για την πανδημία. Με σκοπό να μπλοκάρει θεσμικά την ως τότε προβλεπόμενη από τον νόμο δυνατότητα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει τον παρακολουθούμενο για την άρση του απορρήτου του μετά τη λήξη της, ακόμη και αν δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, στις περιπτώσεις που η λήψη του μέτρου είχε γίνει για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Χθες, όμως, το Συμβούλιο της Επικρατείας χαρακτήρισε τον νόμο Τσιάρα αντισυνταγματικό. Και ζήτησε από τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, Χρήστο Ράμμο, να γνωστοποιήσει στον Νίκο Ανδρουλάκη την εισαγγελική διάταξη της παρακολούθησής του και τον πλήρη φάκελο με το υλικό που είχε συλλεχθεί.
Η απόφαση αποτελεί μεγάλη νίκη και δικαίωση για τον Ανδρουλάκη, ο οποίος πρόκειται να πάει τη Δευτέρα στον Ράμμο για «να τον ενημερώσει άμεσα, θεσμικά και νόμιμα, όπως έπρεπε από την αρχή».
«Με πολύ μεγάλη χαρά τη Δευτέρα θα πάω στην ανεξάρτητη Αρχή για να μάθω τον λόγο που αποφάσισε το παρακράτος του Μαξίμου, την ώρα που έθεσα υποψηφιότητα για να ηγηθώ του ΠΑΣΟΚ, να με βαφτίσει πράκτορα» είπε χθες στη Βουλή.
Και συνιστά τρανταχτό χαστούκι για τον Τσιάρα, που λειτούργησε λιγότερο ως υπουργός Δικαιοσύνης και περισσότερο σαν πατερίτσα του πρωθυπουργού, πολιτικού προϊσταμένου της ΕΥΠ, προσφέροντάς του διέξοδο με οποιονδήποτε τρόπο.
Η ετυμηγορία του ΣτΕ δεν προκαλεί μόνο ντροπή στον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, αλλά παρατείνει το δράμα των υποκλοπών. Επιπρόσθετα, αυτή η απόφαση έρχεται σε πολιτικά άβολο χρόνο για την κυβέρνηση, με τις ευρωεκλογές να πλησιάζουν και την κοινωνία να είναι στα κάγκελα για τα Τέμπη, την ακρίβεια αλλά και την εγκληματικότητα.
Ο Τσιάρας, σήμερα κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ., ανέβηκε χθες στο βήμα της Βουλής επιχειρώντας να απαντήσει στον Ανδρουλάκη, αλλά δεν βρήκε να πει κουβέντα για το ότι ο νόμος του κρίθηκε αντισυνταγματικός.
«Το ΣτΕ αναφέρθηκε σε ρύθμιση που διορθώθηκε με έναν πολύ συγκεκριμένο νόμο», εννοώντας τον δεύτερο, ακόμα πιο απαράδεκτο, τον νόμο του Γεραπετρίτη το 2022, ήταν ουσιαστικά το μόνο που είπε. Κι έπειτα ανάλωσε τον χρόνο του, μιλώντας για το (ψευδο)οικονομικό θαύμα Μητσοτάκη, που δήθεν… απολαμβάνουν οι Έλληνες πολίτες.
Ελλείψει άλλων επιχειρημάτων ο Τσιάρας, σε μια θλιβερή εμφάνιση, πρόσθεσε βαρύγδουπα ότι πεποίθησή του ήταν και είναι πως «τα θέματα εθνικής ασφαλείας δεν μπορούν να κοινοποιούνται», υπερασπιζόμενος ουσιαστικά την τροπολογία του, που το ΣτΕ του επέστρεψε ως κουρελόχαρτο. Ξεχνώντας μάλλον ότι ο ίδιος ο Μητσοτάκης είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί δημόσια ότι ο Ανδρουλάκης δεν αποτελούσε ποτέ κίνδυνο εθνικής ασφάλειας.
Βέβαια, ο «διορθωτικός νόμος» 5002 του 2022 του Γεραπετρίτη, από τον οποίον πιάστηκε ο Τσιάρας για να μη μιλήσει για την απόφαση-βόμβα του ΣτΕ, είναι ακόμα πιο προβληματικός, υψώνοντας νέα αδικαιολόγητα εμπόδια.
Οι νομικίστικες σοφιστείες της κυβέρνησης για να αποσιωπηθούν οι υποκλοπές αρχίζουν να μετατρέπονται σε βαρύτατες ήττες. Ακόμα και οι χθεσινές δηλώσεις, όπως και τα non papers, διασύρουν το Μαξίμου.
Όπως η διαρροή ότι «με βάση την απόφαση του ΣτΕ η αίτηση του Ανδρουλάκη θα κριθεί από την ολομέλεια της ΑΔΑΕ», ακριβώς επειδή με τις κυβερνητικές παρεμβάσεις η πλειονότητα της ανεξάρτητης επιτροπής έχει αλλάξει σκανδαλωδώς.
Τι υπονοεί, όμως, το Μαξίμου; Ότι θα βρει και νέες, αστείες δικαιολογίες για να μη δώσει το χαρτί παρακολούθησης στον Ανδρουλάκη; Θα ξεπέσει στον απόλυτο θεσμικό εξευτελισμό, δηλαδή, η κυβέρνηση των συγκαλύψεων;
Το Μαξίμου γνώριζε ότι ο μόνος τρόπος να παραπλανήσει αποτελεσματικά την κοινή γνώμη ήταν να μην αποκαλυφθεί η κατάχρηση των διαδικασιών που χρησιμοποιήθηκαν για να στηθούν οι μαζικές παρακολουθήσεις. Με τον Τσιάρα στην καρέκλα του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο νόμος και το Σύνταγμα ήταν τόσο ισχυρά όσο ήθελε ο πρωθυπουργός να είναι.
Ο αντισυνταγματικός νόμος Τσιάρα βάζει την Ελλάδα της φιλελεύθερης κυβέρνησης, καμάρι του «Economist», στο ίδιο καζάνι με χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Ο τότε υπουργός και νυν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ διάβρωσε την ικανότητα των Αρχών να ελέγχουν την κυβέρνηση και πρακτικά κήρυξε τον πόλεμο στον νόμο, λειτουργώντας σαν φρένο στον έλεγχο του σκανδάλου.
Πολιτική ευθιξία να παραιτηθεί ο εισηγητής αντισυνταγματικού νόμου δεν υπάρχει;