Ο σχεδιασμός των τουριστικών επισκέψεων Τούρκων πολιτών στα αιγαιοπελαγίτικα ελληνικά νησιά αποσκοπεί στην εξουδετέρωση των εθνικών αντιστάσεων του ακριτικού πληθυσμού
Του Δημήτριου Νικ. Δασκαλάκη*
Σε προηγούμενο άρθρο μας που επιγραφόταν «Αποκωδικοποιώντας την επίσκεψη Ερντογάν», το οποίο είχε δημοσιευτεί σε αυτήν εδώ την στήλη στις 17-12-2023, είχαμε σημειώσει ότι η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη είχε αξιολογήσει με θετικό πρόσημο την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα, πανηγυρίζοντας για την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών «Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας» Ελλάδας – Τουρκίας.
Δόλος
Ο πολιτικός διάλογος, η θετική ατζέντα και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης -αποτελούν τους τρεις πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η Διακήρυξη των Αθηνών- στοχεύουν στη φθορά του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων πολιτών, καλλιεργώντας σε μια σημαντική μερίδα του ελληνικού λαού μια τάση συμβιβασμού και αποδοχής των παράλογων τουρκικών αξιώσεων, προς όφελος δήθεν της οικονομίας, της ασφάλειας και της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο χωρών.
Ειδικά μάλιστα στην κατά παρέκκλιση της Συμφωνίας Σένγκεν δυνατότητα των Τούρκων πολιτών να επισκέπτονται χωρίς βίζα για επτά ημέρες δέκα προεπιλεγμένα ελληνικά νησιά του Αιγαίου υποκρύπτεται μια άθλια επιδίωξη εθνικού κακουργηματικού δόλου της άρχουσας πολιτικής ελίτ εις βάρος του ελληνικού λαού, τα συμφέροντα του οποίου υποτίθεται ότι έχει κληθεί να προστατεύει. Με τη διοργάνωση τουριστικών επισκέψεων στα ελληνικά ακριτικά νησιά του Αιγαίου επιδιώκεται η δημιουργία ενός κλίματος (πλασματικής και νομιζόμενης) ελληνοτουρκικής φιλίας και προσέγγισης, με σκοπό την παγίδευση του νησιωτικού πληθυσμού στην εσφαλμένη αντίληψη ότι δήθεν το σημερινό τουρκικό κράτος έχει αλλάξει και δεν αποτελεί πλέον απειλή για την εθνική υπόσταση και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Στην πραγματικότητα βέβαια η σημερινή πολιτική ηγεσία της Τουρκίας επιχειρεί να εγκλωβίσει την πατρίδα μας -μέσω της διαπραγματευτικής διαδικασίας- στα επεκτατικά της σχέδια, αποτελώντας την ιστορική συνέχεια της Τουρκίας του Κεμάλ (Σμύρνη 1922), της Τουρκίας του Μεντερές (Κωνσταντινούπολη, «Σεπτεμβριανά» 1955) και της Τουρκίας του Ετζεβίτ (στρατιωτική επιχείρηση «Αττίλας», Κύπρος 1974). Την ίδια στιγμή οφείλουμε να μην υποβαθμίζουμε τον απειλητικό κίνδυνο της Τουρκίας του Ερντογάν, έχοντας ενώπιον των οφθαλμών μας την ελληνοτουρκική κρίση του 2020, που οδήγησε τις δύο χώρες στο χείλος της εμπόλεμης σύρραξης.
Ο σχεδιασμός των τουριστικών επισκέψεων Τούρκων πολιτών στα αιγαιοπελαγίτικα ελληνικά νησιά αποσκοπεί -μέσω της οικονομικής δραστηριότητας και αλληλογνωριμίας- στην εξουδετέρωση των εθνικών αντιστάσεων του ακριτικού πληθυσμού προκειμένου να μην εναντιωθεί, αλλά να συναινέσει στην προσχεδιασμένη και προσυμφωνημένη αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Αιγαίου.
Στις 24-7-1923 υπογράφεται η Συνθήκη της Λωζάννης, που καθόρισε τα σύνορα του σύγχρονου τουρκικού κράτους, και στις 7-12-2023, δηλαδή με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την υπογραφή της, εγκαινιάζεται μια νέα διπλωματική πρωτοβουλία (με άγνωστο περιεχόμενο) για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, η οποία όμως ενέχει σοβαρούς κινδύνους και παγίδες για την ασφάλεια της εθνικής μας κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Αν οι Έλληνες πολίτες πιστεύουν ότι η σύγχρονη Τουρκία έχει υιοθετήσει ως τρόπο επίλυσης των διαφορών της με τα γειτονικά κράτη τις αρχές του διαλόγου και του Διεθνούς Δικαίου, πλανώνται πλάνην οικτρά.
Καλό είναι να θυμόμαστε πάντα ότι η Τουρκία, ανάλογα με τις επικρατούσες γεωπολιτικές συνθήκες, δεν διστάζει να προσφεύγει στη χρήση στρατιωτικής βίας (Ιράκ, Συρία) ή να θέτει την προοπτική της ένοπλης αντιπαράθεσης στην περίπτωση ατυχούς έκβασης μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας (Ελλάδα), επιχειρώντας να εκφοβίσει τους λαούς των όμορων χωρών και υπονομεύοντας σταθερά την εθνική τους κυριαρχία.
Κατεστημένο
Κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε στο αναγνωστικό κοινό ορισμένες σημαντικές δηλώσεις των κυριότερων εκπροσώπων του τουρκικού πολιτικού κατεστημένου, που έλαβαν χώρα προ πεντηκονταετίας και προσγειώνουν στη σκληρή πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων την αιθεροβάμονα και αλλοπρόσαλλη ελληνική πολιτική τάξη.
Ο Ergun Goze, αρθρογράφος της εφημερίδας «Tercuman», έγραφε στο φύλλο της εφημερίδας της 30ής Ιανουαρίου 1975 τα εξής: «Επαναλαμβάνουμε ότι το Κυπριακό δεν είναι το μόνο μας πρόβλημα με την Ελλάδα. Υπάρχουν τα προβλήματα της Δυτικής Θράκης, των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας, της αλιείας και του εναέριου χώρου – με άλλα λόγια η Μεγάλη Ιδέα και τα παρακλάδια της. Ανάμεσα σε αυτά πρώτο έρχεται το πρόβλημα των Δωδεκανήσων. Πρέπει χωρίς άλλο να πάρουμε από τους Έλληνες τα νησιά εκείνα της Δωδεκανήσου που βρίσκονται μέσα στα χωρικά μας ύδατα. Το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η αποστρατιωτικοποίησή τους».
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Suleyman Demirel, μιλώντας στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Άγκυρας στις 18 Αυγούστου 1976 δήλωνε χαρακτηριστικά τα εξής: «Όλα τα προβλήματα προκλήθηκαν από την Ελλάδα, η οποία εδώ και 13 χρόνια παραβιάζει συνεχώς τις Συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων. Δηλώνω κατηγορηματικά ότι τα ελληνικά νησιά δεν μπορούν να παραμείνουν οχυρωμένα και δεν θα παραμείνουν». (Από το βιβλίο «Εθνικοί κίνδυνοι – Η δημοκρατία σε κρίση, Εξωτερικές απειλές» του Γεωργίου Μαύρου, Αθήνα 1978, Εκδόσεις Ατλαντίς, σελ. 149 και 155).
Από τις πιο πάνω δηλώσεις δεν καταλείπεται η παραμικρή αμφιβολία ότι η τουρκική διπλωματία εργάζεται με ιδιαίτερη επιμονή, μεθοδικότητα και με σταθερή προσήλωση στην επίτευξη των γεωστρατηγικών της στόχων.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να διατυπώσουμε με απόλυτη σαφήνεια και καθαρότητα την προσωπική μας θέση αναφορικά με την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα: Η υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών «Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας» Ελλάδας – Τουρκίας σηματοδοτεί την εκκίνηση μιας fast track διαπραγματευτικής και διπλωματικής διαδικασίας, η οποία θα καταλήξει με μαθηματική ακρίβεια στην απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας, ήτοι στη διχοτόμηση του Αιγαίου, που θα πραγματοποιηθεί με δύο εναλλακτικά ισοδύναμους τρόπους: είτε πολιτισμένα, δηλαδή με τη συμφωνημένη προσφυγή στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, είτε άκομψα, δηλαδή με την πρόκληση θερμού πολεμικού επεισοδίου.
Κατά την άποψη του γράφοντος, ως μόνη θεσμικά αποδεκτή και νόμιμη συνθήκη για την παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο ΔΔΧ νοείται η περιγραφή (στο συνυποσχετικό) ως μοναδικού επίδικου ζητήματος προς δικαστική εξέταση η οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο, με την ταυτόχρονη αναγνώριση της πλήρους επήρειας των ελληνικών νησιών, όπως άλλωστε επιτάσσει το Δίκαιο της Θάλασσας. Η συμπερίληψη οποιασδήποτε άλλης «διαφοράς» θα πλήξει καίρια και ανεπανόρθωτα τον πυρήνα της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας.
Η τελική κατάρτιση του συνυποσχετικού που τυχόν θα ενσωματώνει τις παράλογες τουρκικές διεκδικήσεις (όπως είναι ο περιορισμός του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, η παραίτηση από το δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., η αποστρατιωτικοποίηση ορισμένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, «η αμφισβητούμενη κυριαρχία νησίδων και βραχονησίδων» κ.λπ.) δεν θα θεωρηθεί απλώς μια άτακτη υποχώρηση της ελληνικής διπλωματίας από την πάγια αρχή και θέση της, αλλά θα καταγραφεί από τον ιστορικό του μέλλοντος ως το Κυλώνειο Άγος ολόκληρου του πολιτικού συστήματος άσκησης εξουσίας.
Με την επαίσχυντη Συμφωνία των Πρεσπών δεν εκχωρήθηκε απλώς το ελληνικό όνομα της Μακεδονίας, αλλά προκλήθηκε ανεπούλωτο τραύμα στο εθνικό συναίσθημα των Ελλήνων, γεγονός που έχει οδηγήσει στην ανεπίτρεπτη σχετικοποίηση του (απόλυτου) δικαιώματος υπεράσπισης της ελληνικότητας γεωγραφικών περιοχών, τις οποίες εποφθαλμιούν με αρπακτική διάθεση γειτονικά κράτη.
Κάθε αγώνας που δεν δίνεται με την εθνική πεποίθηση για τη νικηφόρα έκβασή του προλειαίνει το έδαφος για την επόμενη εθνική ήττα και ταπείνωση. Όσο οι πολίτες διστάζουν να αναλάβουν τον αγώνα για την υπεράσπιση των εθνικών δικαίων, όσο δεν αποτινάζουν την παρασιτική νεοταξίτικη πολιτική ελίτ, που ως βδέλλα στραγγίζει κάθε ικμάδα της αγνής φιλοπατρίας τους, κάθε νέα «εθνική σφαλιάρα» θα διαδέχεται την προηγούμενη, μέχρι τον ολοκληρωτικό εθνικό μας αφανισμό.
Ας έχουμε όμως τούτο υπόψη μας: Η αδιαφορία είναι μια κατάσταση χειρότερη από την ήττα, επειδή η ήττα προϋποθέτει αγώνα που δόθηκε και χάθηκε, ενώ η αδιαφορία συνιστά παραίτηση από αγώνα που δεν δόθηκε ποτέ.
*Δικηγόρος Αθηνών