Ό,τι και να μπει τώρα στο χαρτί και όποια υπόσχεση και να δοθεί, τα κονδύλια ανοικοδόμησης θα διέρχονται μέσω Ουάσινγκτον, Βρυξελλών και διεθνών οργανισμών
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Η Ελλάδα και η Ουκρανία διαπραγματεύονται επί του τελικού κειμένου ενός «Μνημονίου Κατανόησης» -και όχι διακρατικής σύμβασης αυξημένης ισχύος- και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν δηλώνει ότι «δεν ήταν δυνατόν να υπογράψω εν κρυπτώ κάποια συμφωνία», είναι απολύτως ειλικρινής (σε αντίθεση, δηλαδή, με τη στάση που τήρησε στην Προκαταρκτική για τη Δικαιοσύνη το 2020, στο σκάνδαλο των υποκλοπών το 2022 και στην Εξεταστική για τα Τέμπη το 2024).
Τα αρμόδια στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών έχουν επεξεργαστεί ένα Μνημόνιο σχετικά ήπιου περιεχομένου και διατυπώσεων, που -τουλάχιστον στην παρούσα, μη οριστικοποιημένη μορφή του- δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη -γνωστή από τον Φεβρουάριο του 2022- ελληνική πολιτική στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας.
Το Μνημόνιο διαιρείται σε οκτώ κεφάλαια (μεταξύ αυτών, για την αμυντική συνεργασία, τις κυρώσεις, τις διμερείς σχέσεις και την ανοικοδόμηση) και έχει ληφθεί μέριμνα ώστε να αποτραπεί η παρερμηνεία θεμελιωδών πτυχών της ελληνικής συνταγματικής τάξης και της εθνικής νομοθεσίας. Ασφαλώς, όπως συμβαίνει σε όλα τα παρόμοια κείμενα, περιγράφεται μόνο το γενικό πλαίσιο συνεργασίας και δεν περιέχονται λεπτομέρειες για το είδος ή τις ποσότητες του χορηγούμενου στρατιωτικού υλικού. Αφού, δε, επί διετία η Αθήνα προσφέρει στο Κίεβο υλικό που η αξία του ισοδυναμεί με το κόστος ανέγερσης δυόμισι ή τριών νοσοκομείων στην Ελλάδα, θα αποτελούσε ειρωνεία η εκ των υστέρων υπογραφή ρυθμίσεων για πυραύλους Stinger ή βλήματα των 105, 155 και 203 χιλιοστών.
Όμως, από την άλλη πλευρά, η πάγια τακτική προσωπικής διπλωματίας του Πρωθυπουργού ήδη τείνει να απονομιμοποιήσει το Μνημόνιο, περιπλέκοντας τις διπλωματικές κινήσεις και επιβαρύνοντας το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Προφανώς, φοβούμενος πολιτικό κόστος εν όψει των ευρωεκλογών, ο κ. Μητσοτάκης απέκρυψε τις συζητήσεις για το Μνημόνιο (σ.σ.: η στήλη έχει αποκαλύψει την επικείμενη υπογραφή του από τις 13 Μαρτίου).
Ήταν, ωστόσο, αρκετό ένα λακωνικό «tweet» του Ουκρανού προέδρου Β. Ζελένσκι στις 21 Μαρτίου, προς εξυπηρέτηση δικών του σκοπιμοτήτων, ώστε να καταρρεύσει η τακτική του Έλληνα πρωθυπουργού. Κατόπιν αυτού, παρατηρείται το οξύμωρο, το Μέγαρο Μαξίμου να προκαλεί ανησυχία και καχυποψία στην κοινή γνώμη για κάτι αναμενόμενο. Έκανε το λάθος να μη μιμηθεί την απόλυτη διαφάνεια που υιοθέτησαν για τις δικές τους, «πιο προχωρημένες» συμφωνίες με την Ουκρανία η Βρετανία στα μέσα Ιανουαρίου, καθώς και η Γαλλία και η Γερμανία στα μέσα Φεβρουαρίου.
Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργούνται τα εξής ζητήματα:
1. Είναι άγνωστοι οι λόγοι που ο κ. Μητσοτάκης σύρεται δημοσίως και ανέχεται το ξαφνικό άνοιγμα τέτοιων κρίσιμων θεμάτων από τον κ. Ζελένσκι. Ασφαλώς, ο Ουκρανός πρόεδρος ούτε «άγιος» είναι ούτε φημίζεται για τη διπλωματικότητά του. Έχει επανειλημμένα αποπειραθεί να εκβιάσει τις αποφάσεις ηγετών πανίσχυρων κρατών, όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζ. Μπάιντεν, ο Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν και ο Γερμανός καγκελάριος Ο. Σολτς. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι οι προαναφερθέντες και άλλοι επανέφεραν δημοσίως στην τάξη τον κ. Ζελένσκι, ενώ ο κ. Μητσοτάκης αρκέστηκε σε μία σύντομη δήλωση.
Είπε ότι «η Ελλάδα στηρίζει σταθερά τη δυνατότητα της Ουκρανίας να αμύνεται, χωρίς να θέτει εν αμφιβόλω την επιχειρησιακή δυνατότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεών μας». Επειδή δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Ζελένσκι υπαινίσσεται ή απαιτεί υλοποίηση συμφωνηθέντων, επαναφέρεται το ερώτημα τι πιθανόν του υποσχέθηκε ή δεν του απέκλεισε ρητά ο κ. Μητσοτάκης κατά την πανηγυρική συνάντησή τους στην Αθήνα στις 21 Αυγούστου 2023 ή και στην Οδησσό στις 6 Μαρτίου φέτος.
2. Είναι προφανές ότι ο κ. Ζελένσκι δεν αρκείται στο «Μνημόνιο Κατανόησης», αλλά επιδιώκει να το συνδέσει de facto (αφού δεν μπορεί νομικά) με τη χορήγηση κάποιου ελληνικού αντιαεροπορικού συστήματος. Ορθώς ο κ. Μητσοτάκης πρόσθεσε ότι «τα ζητήματα της αεράμυνας είναι ευαίσθητα», αλλά απέφυγε να αποκλείσει κατηγορηματικά την πιθανότητα μελλοντικής χορήγησης κάποιου εκ των ανατολικής προέλευσης S-300 και TOR M1 ή και του δυτικού Hawk, υπό την προϋπόθεση άμεσης αντικατάστασής του, όπως έχει συζητηθεί σε διπλωματικό επίπεδο. Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει μεν, μεσοπρόθεσμα, να βρουν λύση υποστήριξης ή αντικατάστασης των αντιαεροπορικών μέσων ανατολικής κατασκευής, αφού θα εμπίπτουν στις κυρώσεις για πολλά χρόνια, αλλά πρακτικά είναι επικίνδυνη ακόμα και η απλή αναφορά σε «άμεση» αντικατάσταση. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η χρονική έννοια του αόριστου όρου «άμεσα» και, αν υπήρχε διεθνές απόθεμα ή δυνατότητα ταχείας βιομηχανικής κατασκευής τέτοιων συστημάτων, θα χορηγούνταν απευθείας στην Ουκρανία από μία μεγάλη δυτική χώρα.
3. Παραμένει ασαφές αν ο κ. Μητσοτάκης θα αποτολμήσει την κύρωση του «Μνημονίου Κατανόησης» από τη Βουλή των Ελλήνων ή -κι αν ακόμα ο νομικός τύπος του δεν το απαιτεί τελικά- θα προχωρήσει σε μία σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση. Πάντως, ο κ. Μακρόν έχει δώσει το παράδειγμα της κύρωσης από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση και ο κ. Σολτς παρουσίασε στην Μπούντεσταγκ τη συμφωνία χορήγησης οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία.
4. Η Ελλάδα βρίσκεται, πραγματικά, στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», αλλά δεν ωφελείται από την καλλιέργεια περαιτέρω εντάσεων με τη Ρωσία. Από το ένα άκρο, της προπολεμικής εποχής μέλιτος του κ. Μητσοτάκη με τη Μόσχα (ενεργειακά σχέδια, πυροσβεστικά αεροσκάφη, απόρριψη των αμερικανικών προειδοποιήσεων για την εισβολή) και τις, εν μέσω πολέμου, διακριτικές διπλωματικές κινήσεις (προξενικές και άλλες διευθετήσεις, απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την Gazprom, διευκόλυνση μεταφοράς ρωσικού πετρελαίου από ελληνικές ναυτιλιακές εταιρίες), φτάνουμε στο άλλο άκρο. Ο Πρωθυπουργός διακινδυνεύει να φορτώσει στη χώρα το μελλοντικό κόστος αποζημίωσης της Ρωσίας λόγω παραβίασης του συμβολαίου των S-300 (απαγόρευση μεταβίβασης χωρίς γραπτή συναίνεση του κατασκευαστή).
Κατά τον ίδιο τρόπο που ο «οικονόμος» κ. Κ. Σημίτης απλώς ενοικίασε το συγκεκριμένο πυραυλικό σύστημα τον Δεκέμβριο του 1998 από την Κυπριακή Δημοκρατία (που ήταν ο αρχικός αγοραστής), μεταθέτοντας το κόστος αγοράς στην κυβέρνηση Καραμανλή και τις επόμενες.
Παράλληλα, από το υπουργείο Εξωτερικών έχουν επισημανθεί προς την κυβερνητική ηγεσία δύο σημεία μείζονος οικονομικής σημασίας: Αφενός, ότι το «Μνημόνιο Κατανόησης» πρέπει να επιβεβαιώνει μόνο το «πάγωμα» ρωσικών κεφαλαίων, χωρίς να επιτρέπει την αναγκαστική κατάσχεση και τη χρήση των τόκων τους ή των κερδών από δευτερογενείς επενδύσεις. Προφανώς, το ενδιαφέρον ορισμένων ημεδαπών διαχειριστών κεφαλαίων δεν υπερτερεί του εθνικού συμφέροντος. Αφετέρου, επισημαίνεται η ανάγκη αποφυγής συγκεκριμένων αναφορών του Μνημονίου σε κατασκευαστικά έργα στην Οδησσό ή σε ενεργειακά δίκτυα, όπως αξιώνουν από το Μέγαρο Μαξίμου ορισμένες «βιαστικές» εταιρίες αυτών και άλλων κλάδων.
Άλλωστε, ό,τι και να μπει τώρα στο χαρτί και όποια υπόσχεση και να δοθεί, τα κονδύλια ανοικοδόμησης θα διέρχονται μέσω Ουάσινγκτον, Βρυξελλών και διεθνών οργανισμών με κριτήρια διαφορετικά από τα ελληνικά.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη