Το 1821 το έθνος μας, με το ξίφος στο χέρι, όρμησε στο ανέφικτο για να το υποτάξει στη θέλησή του για Ελευθερία. Και το κόστος ήταν βαρύ
Του Παναγιώτη Λιάκου
«Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους. Θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήση».
Απόσπασμα από τον όρκο της Φιλικής Εταιρείας
Η κόλαση της σκλαβιάς έληξε μ’ ένα όργιο αίματος. Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος για τον Ελληνισμό. Αυτή απομένει όταν δεν διαχειριζόμαστε σωστά τις βραχείες ειρηνικές περιόδους. Το 1821 το έθνος μας, με το ξίφος στο χέρι, όρμησε στο ανέφικτο για να το υποτάξει στη θέλησή του για Ελευθερία. Και το κόστος ήταν βαρύ. Για να αποδράσουμε από τον οθωμανικό τάφο και να βγούμε μέχρι το φως υποχρεωθήκαμε να κατεβούμε πρώτα όλα τα σκαλιά της Κόλασης και να αντικρίσουμε στα μάτια όλους τους φόβους και τις αδυναμίες μας. Ξύσαμε όλες τις πληγές μας και η οδύνη θρόνιασε την παραφροσύνη εκεί που κάποτε έστεκε η φρονιμάδα. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, στη συνάντησή του με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη στην Αίγινα, που έγινε το 1828, λέει κάτι συγκλονιστικό για την υποδοχή του απ’ όσους είχαν απομείνει στην πικρή πατρίδα:
«“Ζήτω ο Κυβερνήτης μας, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας”, εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από τες σπηλιές∙ δεν ήτον το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος∙ η γη εβρέχετο από δάκρυα∙ εβρέχετο η μερτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από το γιαλό εις την Εκκλησία∙ ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού έσχιζε την καρδιά μου∙ μαυροφορεμένες, γέροντες, μου εζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους»*. Η εικόνα που περιγράφει ο πρώτος και καλύτερος Κυβερνήτης του νέου ελληνικού κράτους είναι πέρα από κάθε φαντασία. Ένας τόπος πλημμυρισμένος στα δάκρυα γεμάτος τραυματίες πολέμου, μαυροντυμένες γυναίκες και γέροντες που ζητούν από τον αρχηγό του κράτους να αναστήσει τους πεθαμένους συγγενείς τους. Η εικόνα των εξουθενωμένων και απελπισμένων ανθρώπων μετά τον πόλεμο, όταν υπήρχαν ακόμα οι καπνοί από τα πυρπολημένα χωριά και τα αποτεφρωμένα δάση, που άφησαν πίσω τους οι ορδές των αποχωρούντων βαρβάρων, φανερώνει πόσο τιτάνιο ήταν το έργο που ανέλαβε το επαναστατημένο έθνος. Η ύψωση της σημαίας έγινε ταυτόχρονα με την ύψωση των όπλων εναντίον των Τούρκων∙ κι αυτή η έγερση δεν θα ήταν εφικτή δίχως τη συστηματική υπόμνηση του μίσους, που οφείλουν να νιώθουν όλοι οι σκλάβοι για τον δυνάστη τους.
Ο Σκώτος ιστορικός και φιλέλληνας George Finlay (1799-1875), που βρέθηκε στην Ελλάδα την εποχή της Εθνεγερσίας, γράφει στο «Η Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης»** για τις πολιτικές και πρακτικές επιδιώξεις της Φιλικής Εταιρείας, που χρησιμοποιούσε και αναπαρήγαγε τη ρητορική του μίσους:
«Ήταν πολιτική τους (σ.τ.σ. των Φιλικών) να καταστήσουν αδύνατη την ειρήνη μέσω της πρακτικής που αποκάλεσαν βάπτισμα της Επανάστασης στο αίμα. Ξύπνησαν σφοδρή εχθροπάθεια και άφησαν στους άλλους την αποστολή της εύρεσης τρόπων ώστε να επιτευχθούν νίκες. Ήταν σίγουροι για την τελική επιτυχία των Χριστιανών αν ο αγώνας λάμβανε διαστάσεις ζωής και θανάτου. Ενέπνεαν την αναγκαιότητα εξόντωσης κάθε Τούρκου, γιατί ο τουρκικός πληθυσμός στην Ελλάδα ήταν μικρός και δεν μπορούσε να αναπληρωθεί. Γνώριζαν ότι οι Έλληνες ήταν πάρα πολύ πολλοί για να εξοντωθούν από τους Τούρκους, ακόμη κι αν η Τουρκία ίδρυε μια μουσουλμανική Φιλική Εταιρία. Η σφαγή ανδρών, γυναικών και παιδιών θεωρήθηκε, επομένως, ένα απαραίτητο μέτρο σοφής πολιτικής, και τα λαϊκά τραγούδια μιλούσαν για τους Τούρκους ως μια φυλή που έπρεπε να εξαφανιστεί από προσώπου γης»***.
Αυτό το μίσος, λοιπόν, το ιερό, ήταν εκείνο που χρησιμοποιήθηκε σαν καύσιμο για να φωτίσει την πατρίδα ο ήλιος της Ελευθερίας…
*Γ. Βαλέτα «Τερτσέτη Άπαντα – Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα», Τόμος Γ΄, ενότητα «Απόλογα για τον Καποδίστρια», σελ. 241.
**George Finlay, History of the Greek revolution, William Blackwood and sons, Edinburgh and London:1861, Vol 1, σελ. 188.
***Ο Finlay αυτή την αναφορά του για τα δημοτικά τραγούδια που μιλούσαν για την ανάγκη αφανισμού των Τούρκων από προσώπου γης την υπομνηματίζει με μια φράση γραμμένη στα ελληνικά: «Τούρκος μη μείνει στον Μωρεά, μηδέ στον κόσμον όλον». Σχολιάζει, δε, ότι αυτό ήταν ένα δημοτικό τραγούδι που βρισκόταν στα χείλη όλων την εποχή της Επανάστασης.
Με το μίσος επιβιώσαμε και αναστηθήκαμε.
Με την ποινικοποίηση του μίσους κατά του εχθρού, πεθαίνουμε
Σε απολαμβάνω πάντα κ. Λιάκο.
Χρόνια πολλά.