Η αξιολόγηση της σύνθετης και ψηφιακής εικόνας αποκτά τεράστια σημασία για την αντίληψη του πολίτη για κάθε εισρέουσα πληροφορία
Της Σωτηρίας Ορφανίδου*
Στην ελληνική έκδοση του περιοδικού «Le Monde Diplomatique» στο τεύχος 14, Ιούνιος 1998, δημοσιεύτηκε κείμενο με τίτλο «Οι ψευδαισθήσεις της εικονικής πραγματικότητας» (σελ. 80-84), συντάκτης του οποίου είναι ο Philippe Quéau, διευθυντής του τμήματος Πληροφορίας και Πληροφορικής στην UNESCO.
Σε αυτό παρουσιάζονται τόσο τεχνικές περιγραφές των νέων τεχνολογιών -που είναι πλέον επίκαιρες σήμερα- όσο και προβληματισμοί και σημαντικές προεκτάσεις. Όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή, με τις ψηφιακές και συνθετικές εικόνες «όλα γίνονται δυνατά, οποιοδήποτε τρικ, κάθε προσομοίωση, κάθε νοθεία».
Ο Philippe Quéau κάνει ευθέως λόγο για «επανάσταση». «Εδώ και κάποια χρόνια ο κόσμος των εικόνων ζει μια επανάσταση που οι συνέπειές της δεν έχουν γίνει πλήρως αντιληπτές. Αυτή η επανάσταση μπορεί να συγκριθεί με την ανακάλυψη του αλφαβήτου, με τη γέννηση του τυπογραφείου ή με την εφεύρεση της φωτογραφίας.
»Πράγματι, δεν πρόκειται απλά και μόνο για μια τροποποίηση ή μια διαφοροποίηση των γνωστών οπτικοακουστικών τεχνικών, αλλά για την εμφάνιση ενός συστήματος αυτόνομης αναπαράστασης, ενός πρωτότυπου εργαλείου γραφής που συνδέει μ’ έναν πρωτόγονο τρόπο την πληροφορική, τις τηλεπικοινωνίες και την «κλασική» οπτικοακουστική, και που αποτελεί ένα καινούργιο μέσο δημιουργίας αλλά και γνώσης».
Η σύγκριση με την ανακάλυψη του αλφαβήτου, δηλαδή της γραφής, φανερώνει το μέγεθος της αλλαγής που θα φέρει αυτός ο νέος τρόπος επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για πολιτισμική πρόοδο ή ένα τεχνολογικό επίτευγμα, αλλά για ένα εντελώς νέο δομικό στοιχείο στον σκελετό των κοινωνιών. «Αυτή τη στιγμή γεννιέται ένας πολιτισμός, που έχει σημαντικό και μερικές φορές ανησυχητικό αντίκτυπο στη δημοκρατία και τη διαμόρφωση των πολιτών».
Οι διαφορές σε σχέση με τις δυνατότητες δημιουργίας εικόνων κατά το παρελθόν είναι τεράστιες. Οι άνθρωποι παύουν να είναι παθητικοί θεατές και έχουν τη δυνατότητα να αλληλεπιδρούν και να τροποποιούν τους εικονικούς κόσμους. «Η εικόνα που υπολογίζεται στιγμιαία [σ.σ.: δηλαδή η δημιουργία και επεξεργασία της μέσω υπολογιστή] δεν καταγράφεται πια μια για πάντα όπως στον κινηματογράφο ή στο βίντεο, αλλά αναπαράγεται κατά παραγγελία, ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται και τις αντιδράσεις του χρήστη». Ο χρήστης γίνεται έτσι μέρος αυτής της πραγματικότητας και αποκτά μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας.
Η δύναμη των εικονικών πραγματικοτήτων φαίνεται να είναι τόσο μεγάλη, ώστε να είναι ικανή να δημιουργήσει διαχωρισμούς μεταξύ των ανθρώπων. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, παρατηρείται ήδη σήμερα. Η κοινωνική -και συχνά και η πολιτική- ζωή εκτυλίσσεται σε σημαντικό βαθμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι διαδικτυακές κοινότητες έχουν εξελιχτεί ώστε να είναι σχεδόν το ίδιο ισχυρές και πραγματικές, όσο οι υπόλοιπες κοινότητες του φυσικού κόσμου. Και όσοι δεν ανήκουν σε αυτές μένουν αποκομμένοι από ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής ζωής και αλληλεπίδρασης, καθώς οι κοινότητες αυτές κερδίζουν ολοένα και περισσότερα μέλη.
Έτσι, ο Quéau κάνει λόγο για μια «νέα πραγματικότητα», επισημαίνοντας παράλληλα τον αποκλεισμό που ενδέχεται να υποστούν όσοι δεν ακολουθήσουν τη ζωή στους νέους αυτούς κόσμους. «Οι ψηφιακές και συνθετικές εικόνες καθώς και οι εφαρμογές εικονικής πραγματικότητας θα αποτελούν ολοένα και περισσότερο ένα είδος “νέας πραγματικότητας”, πλάι στην πραγματικότητα, που όμως θα είναι απόλυτα σε θέση να μας βοηθήσει να την κατακτήσουμε και να την καταλάβουμε, ή αντίθετα θα μπορεί, όντας τόσο δυνατή, να εντείνει την απομόνωση και την αλλοτρίωση όσων δεν θα έχουν πρόσβαση σ’ αυτό το καινούργιο συμβολικό σύστημα».
Ο βασικός λόγος που οδηγεί στη διατύπωση προβληματισμών είναι πως μέσω της νέας τεχνολογίας «είναι δυνατή η προσομοίωση αυτού που δεν υπάρχει ακόμα ή που δεν θα υπάρξει ποτέ». Οι τεχνολογικές εφαρμογές, που σήμερα είναι ευρέως διαθέσιμες σε κάθε απλό χρήστη, δημιουργούν εικονικούς κόσμους ή τεχνητές εικόνες, για τις οποίες δεν μπορεί να είναι πάντοτε γνωστό ή σαφές εάν και κατά πόσο απεικονίζουν ή αποτελούν μια πραγματικότητα. Τα όρια μεταξύ προσομοίωσης και αλλοίωσης της πραγματικότητας γίνονται δυσδιάκριτα και ο θεατής και πολίτης καλείται μόνος του να τα αποσαφηνίσει.
Στο κείμενο του Quéau συναντάμε, επίσης, περιγραφή που θυμίζει τη δημοφιλή κατά την 4η Βιομηχανική Επανάσταση έννοια της «συγχώνευσης φυσικού και ψηφιακού κόσμου». Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για “μπόλιασμα” ή “υβριδοποίηση” ανάμεσα στο σώμα και στην εικόνα, δηλαδή ανάμεσα στην πραγματική φυσική αίσθηση και την εικονική αναπαράσταση».
Παράλληλα, επισημαίνεται ο κίνδυνος του αποπροσανατολισμού και της σύγχυσης μεταξύ των πραγματικοτήτων: «Θα χρειαστούν νέες φόρμες νοητικής πλεύσης για να προσανατολιστούμε μέσα σ’ αυτούς τους λαβυρίνθους της πληροφορικής, που συνεχώς αναπλάθονται. […] Τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο γίνονται ολοένα και πιο στενά, και είναι όλο και πιο δύσκολο να ελέγχουμε τα κριτήρια που επιτρέπουν να διακρίνουμε τα διαφορετικά επίπεδα αλήθειας των αναπαραστάσεων και να αξιολογούμε την αξιοπιστία τους».
Ο Quéau διατυπώνει, επίσης, σημαντικές προτάσεις για την αντιμετώπιση και τη διαχείριση της εισβολής των εικονικών πραγματικοτήτων στην καθημερινότητα. «Είναι επείγον να διαμορφωθεί μια συνείδηση αυτών των προβλημάτων, να βελτιωθεί η εκπαίδευση του πολίτη, να προωθηθούν το συντομότερο οι τεχνικές για μια καινούργια μορφή εκμάθησης, γραφής και ανάγνωσης. Δεν πρέπει πια ποτέ να θεωρήσουμε την εικόνα που έχει γίνει μέσω γραφής [σ.σ.: υπολογιστή] ανεξάρτητη και να τη βλέπουμε απρόσεκτα. Πρέπει στο εξής οι πολίτες να τη διαβάζουν με προσοχή, να την αναλύουν, να τη συγκρίνουν με τα στοιχεία που την περιβάλλουν, όπως έχουν μάθει να κάνουν στον τομέα της γραπτής πληροφορίας».
Με λίγα λόγια, επισημαίνει την τεράστια σημασία της κριτικής σκέψης και ανάγνωσης των προσλαμβανόμενων πληροφοριών, είτε αυτές προσφέρονται μέσω του παραδοσιακού μέσου της γραφής (π.χ. εφημερίδες, βιβλία, κ.λπ.) είτε μέσω της εύπεπτης και ταχύτατα εναλλασσόμενης εικόνας (τηλεόραση, βίντεο, δισδιάστατες ή τρισδιάστατες εικόνες υπολογιστή κ.λπ.).
Η προσπάθεια, όμως, για ανάλυση, αξιολόγηση ή και αμφισβήτηση της εικόνας απαιτείται να είναι ακόμα μεγαλύτερη σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθείται στην περίπτωση του κειμένου. Η εικόνα παρακάμπτει την ανάγκη για αναπαράσταση των νοημάτων στον νου του ανθρώπου, απαιτεί λιγότερη σκέψη και οδηγεί σε μια πολύ πιο σύντομη διανοητική διαδικασία. Γι’ αυτό τα ερωτήματα, που θα λειτουργήσουν ως αναχώματα, τα οποία θα πρέπει να θέσει ο θεατής ή χρήστης, οφείλουν να είναι αμείλικτα και διεισδυτικά.
Ο σύγχρονος χρήστης καλείται να αναπτύξει γρήγορα και ικανά αντανακλαστικά ώστε να μπορεί να «φρενάρει» τον καταιγισμό των εικόνων και των οπτικοακουστικών ερεθισμάτων, με στόχο να προχωρήσει στην επαρκή επεξεργασία τους. Η αξιολόγηση της σύνθετης και ψηφιακής εικόνας αποκτά τεράστια σημασία για την αντίληψη του πολίτη για κάθε εισρέουσα πληροφορία, όμως έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για την αντίληψη κάθε ανθρώπου σχετικά με το ποια είναι κάθε στιγμή η αντικειμενική πραγματικότητα.
*Συγγραφέας