Με αφορμή το νομοσχέδιο για τους γκέι γάμους, αναδύθηκαν η πολιτική και η κοινωνική βαρβαρότητα, καθώς και η υποκρισία της δήθεν προστασίας των πλέον ευάλωτων μελών της κοινωνίας
Του Αλκιβιάδη Κεφαλά*
Η συγκλονιστική ομιλία της Μαρίας Καρυστινού, της τραγικής μάνας που έχασε το παιδί της στο έγκλημα των Τεμπών, ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, δεν ανέδειξε μόνο το εγκληματικό προσωπείο του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αλλά και τη βαρβαρότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Επειδή, με τη χρήση της αριστοτελικής λογικής, η κυρία Καρυστινού έδειξε ότι οι πολιτικοί υπεύθυνοι του εγκλήματος είναι νομικά υπόλογοι, οι τοποθετήσεις των πληρωμένων κονδυλοφόρων του συστήματος και των εγκάθετών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τη μάνα που έχασε το παιδί της για μια ακόμη φορά ανέδειξαν τη βαρβαρότητα μέρους της ελληνικής κοινωνίας, που δεν σέβεται ούτε την ιερότητα του θανάτου μπροστά στο οικονομικό της συμφέρον.
Αυτή λοιπόν η πρωτόγονη κοινωνία και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, αυτοί που δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, στη δημόσια συζήτηση για τον γάμο των ομοφυλοφίλων δεν δίστασαν να επικαλεστούν και τα δικαιώματα των παιδιών για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους.
Την τελευταία τετραετία δημοσιοποιήθηκαν υποθέσεις παιδεραστίας στις οποίες εμπλέκονται είτε ισχυρά πολιτικά πρόσωπα είτε άτομα που «ακουμπούν» τις παρυφές της εξουσίας. Όμως, στην περίπτωση καταδίκης δεν φαίνεται να εξαντλείται το σύνολο της ποινής στη φυλακή. Εάν οι εγκληματίες προσαχθούν σε δίκη, πολιτικοί εμφανίζονται ως μάρτυρες υπεράσπισης.
Εδώ, λοιπόν, έχουμε μια σουρεαλιστική κατάσταση. Οι ίδιοι πολιτικοί που υπερασπίζονταν την παιδεραστία στις δίκες επικαλούνται τα δικαιώματα των παιδιών στον δημόσιο λόγο για να συνηγορήσουν υπέρ του γάμου των ομοφυλοφίλων και του δικαιώματος υιοθεσίας.
Την ίδια στιγμή, εκείνο το μέρος της κοινωνίας που με φανατισμό αντιτίθεται στον γάμο των ομοφυλοφίλων για μία ακόμη φορά διά της ψήφου του έχει φέρει στα έδρανα της Βουλής τους πολιτικούς οι οποίοι λεηλάτησαν τις ψυχές των παιδιών.
Έτσι, με αφορμή το επικείμενο νομοσχέδιο περί γάμου, για μία ακόμη φορά αναδύθηκαν και η πολιτική και η κοινωνική βαρβαρότητα, καθώς και η κοινωνική υποκρισία της δήθεν προστασίας των πλέον ευάλωτων μελών της κοινωνίας, δηλαδή των ορφανών παιδιών.
Επειδή η αλαζονεία και η αμετροέπεια των πολιτικών που αποφασίζουν και νομοθετούν φαίνεται ότι έχουν εκτιναχθεί στο άπειρο, δεν έχει αναφερθεί ποτέ στον δημόσιο λόγο ότι τα υιοθετημένα παιδιά από τα ομόφυλα ζευγάρια δεν θα μπορέσουν ποτέ να σηκώσουν στις ψυχούλες τους το βάρος της υιοθεσίας, επειδή συνεχώς από μικρή ηλικία θα βιώνουν τη βία μιας βάρβαρης και σκληρής κοινωνίας, όπου καθημερινά όλοι, μικροί και μεγάλοι, θα τους επισημαίνουν το γεγονός της υιοθεσίας από ομοφύλους, αστειευόμενοι εις βάρος τους.
Η εγκατάλειψη, η ορφάνια και η υιοθεσία είναι καταστάσεις που τα μικρά παιδιά δύσκολα μπορούν να αντιμετωπίσουν, πόσο μάλλον η υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια. Οι επαναλαμβανόμενες αρνητικές κοινωνικές συμπεριφορές θα διαλύσουν τον ψυχισμό τους.
Σε μια βάρβαρη κοινωνία, ελάχιστοι ενδιαφέρονται για τα πλέον ευάλωτα μέλη της. Είναι λοιπόν αφέλεια να θεωρεί κάποιος ότι η Ν.Δ., με την πιστοποιημένη κοινωνική αναλγησία της, θα ευαισθητοποιούνταν στα δικαιώματα των ομοφύλων, πόσο μάλλον στα δικαιώματα των παιδιών.
Το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων, όπως και αυτό της νομιμοποίησης των μουσουλμάνων μεταναστών, ετοιμάστηκε από τη Ν.Δ. επειδή της το ζήτησαν οι εκπρόσωποι της παγκόσμιας ελίτ στην Αθήνα.
Πράγματι, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η αμερικανική πρεσβεία των Αθηνών, από την κυβέρνηση της οποίας εκπορεύεται η παγκοσμιοποίηση, είχε υψώσει την σημαία των ΛΟΑΤΚΙ+ στην είσοδο του οικήματός της.
Η αμφισβήτηση και η διάλυση των διαχρονικών καταξιωμένων κοινωνικών δομών, και η αντίστοιχη δημιουργία νέων είναι η επιδίωξη των ελίτ.
Η αμφισβήτηση της παραδοσιακής οικογένειας και των υφιστάμενων εθνικών δομών, καθώς και η καθολική επιβολή της βαρβαρότητας θα εξουδετερώσουν τις κοινωνικές αντιδράσεις στη δικτατορία της παγκοσμιοποίησης και την αλλαγή των οικονομικών δεδομένων.
*∆ιδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, UK, τ. διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών