Του Μιχάλη Κάχρη*
Η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, καθώς και οι πολιτικές δυνάμεις που διευκολύνουν τις μεθοδεύσεις της ισχυρίζονται ότι με την 1238/2020 απόφαση του Α.Π. έπεσε η αυλαία στην υπόθεση ΛΕΠΕΤΕ. Κάνουν λάθος. Το σκάνδαλο δεν παραγράφεται και, προς μεγάλη τους έκπληξη, θα έχει εντυπωσιακή συνέχεια.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο Λογαριασμός Επικούρησης Προσωπικού ΕΤΕ (ΛΕΠΕΤΕ),όπως προκύπτει από το πρακτικό συνεδρίασης 13/18.11.1949 του Γενικού Συμβουλίου της τράπεζας, συνεστήθη από την τότε διοίκηση με τη μορφή ενός έντοκου κοινού λογαριασμού ειδικού σκοπού, δηλαδή ενός λογαριασμού περιουσίας, σκοπός του οποίου ήταν η μετεργασιακή παροχή στους συνταξιούχους της ΕΤΕ. Ο ΛΕΠΕΤΕ διέπεται από τον ειδικό κανονισμό λειτουργίας του, τον οποίο συνέταξε η τράπεζα με βάση την παραπάνω απόφαση, και τελεί υπό τη διαχείριση 8μελούς επιτροπής που ορίζει η εκάστοτε διοίκηση της τράπεζας, με συμμετοχή πάντα και του συνδικαλιστικού φορέα. Βασικοί του πόροι ήταν η εισφορά των εν ενεργεία μισθωτών κατά 3,50% επί των πάσης φύσεως αποδοχών και της τράπεζας κατά 9%. Ο ΛΕΠΕΤΕ αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα των γεν. όρων εργασίας που περιέχονται στις ατομικές συμβάσεις εργασίας κάθε μισθωτού από τη στιγμή που η τράπεζα τον προσλαμβάνει.
Μόνο που, αντί για τη στήριξη των συνταξιούχων, στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η υπόθεση ΛΕΠΕΤΕ απέκτησε όλα τα χαρακτηριστικά ενός σκανδάλου τεράστιων διαστάσεων. Η ανακεφαλαιοποίηση της ΕΤΕ μέσω της περιουσίας του ΛΕΠΕΤΕ δεν αποτελεί απλή παρανομία, αλλά τη μεγαλύτερη κλοπή ιδιωτικής περιουσίας στην ιστορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο ΛΕΠΕΤΕ έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης της διοίκησης της τράπεζας, συμμετέχοντας σε 3 ανακεφαλαιοποιήσεις από κοινού με τα χρήματα των ανυποψίαστων Ελλήνων φορολογουμένων.
Πρόκειται περί ενός στυγερού οικονομικού εγκλήματος σε βάρος των εν ενεργεία υπαλλήλων και των συνταξιούχων της ΕΤΕ. O πρώην υφ. Εργασίας, Πετρόπουλος, σε συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής (23/8/2017) είχε ομολογήσει ότι «με τα κεφάλαια του ΛΕΠΕΤΕ στηρίχθηκε η ίδια η τράπεζα». Ουσιαστικά, δηλαδή, επιβεβαίωσε πανηγυρικά το γεγονός της παράνομης ανακεφαλαιοποίησης της ΕΤΕ με χρήματα του ΛΕΠΕΤΕ.
Με τη διασπάθιση των αποθεματικών του ΛΕΠΕΤΕ και την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής ολοκληρώθηκε το έγκλημα εις βάρος όχι μόνο των εργαζομένων, αλλά και του ελληνικού λαού. Αντί να μεριμνά η ΕΤΕ για τον σχηματισμό ενός υγιούς αποθεματικού, όπως ορίζει ρητά ο κανονισμός, και την επωφελή αξιοποίησή του, αντιθέτως αφαιρούσε τα ετήσια αυτά πλεονάσματα του ΛΕΠΕΤΕ και χρησιμοποιούσε τα αντίστοιχα κονδύλια για να καλύπτει τις επιχειρηματικές της ανάγκες -π.χ., αύξηση μετοχικού κεφαλαίου-, αλλά και να «τζογάρει» με τα χρήματα των εργαζομένων σε επισφαλείς κερδοσκοπικές τοποθετήσεις. Διαδοχικές διοικήσεις της ΕΤΕ, συμπεριλαμβανομένης της σημερινής, ανακάλυψαν το «χρυσόμαλλο δέρας» στα χρήματα που προορίζονταν για τους συνταξιούχους της τράπεζας. Η λαφυραγώγηση του ΛΕΠΕΤΕ συμπληρώνεται από την ανήκουστη και πεισματική άρνηση της τράπεζας να δεχθεί το άνοιγμα του λογαριασμού, τη δημοσιοποίηση των κινήσεών του και τον έλεγχο από ανεξάρτητους ορκωτούς λογιστές. Γεγονός ανήκουστο στα τραπεζικά χρονικά, όταν μιλάμε μάλιστα για λογαριασμό που περιέχει το υστέρημα των εργαζομένων.
Ποιος θα μπορούσε, άραγε, να φανταστεί ότι ύστερα από πολλά και δημιουργικά χρόνια εργασιακού βίου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, την ιστορικότερη και μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, θα ξεσπούσε ένας οικονομικός Αρμαγεδδών εις βάρος των απλών ανθρώπων που την υπηρέτησαν; Ότι δηλαδή, με αποκλειστική ευθύνη της διοίκησής της, θα φτάναμε το 2017 στη διακοπή -αυθαίρετη και παράνομη-, για πρώτη φορά έπειτα από 70 χρόνια, των εργασιακών παροχών λόγω της ανεπάρκειας του υπόλοιπου αποθεματικού, του ελλείμματος δηλαδή που η ίδια η ΕΤΕ δημιούργησε; Ήταν το colpo grosso των διοικήσεων της Εθνικής σε βάρος χιλιάδων συνταξιούχων και των οικογενειών τους, που είδαν την περιουσία τους (αξίας περί το 1 δισ. ευρώ) να εξαερώνεται.
H κερδοσκοπική απληστία της ΕΤΕ στην υπόθεση ΛΕΠΕΤΕ, το θράσος των διοικούντων και η πολιτική συγκάλυψη της λεηλασίας είναι γεγονότα πρωτοφανή, αλλά και προφανή. Η ΕΤΕ «επένδυσε», κατά παράβαση του κανονισμού και των σχετικών νόμων, το σύνολο των αποθεματικών του ΛΕΠΕΤΕ σε χρηματοπιστωτικά μέσα που εγκυμονούσαν κινδύνους, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή έγνοια για τους χιλιάδες δικαιούχους. Αυτοί οι τελευταίοι πλήρωσαν με υφαρπαγή των χρημάτων τους την ευσυνειδησία τους κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου στην τράπεζα.
Η συναυτουργία του πολιτικού συστήματος με αυτό το κατ’ εξακολούθηση οικονομικό έγκλημα σε βάρος χιλιάδων συνταξιούχων και εν ενέργεια ασφαλισμένων ολοκληρώθηκε με την παράνομη μεταφορά τους στον δημόσιο φορέα επικουρικής ασφάλισης. Ο τότε υπ. Εργασίας Βρούτσης, κατά τη συζήτηση στη Βουλή του ως άνω νόμου, δήλωνε χωρίς καμιά αιδώ «σώσαμε την τράπεζα», όταν ο ίδιος δήλωνε προεκλογικά ότι θέση της Ν.Δ. είναι «ΛΕΠΕΤΕ και μόνο ΛΕΠΕΤΕ»! Ο πολιτικαντισμός σε όλο του το μεγαλείο…
Το έγκλημα, βέβαια, ξεκίνησε νωρίτερα. Στην Έκθεση Επισκόπησης Ισολογισμού και Απολογισμού Διαχειριστικής Χρήσης 2009 του ΛΕΠΕΤΕ, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «λόγω της επί σειράς ετών συγκέντρωσης του χαρτοφυλακίου σε μετοχές της ΕΤΕ και της παρατεταμένης μείωσης των τιμών των μετοχών στο Χ.Α., έχει δημιουργηθεί σημαντικό πρόβλημα ρευστότητας».
Από κοντά και οι περίφημες εθελούσιες έξοδοι, η καταβολή αμοιβών υπό μορφή bonus, η καθιέρωση νέων μορφών απασχόλησης, η διοχέτευση των υπαλλήλων που προσλαμβάνει από 1/1/2005 στο ΕΤΕΑΜ χωρίς να ληφθεί καμιά μέριμνα από την τράπεζα για την επιβάρυνση του ΛΕΠΕΤΕ.
Το σκάνδαλο ΛΕΠΕΤΕ έχει ουσιαστικά θέσει σε ανυποληψία ολόκληρο το κοινοβουλευτικό σύστημα της χώρας, γιατί προδίδει «δεσμούς αίματος» μεταξύ πολιτικού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η διοίκηση της ΕΤΕ στην υπόθεση ΛΕΠΕΤΕ διεκδικεί Νόμπελ Αναξιοπιστίας, γιατί η έλλειψη πίστης ή η «απιστία» φαίνεται ότι είναι ο κανόνας σε αυτή τη θλιβερή υπόθεση. Η ΕΤΕ λειτούργησε ως κερδοσκοπικός βρικόλακας εις βάρος των συνταξιούχων και των ασφαλισμένων της, με αποτέλεσμα την οικονομική και ψυχική εξάντληση των πρώην υπαλλήλων της, που βρέθηκαν να ληστεύονται στα… γεράματα.
Από τη στιγμή όμως που παραμένει ανύπαρκτος ο διαχειριστικός έλεγχος και η υπογραφή ορκωτών ελεγκτών στους ισολογισμούς του ΛΕΠΕΤΕ, μιλάμε για ένα έγκλημα διαρκείας που δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητο.
Είναι ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ η κυβέρνηση, τα δικαστήρια, οι δημοσιογράφοι να στηρίξουν κάθε προσπάθεια για να ριχθεί άπλετο φως σε αυτή τη σκοτεινή υπόθεση. Στο μεταξύ, έχουν γνώσιν οι φύλακες για τα επόμενα νομικά βήματα…
*Μέλος ΣΣΕΤΕ