Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Ζήτημα μεταβολής των οικονομικών όρων, με τους οποίους τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. παρέχουν στρατιωτική συνδρομή στην Ουκρανία και, κυρίως, αποζημιώνονται από τις Βρυξέλλες για μέρος των δαπανών τους, θέτει ξαφνικά το Βερολίνο, προκαλώντας νέα προβλήματα στην ελληνική κυβέρνηση.
Σε αντίθεση με ορισμένες -ρεαλιστικές και χρήσιμες- συνεννοήσεις της κυβέρνησης με τους πρεσβευτές των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας στην Αθήνα για το είδος, τον τρόπο και τον χρόνο αποστολών της ελληνικής βοήθειας προς την Ουκρανία, η γερμανική πλευρά επιθυμεί να επιβάλει, αποκλειστικά, τους δικούς της όρους.
Κατά την άποψη του Βερολίνου, οι δομές και τα ταμεία της Ε.Ε. θα πρέπει να αναθεωρήσουν τις διαδικασίες τους, μειώνοντας, αφενός, τις απαιτήσεις γερμανικής χρηματικής συνεισφοράς και, αφετέρου, τους προϋπολογισμούς αποζημίωσης προς τους υπόλοιπους εταίρους. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι, από τη στιγμή που η Γερμανία παρέχει μεγάλη βοήθεια διμερώς στην Ουκρανία (επιπλέον όσων συζητούνται πολυμερώς στα όργανα της Ένωσης), η Ε.Ε. οφείλει να επιβραβεύσει οικονομικά όλες τις σχετικές επιλογές του καγκελάριου Όλαφ Σολτς.
Ασφαλώς, ο καγκελάριος σκόπιμα ξεχνά ότι η χώρα του είναι από τις πιο εκτεθειμένες, γεωγραφικά και επιχειρησιακά, έναντι όποιου μελλοντικού επεκτατισμού της Ρωσίας. Επομένως, έχει μεγαλύτερο συμφέρον για διμερή ενίσχυση της Ουκρανίας συγκριτικά με τους περισσότερους εταίρους στην Ε.Ε. Εξάλλου, το Βερολίνο έχει μέγιστες ευθύνες για τη ρωσική επιθετικότητα και τα ελλείμματα στην αμυντική θωράκιση και την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Όταν τον Σεπτέμβριο του 2018 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ προειδοποίησε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ότι η Γερμανία θα γίνει πλήρως εξαρτημένη από τη ρωσική ενέργεια, ο Χ. Μάας (ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης συνασπισμού της Άνγκελα Μέρκελ) και η συνοδεία του γέλαγαν μέσα στην κατάμεστη αίθουσα και ενώπιον των τηλεοπτικών καμερών. Και λέγεται ότι, όταν τον Νοέμβριο του 2021 ο Αμερικανός επιτετραμμένος στο Βερολίνο Γ.-Κ. Πράις (πρώην οικονομικός σύμβουλος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα) προειδοποίησε το γραφείο της κυρίας Μέρκελ για επικείμενη εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η απερχόμενη -εντός ημερών- καγκελάριος ενημέρωσε τα μέλη της διακομματικής ομάδας μεταβίβασης της εξουσίας, που επίσης γέλασαν (σ.σ.: τουλάχιστον, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης ήταν ευπρεπής όταν έλαβε παρόμοια απόρρητη ενημέρωση από τον τότε πρεσβευτή Τζ. Πάιατ, και, αργότερα, παραδέχθηκε ότι ο ίδιος και αρκετοί Ευρωπαίοι ομόλογοί του έκαναν λάθος να την αγνοήσουν).
Στην παρούσα φάση, η ελληνική διπλωματία αδυνατεί να συγκροτήσει συμμαχίες στα όργανα της Ε.Ε. ώστε να απορριφθούν ή να μετριαστούν οι γερμανικές απαιτήσεις. Ακόμα και η Γαλλία, που παραδοσιακά στηρίζει τις περισσότερες πτυχές της ελληνικής πολιτικής, συμφωνεί με τις γερμανικές προτάσεις ως προς τις συνεισφορές και τις αποζημιώσεις. Μοναδική ελπίδα είναι η εξασφάλιση χρόνου με την έγκριση ad hoc κονδυλίων μόνο για το 2024 και επανεξέταση του θέματος, σε μερικούς μήνες, για τα ποσά του 2025 και των επόμενων ετών, αφού ο πόλεμος προβλέπεται πολυετής και οι ανάγκες συνδρομής μεγάλες.
Η νέα δυσμενής εξέλιξη προστίθεται στις δηλώσεις του κ. Σολτς ενώπιον του κ. Μητσοτάκη στις 14 Νοεμβρίου για την ανάγκη «διμερών διευθετήσεων» στο Μεταναστευτικό, εννοώντας την απαίτηση επιστροφής άνω των 30.000 κατόχων εγγράφων ευρωπαϊκού ασύλου από τη Γερμανία στην Ελλάδα. Γίνεται δε εμφανές ότι, καθώς οι σχέσεις Αθήνας – Βερολίνου περιπλέκονται, πολύ δύσκολα ο πρωθυπουργός θα επιμείνει στη δήλωσή του για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (τον προϋπολογισμό της Ε.Ε.) μετά τη Σύνοδο Κορυφής της 27ης Οκτωβρίου. Όταν προειδοποιούσε, με το βλέμμα στην εγχώρια κοινή γνώμη, ότι «η Ελλάδα δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε μία λύση η οποία θα συμπεριλαμβάνει μόνο την Ουκρανία και τίποτα άλλο», αναφερόμενος στην παροχή 50 δισ. ευρώ στο Κίεβο χωρίς έγκριση πρόσθετων πόρων για το Μεταναστευτικό.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη