Του Μανώλη Κοττάκη
Δικαίως ξέσπασε σάλος μετά τις δηλώσεις του υφυπουργού Εργασίας Πάνου Τσακλόγλου, με τις οποίες προέτρεψε προκλητικώς τους δικηγόρους να εργαστούν ως ντελιβεράδες. Δικαίως, όχι μόνο για την ουσία της άστοχης δήλωσης, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο εκφωνήθηκε.
Εάν ακούσει κανείς αυτούσιο το ηχητικό απόσπασμα του διαλόγου του με τον κύριο Κακούση και την κυρία Λιβαθηνού στο Action 24, χωρίς την εικόνα της τηλεόρασης που αποσπά την προσοχή, θα διαπιστώσει ότι ο κύριος υφυπουργός απήλαυσε την απάντησή του κατά την εκφορά της. Είχε μια βαθιά αυταρέσκεια για το εύρημά του. Και, μαζί, μια διάθεση από φιλοπαίγμονα έως χλευαστική.
Αν έχεις σπουδάσει σε νομική σχολή και γνωρίζεις πόσο υψηλός είναι ο συντελεστής δυσκολίας αυτής της γοητευτικής επιστήμης, που για άλλους είναι ανώτερα μαθηματικά, για άλλους κάτι παραπάνω από αυτό, γιατί προστίθεται στην εξίσωση και η φαντασία (η λέξη «νόμιμον» διαβάζεται και ανάποδα, μας έλεγαν στη Νομική Θράκης), αν έχεις βασανιστεί για να περάσεις μια πολιτική δικονομία πτυχίου και αν για να ασκηθείς σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο έπρεπε ακόμη και να ψήνεις τους καφέδες των πελατών στην αρχή, ε, τότε με έναν μόνο τρόπο μπορείς να διαβάσεις αυτή τη δήλωση: ως ρατσιστική. Ήθελες να υπηρετήσεις τη νομική επιστήμη σε καιρούς δύσκολους; Καλά να πάθεις! Ας πρόσεχες. Να μην ακολουθούσες τον δρόμο της καρδιάς σου αν ήξερες ότι θα υποαμείβεσαι. Να γινόσουν ντελιβεράς. Εσύ φταις για τα χάλια σου.
Υπό αυτή την έννοια, άριστα έπραξε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός (τον οποίο είχα επιτηρητή στις εξετάσεις για άδεια ασκήσεως επαγγέλματος το μακρινό 1993), που αξιοποίησε τη δήλωση Τσακλόγλου για να αναδείξει τα προβλήματα των νέων δικηγόρων.
Ωστόσο, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας -το γνωρίζει και ο πρόεδρος του ΔΣΑ αυτό-, το πρόβλημα δεν είναι ο Τσακλόγλου, ακόμη και αν αύριο το πρωί παραιτείτο ή τον «αποκεφάλιζε» ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο κύριος Τσακλόγλου και η ρατσιστική δήλωσή του για τους δικηγόρους, που αποκαλύπτει πώς τους βλέπει ένα τμήμα της κυβέρνησης -ωσάν «κακομοίρηδες» που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα- είναι το σύμπτωμα. Δεν είναι το πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση, η προσωποποίηση δεν σε πάει μακριά στην πολιτική. Έχει ημερομηνία λήξεως.
Το πρόβλημα είναι διπλό και υπερβαίνει το συγκεκριμένο μέλος του υπουργικού συμβουλίου, που έχει γίνει δικαίως «κόκκινο πανί». Είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει αύριο ο κύριος Τσακλόγλου, η δικηγορία σήμερα δεν είναι απλή επιλογή επαγγέλματος. Η δικηγορία είναι ηρωισμός. Μέγας ηρωισμός. Αν αγαπάς την επιστήμη που σπούδασες και δεν έχεις γραφείο για να κληρονομήσεις την πελατεία του πατρός ή της μητρός σου, πρέπει να κάνεις απίστευτη υπομονή μέχρι να αρχίσεις να αμείβεσαι σωστά. Και επειδή οι συνθήκες είναι γνωστές, πολλές φορές δεν υπάρχει καν αυτό το διαζευκτικό «ή δικηγόρος ή ντελιβεράς. Διάλεξε!».
Δεκάδες νέοι δικηγόροι κάνουν και δεύτερη δουλειά για να τα φέρνουν βόλτα. Πολλές φορές, δουλειά εντελώς άσχετη με το αντικείμενο τους. Δεν θέλω να πω επαγγέλματα, γιατί θα ρίξουμε και πάλι το επίπεδο της συζήτησης, αλλά συμβαίνει. Ποια πρέπει να είναι, άραγε, η απάντηση της Πολιτείας σε κάποιον που αγαπά να αναπνέει μεταξύ νόμων, υπουργικών αποφάσεων και προεδρικών διαταγμάτων σε ΦΕΚ;
Προσωπικά θυμάμαι τον εαυτό μου στα 16 μου, στην Α΄ Λυκείου, το 1984, να ξεφυλλίζω έναν χοντρό πράσινο Αστικό Κώδικα με σχολιασμό του Μπέη. Αυτό ήθελα να σπουδάσω, με τη λογική ότι χωρίς γερά νομικά δεν μπορείς να γίνεις ποτέ καλός δημοσιογράφος. Θα αποθαρρυνόμουν από τότε, επειδή, σύμφωνα με τον θρύλο και εκείνης της εποχής, υπήρχε πληθώρα δικηγόρων και, σύμφωνα με τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, έπρεπε να κοιτάξω και κάτι άλλο; Μετρώνται τα όνειρα καθενός με τους ψυχρούς κανόνες της ελεύθερης αγοράς; Ποτέ, αγαπητοί. Ποτέ!
Εις τι συνίσταται ο ηρωισμός της δικηγορίας σήμερα; Πρώτον, είσαι αρχικώς υποχρεωμένος να εργαστείς σε μεγάλο γραφείο, υποαμειβόμενος. Δεν μπορείς να ανοίξεις τα φτερά σου αμέσως, γιατί διαδοχικές κυβερνήσεις -της Ν.Δ. μη εξαιρουμένης- μείωσαν δραστικά τη δικηγορική ύλη. Ακόμη και με την ανάθεσή της στους αλμπάνηδες του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Στο όνομα της αναγκαίας επιτάχυνσης σκοτώνουμε τα καλύτερα μυαλά της χώρας. Πρώτα τα εκπαιδεύουμε με τους καλύτερους πόρους στα δημόσια πανεπιστήμια και μετά επιτρέπουμε να υποαμείβονται τόσο, ώστε στην καλύτερη να μας τους κλέβουν ξένες δικηγορικές εταιρίες του εξωτερικού. Διαφορετικά, «φυτοζωούν» επαγγελματικά δίπλα μας. Ούτε σπίτι δεν μπορούν να ανοίξουν.
Ηρωισμός σημαίνει επίσης το εξής: δεν φτάνει που υποαμείβεσαι σε σύγκριση με τις απαιτητικές σπουδές σου, για τις οποίες ξόδεψες ώρες επί ωρών στις βιβλιοθήκες, δεν φτάνει που σου κλέβουν τη δουλειά άλλοι κλάδοι με νέους νόμους, δεν φτάνει που είσαι στόχος στα χείλη του κάθε ανεύθυνου Τσακλόγλου, δεν φτάνει που το κράτος σε φορολογεί ανελέητα γιατί σε θεωρεί δεδομένο ψηφοφόρο του, δεν φτάνει που σε τρελαίνει στις κρατήσεις και εσύ κάνεις τα αυτονόητα για να σταθείς όρθιος και να ζήσεις – αυτό το ίδιο κράτος έρχεται στο τέλος της ημέρας και σου δίνει τη χαριστική βολή: σε λέει κλέφτη και φοροφυγά.
Πράγματι, είναι «αλήθεια»: πολλοί δικηγόροι ζητούν την αμοιβή τους σε μετρητά, όχι διατραπεζικά. Αλλά ρώτησε κανείς γιατί το κάνουν; Γεννήθηκαν παραβάτες αυτού που θέλουν να υπηρετήσουν, του νόμου, μήπως; Όταν οι εργοδότες τους δεν τους πληρώνουν και το κράτος τούς φορολογεί ανελέητα για μισθούς που δεν λαμβάνουν, τι άραγε πρέπει να κάνουν για να ζήσουν;
Αν υπάρχει φοροδιαφυγή, στο μέτρο που υπάρχει αυτή, δεν είναι επιλογή του φορολογουμένου. Είναι φρικτός εξαναγκασμός. Το κράτος τούς εξαναγκάζει. Διότι, μεταξύ της ατομικής πτώχευσης ενός εκάστου ως οικονομικής μονάδας και ως ελεύθερης προσωπικότητας και της νομιμότητας, προέχει η πάσα αποτροπή της υλικής και ηθικής πτώχευσης. Η νομιμότητα δεν προσφέρει τίποτε σε ένα κράτος του οποίου οι φορολογούμενοι πτωχεύουν και αποτελούν «κουφάρια». Φόρο από πτωχευμένους, άμεσο ή έμμεσο, αδύνατον να εισπράξεις.
Αυτό που με βουρλίζει απίστευτα, όμως, είναι η αδιαφορία του κράτους να μεριμνήσει για αμοιβές αξιοπρέπειας σε όλους όσοι υπερασπίζονται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας στα ακροατήρια. Ειδικώς στα πρώτα βήματά τους. Σε όλους όσοι εμπιστευόμαστε για να διαχειριστούν τα δικαιώματά μας σε καιρούς αυταρχισμού.
Εάν έχει κάποια αξία λοιπόν η μνημειώδης πολιτική γκάφα, στα όρια της απρέπειας, του κυρίου Τσακλόγλου, ας είναι αυτή: στη βράση κολλάει το σίδερο. Η οργή να γίνει κίνημα και αφορμή για πανελλήνιο διάλογο. Για το μέλλον του δικηγορικού επαγγέλματος. Να γίνει κύμα πολιτικό, που θα ταράξει την κυβέρνηση και τα κόμματα. Τώρα που έρχονται ευρωεκλογές χωρίς ισχυρό διακύβευμα. Εμπρός, πνίξτε τους με τις γραβάτες σας!