Με τα κόστη να έχουν μειωθεί σε σχέση με πέρυσι, η αιτία που τα προϊόντα φτάνουν στο ράφι στις ίδιες υψηλές τιμές είναι τα «απρόσμενα κέρδη», για τα οποία η κυβέρνηση δεν παίρνει κανένα μέτρο
Του Πάνου Σώκου
Η ακρίβεια έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ. Η κυβέρνηση την αποδίδει στη διεθνή συγκυρία και κυρίως στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αυτή είναι η απάντηση που τη βολεύει. Η αλήθεια όμως είναι πως, από τον Οκτώβριο του 2021, περίπου τρεις μήνες πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, είχαν αρχίσει να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς οι τιμές στην ενέργεια και στα είδη πρώτης ανάγκης, και από τότε δεν έχουν σταματήσει την ανοδική τους πορεία. Ο πόλεμος επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση ιδίως στην ενέργεια, αλλά ειδικά στην Ελλάδα δεν ήταν η γενεσιουργός αιτία. Σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι έξι στους 10 Έλληνες θεωρούν την ακρίβεια ελληνικό φαινόμενο. Η κυβέρνηση με τα μέτρα που παίρνει κατά καιρούς δίνει μικρές και πρόσκαιρες ανάσες στους πολίτες, οι οποίοι σε όλες τις δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν την ακρίβεια στο βασικότερο πρόβλημά τους και κρίνουν τα κυβερνητικά μέτρα ως ανεπαρκή, καθώς οι τιμές αυξάνονται συνεχώς όλο και πιο πολύ. Και αναρωτιέται κανείς: Δύο χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή και ενώ τα κόστη παραγωγής έχουν μειωθεί σε σχέση με πέρυσι, είναι δυνατόν τα προϊόντα να φτάνουν στο ράφι στις ίδιες υψηλές τιμές; Είναι, διότι η πραγματική αιτία είναι η αισχροκέρδεια, για την οποία η κυβέρνηση δεν παίρνει μέτρα.
Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια για να ανακαλύψει ο κ. Μητσοτάκης την αισχροκέρδεια και να εκτοξεύσει, μέσω συνέντευξής του πριν από έναν μήνα, απειλές κατά πολυεθνικών εταιριών για επιβολή μεγάλων προστίμων, αλλά αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Έτσι, ανακοινώθηκε πριν από μερικές μέρες πρόστιμο συνολικά 2.000.000 ευρώ σε δύο πολυεθνικές. Όμως, η τακτική των προστίμων, όσο υψηλά κι αν είναι, είναι αναποτελεσματική, γιατί αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό των κερδών τους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αυτά δεν εισπράττονται αμέσως, καθώς οι εταιρίες κάνουν ενστάσεις επί ενστάσεων, με τα χρόνια να περνούν… Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αν εννοούσε όσα έλεγε στη συνέντευξή του, θα είχε νομοθετήσει μέτρα πάταξης της αισχροκέρδειας στην πηγή της και δεν θα «αισχροκερδούσε» πολιτικά με επικοινωνιακά κριτήρια. Και μέτρα τέτοια υπάρχουν. Εφαρμόζονται στην Ευρώπη, όπου, παρότι και εκεί οι ανατιμήσεις παραμένουν σε διψήφια επίπεδα, μόνο στην Ελλάδα τα κυκλώματα ανεβάζουν τις τιμές, ιδιαίτερα σε τρόφιμα και καύσιμα, σε δυσθεώρητα ύψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με έρευνα στις 4/10/23 της εφημερίδας «Τα Νέα», το φρέσκο γάλα από 1,88 ευρώ τον Οκτώβριο του 2022 κοστίζει 2,24 ευρώ σήμερα, σημειώνοντας αύξηση 19%. Αντίστοιχα, οι ντομάτες (650 γρ.), από 1,25 ευρώ πέρυσι, φέτος κοστίζουν 1,49 ευρώ. Η έρευνα συμπεραίνει ότι έχει σημειωθεί αύξηση 28% μέσα σε 12 μήνες και η ανοδική πορεία των τιμών σε τρόφιμα, βασικά αγαθά και καύσιμα θα συνεχιστεί. Την ώρα που η κυβέρνηση επιβάλλει πρόστιμα «μαμούθ» στις πολυεθνικές, η σύγκριση τιμών δείχνει πως ακόμα και στα ίδια προϊόντα των ίδιων πολυεθνικών στην Ελλάδα αυξάνονται συνεχώς με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ενώ στο εξωτερικό οι αυξήσεις είναι πολύ πιο συγκρατημένες και οι διαφορές μεγάλες. Αυτό δείχνει ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί στην Ελλάδα δεν κάνουν τη δουλειά τους γιατί δεν υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση, και η κυβέρνηση για λόγους εντυπώσεων αρκείται αραιά και πού σε κάποια βαριά πρόστιμα .
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η κυβέρνηση κινείται μόνο επικοινωνιακά, με τον πρωθυπουργό να μιλά για ανάκαμψη της οικονομίας, να πανηγυρίζει για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που σε τούτη τη δύσκολη φάση δεν έχει κανένα όφελος για τους καταναλωτές και δεν θα έχει για πάρα πολύ καιρό ακόμα, αφού δεν συμβαδίζει με το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, το οποίο υποβαθμίζεται συνεχώς. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι τον Απρίλιο έρευνα της Eurostat έδειξε ότι η Ελλάδα ήταν 3η από το τέλος πανευρωπαϊκά, αναφορικά με την αγοραστική δύναμη των πολιτών της. Την ίδια ώρα, εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα σε έρευνα της ΓΣΕΕ απάντησαν στο ερώτημα αν έχουν μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών εξαιτίας της ακρίβειας: Αρκετά 51% – Πολύ 18%: Σύνολο 69%, Λίγο 21% – Καθόλου 10%: 31%. Αν η κυβέρνηση θέλει να αντιμετωπίσει την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια, πρέπει πρώτα να αποδείξει ότι έχει την πολιτική βούληση να το κάνει, γιατί μέχρι τώρα κινείται ως παρατηρητής, και μετά να πολλαπλασιάσει τους ελέγχους, να επιβάλλει υψηλά πρόστιμα στους παραβάτες συνεχώς, όχι σποραδικά, και να τα εισπράττει αμέσως. Ειδάλλως, θα κάνει μια τρύπα στο νερό!