Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Η κατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι τόσο περίπλοκη και η επιθετικότητα της Άγκυρας (παρά την ύφεση του τελευταίου οκταμήνου) τόσο μεγάλη, ώστε η κυβέρνηση δικαιολογείται πλήρως να αναζητεί τρόπους επανάληψης του διαλόγου. Η εμπειρία, από το 1973 (έναρξη των τουρκικών αμφισβητήσεων για την υφαλοκρηπίδα των νησιών και την υποτιθέμενη ιδιαιτερότητα του Αιγαίου) μέχρι την κρίση του 2020, δείχνει ότι η κατάσταση οξύνεται όποτε δεν υπάρχουν -έστω τυπικές- διμερείς επαφές.
Όμως, το κύριο χαρακτηριστικό και μείζον πρόβλημα της περιόδου 2019-2023 είναι ότι η Αθήνα αιφνιδιάζεται συνεχώς από την Άγκυρα. Οι δίαυλοι επικοινωνίας ξαφνικά παγώνουν και, όταν οι συζητήσεις κάποια στιγμή επαναλαμβάνονται, ξεκινούν πάντα από χειρότερη αφετηρία για τα ελληνικά συμφέροντα. Συνέβη, μετά την -όλο χαμόγελα- συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν το 2019, όταν υπογράφηκε το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Επαναλήφθηκε το 2020, μετά τις φρούδες ελπίδες περί καινοτόμου διαλόγου των διπλωματικών συμβούλων Σουρανή και Καλίν, όταν ξέσπασε η θερινή αεροναυτική κρίση που εκτονώθηκε μόνο μετά την εξευτελιστική δήλωση Γεραπετρίτη περί αυτοπεριορισμού στα 6 ν.μ. Κλιμακώθηκε το 2021, μετά τη νέα συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, όταν υπογράφηκε το πρόσθετο τουρκολιβυκό μνημόνιο περί υδρογονανθράκων. Και κορυφώθηκε μετά τη συνάντηση-ναυάγιο των ηγετών των δύο χωρών στον Βόσπορο το 2022, όταν η τουρκική αεροπορία πραγματοποίησε παγκόσμιο ρεκόρ παραβιάσεων και υπερπτήσεων.
Δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι η προγραμματισμένη, στις αρχές Δεκεμβρίου, σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας – Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη δεν θα αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα. Υπάρχει ο κίνδυνος το ναυάγιο του Βοσπόρου να επαναληφθεί στα νερά του Θερμαϊκού για τρεις, κυρίως, λόγους.
Πρώτον, ανεξαρτήτως των εξελίξεων στη Γάζα (όπου ο πόλεμος μάλλον θα συνεχίζεται ή, πάντως, δεν θα έχει βρεθεί βιώσιμη λύση), είναι δύσκολο ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν να μη συζητήσει τις περιφερειακές εξελίξεις. Και δυσκολότερο, ως απίθανο, να μην επαναλάβει δημόσια -μέσα στη Θεσσαλονίκη- την κοσμοθεωρία του περί αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης και του δικαιώματος εποπτείας ή και επέμβασης σε εδάφη της άλλοτε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός είτε θα πρέπει να τον αντικρούσει, οπότε θα ναυαγήσει το ΑΣΣ, είτε θα αναγκαστεί να σιωπήσει, αποδεχόμενος τον ιδιότυπο ιμπεριαλισμό του συνομιλητή του.
Δεύτερον, όλοι γνωρίζουν ότι το ΑΣΣ, αντί να αποτελέσει το επιστέγασμα πραγματικά θετικών διαβουλεύσεων ως τον Δεκέμβριο, θα αποδειχθεί χώρος υπογραφής δευτερεύουσας σημασίας συμφωνιών, μνημονίων και πρωτοκόλλων. Ήδη από το ΑΣΣ του 2014 αναζητείτο (και δεν βρισκόταν) κάτι σημαντικό να υπογραφεί, και το ίδιο συνέβαινε το 2016, όταν η τότε σύγκλησή του -πάλι στη Θεσσαλονίκη- τελικά ακυρώθηκε λόγω έξαρσης της τουρκικής προκλητικότητας. Ακόμα και αν υπογραφεί το διαφημιζόμενο μνημόνιο για το Μεταναστευτικό, είναι αβάσιμες οι μεγάλες προσδοκίες, αφού διορισμός αξιωματικών-συνδέσμων της Ακτοφυλακής των δύο χωρών είχε γίνει και στο πρόσφατο παρελθόν, με πενιχρά αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα, η Άγκυρα αξιοποιεί το ΑΣΣ για να αποδείξει στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ ότι, παρά τις πρωτοφανείς διεκδικήσεις της, η Δύση δεν πρέπει να ανησυχεί για αστάθεια στην περιοχή, ενώ η Αθήνα -νομίζει ότι- «αγοράζει» χρόνο ηρεμίας.
Τρίτον, η πρωτοβουλία κινήσεων ανήκει στον Τούρκο πρόεδρο, καθώς είναι ο μόνος που παρουσιάζει συγκεκριμένη λίστα αιτημάτων, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει, επί της ουσίας, παραιτηθεί από όλα τα μέτρα πίεσης και διμερώς και στην Ε.Ε. Η δε στήριξη της Ουάσινγκτον στην Αθήνα είναι χρήσιμη, με τη μεταφορά του αμερικανικού μηνύματος στην Άγκυρα να μη φτάσει στα άκρα, αλλά οι ΗΠΑ δεν μπορούν να παρεμβαίνουν στα ενδιάμεσα στάδια.
Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων, επιθυμεί ο πρωθυπουργός να πετύχει κάτι σημαντικό στο ΑΣΣ της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, οι πρόσφατες επιδόσεις του, όπως στις (σχεδόν εξάμηνες) διαπραγματεύσεις με τον Αλβανό ομόλογό του Ε. Ράμα για την υπόθεση Μπελέρη, δεν επιτρέπουν αισιοδοξία.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΑΛΑΔΕΣ . ΓΙΑΤΙ ΟΠΩς ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΑΥΤΟΙ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΔΙΝΟΥΜΕ ΑΝΤΙ ΝΑ ΑΠΑΙΤΗΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΑΦΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΔΑΦΗ ΠΟΥ ΕΚΛΕΨΑΝ . ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ……