Τι κοινό μπορεί να έχει ο σημερινός Νεοέλληνας με τον Έλληνα του έπους του 1940; Απολύτως κανένα
Του Απόστολου Αποστόλου*
Ο Έλληνας του 1940 είχε ένα ψυχόρμητο με βλέψεις ιστορικές, διέσωζε όλες τις μυστικές μονιές του ελληνικού ήθους, οι οποίες κατοικούσαν μέσα του.
Ψηλαφούσε τους κώδικες και τις συνέργειες της μνήμης που του έδεναν ένα αρμονικό σύνολο και συμπύκνωναν μια αλώβητη θέληση. Οι Έλληνες του 1940 ήθελαν να ζήσουν, άρα ήθελαν και να νικήσουν.
Η νίκη κατά του φασισμού και του ναζισμού εντασσόταν στο κρηπίδωμα του συνόλου των αξιών που συνοψιζόταν με τον όρο ελευθερία. Δεν έπασχε ο Έλληνας του 1940 από εκσυγχρονιστικά σύνδρομα του προοδευτισμού, δηλαδή από την απέραντη συνωμοσία υπέρ της ιδέας της προόδου, του εκσυγχρονισμού, όπως έγραφε ο Ζαν Γκρενιέ, αλλά ήταν εθελοδέσμιος ελεύθερος, που σήμαινε ότι η ελευθερία του ήταν ανακάλημα, η ανάκληση της πολιτισμικής του κληρονομιάς.
Δεν σκηνοθετούσε γεγονότα της καθημερινότητάς του, όπως συμβαίνει σήμερα με τον Νεοέλληνα της επιδοσιακής διασύνδεσης σε έναν κόσμο δικτύου. Δηλαδή να υπάρχεις, εν δυνάμει μόνο μέσα από οθόνες (δυνητικός καταναγκασμός). Ο Έλληνας του 1940 έλεγε σκέφτομαι παγκόσμια, δρω τοπικά. Σήμερα λέει δεν σκέφτομαι, κάποιοι άλλοι σκέφτονται για μένα και εγώ αποτελώ ένα παγκοσμιοποιημένο πουθενά με μια δράση επαυξημένης αδράνειας.
Δεν ενίσχυε την πολιτική επιχειρηματοποίηση, κόμματα Α.Ε, που μεταβάλλουν τον πολίτη σε πολιτικό καταναλωτή.
Δεν συνθηκολογούσε στον εθισμό της αληθοφάνειας του προστατευτικού περιβλήματος των ψευδαισθήσεων.
Δεν παζάρευε τα αδιατίμητα, δεν κιβδηλοποιούσε τα ιδανικά.
Δεν υποδουλωνόταν στη μισθαποδοσία, εμβάθυνε την εσωτερικότητα της ελευθερίας του, γιατί αισθανόταν πολιτική οντότητα και όχι αφηρημένη πολιτική σκιά.
Επιπλέον τα ζητήματα της χώρας δεν τα άφηνε στις στρατιές των μεσιγραμματισμένων ειδικών (τεχνοκράτες) που κατακλύζουν σήμερα υπουργεία και πρωθυπουργούς. Αλλά τα ζητήματα της χώρας αποτελούσαν λειτουργία συνείδησης για εκείνον και αυτό γιατί διέθετε μια ενστιγματική βεβαιότητα. Δεν θα μπορούσε να τον αφομοιώσει καμιά παγκοσμιοποίηση της αγοράς και κανένας παγκοσμιοποιημένος ανέστιος ντιλεσταντισμός.
Ήξερε ότι ο νόμος της ολιγοκρατίας που ταυτιζόταν με συγκεκριμένες τάξεις έστηνε τον φόβο και τον συντηρούσε ώστε να έχει διάρκεια και αποτελεσματικότητα, δεν τρεφόταν όμως από εκείνον όπως γίνεται σήμερα με τον Νεοέλληνα πολίτη, γιατί είχε συνειδητοποιήσει ότι η ελευθερία αντιτίθεται διαμετρικά με τον φόβο και τον ξορκίζει. Και επιπλέον ο φόβος αποτελεί τον καλύτερο ευνουχιστικό παράγοντα.
Να γιατί το ΟΧΙ των Ελλήνων του 1940 ήταν ένα ΟΧΙ απέναντι σ’ όλες τις αυτοκρατορίες του κακού και αποτέλεσε μια έκρηξη στο προβλέψιμο.
Και αυτό γιατί λειτουργούσε ο Έλληνας του 1940 με ανάβλεψη για ένα παγκόσμιο μέλλον χωρίς στημένα είδωλα και με ένα όραμα που θα εξαρτιόταν από στιγμές αίσθησης και βιώματος και όχι με φορεμένες εξουσιαστικές ελπίδες, αλλά με ένα όνειρο που έψαχνε το ακατοίκητο για να εγκατασταθεί.
Αν η Μάχη της Χειμάρρας, η Κατάληψη της Κλεισούρας, η Μάχη των ορεινών όγκων Μόροβα-Ιβάν κ.λπ., υπήρξαν νικηφόρες ήταν γιατί ο Έλληνας πολίτης του 1940 ζούσε στην ιλιγγιώδη ροπή της τόλμης και στις διεκδικήσεις της ελευθερίας.
Ποια τόλμη μπορεί να διαθέτει ο σημερινός Νεοέλληνας, όταν οι πρωτοβουλίες του γίνονται «εκφορτώσεις του νευρικού συστήματος», γι’ αυτό και οι πρωτοβουλίες του είναι βραχείας έντασης σήμερα και αποτελούν ακούσιους σπασμούς, νυγμούς ανεπαίσθητους, ένα ενεργητικό κενό «un vide actif» ή χάνονται μέσα σε μεσοποιήσεις. Το τολμώ, το θέλω, το μπορώ, το κάνω, το απολαμβάνω, όλα σήμερα περνούν σε μια ενδιάμεση κατάσταση, μη δράσης στην επίτευξη μιας ματαίωσης, μιας αναβολής.
Για ποια λοιπόν πατρίδα μιλάμε σήμερα;
Στο περιθώριο της ιδιότυπης δημοκρατίας που ζούμε σήμερα, λέξεις που έχουν μια εντελή και αυτοτελή προοπτική, δηλαδή ένα περιεχόμενο, είναι αποκλεισμένες, απορφανισμένες, πεπαλαιωμένες. Η ιδιότυπη δημοκρατία μάς θέλει να είμαστε άποικοι στο νέον αιώνα που δεν θα «συναποκομίζουμε» ούτε «τας θήκας» των προγόνων. Και όποιος επιθυμεί να μας «αναμνήσει» τις στιγμές θα καθίσταται ύποπτος, ψευδαισθητικός.
Από τα ευγενή δηλητήρια που μας παρέχει η νέα εποχή είναι και εκείνα που υπογράμμιζε ο Μπρούνο Μπαλαρντίνι λέγοντας: «Η διαφορά ανάμεσα στη δεκαετία του ’40 και στο σήμερα έγκειται στη γενετική παραμόρφωση που μας έχει κάνει να ζούμε σε πόλεμο χωρίς κανείς να το αντιλαμβάνεται».
Φαίνεται πως συνηθίσαμε να μεθάμε με κυκεώνες οι οποίοι είναι άφθονοι σε παρασιτικούς μύκητες ερυσίβης της νέας μας εποχής και να δεχόμαστε χωρίς αντίσταση το συντριπτικά ελάχιστο.
*Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας