Του Δημήτρη Χ. Παξινού
Όλοι την επικαλούνται, αλλά λίγοι τη διαθέτουν. Δεν είναι θέμα εξυπνάδας, αλλά όποιος την έχει είναι ευτυχής – ή θα έπρεπε να είναι. Γιατί αυτό που βλέπει αυτός δεν το βλέπουν οι περισσότεροι. Άλλοι, με υψηλό δείκτη ευφυΐας, θεωρούν ότι τα γνωρίζουν όλα και πως τίποτε δεν μπορεί να εκφύγει της αντίληψής τους και της ερμηνείας των γεγονότων. Υπάρχουν και οι λιγότερο ευφυείς, που είναι οι πολλοί, αλλά θεωρούν και θωρούν τους εαυτούς τους από ψηλά ως ανήκοντες στην παραπάνω κατηγορία και πως διαθέτουν το αλάθητο. Μεταξύ των δύο κατηγοριών, με τις υποκατηγορίες τους, υπάρχουν και όσοι δεν ανήκουν σε αυτές, γιατί δεν μπαίνουν στον κόπο να καταταγούν κάπου. Απλώς βλέπουν τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία, αυτήν του ψύχραιμου παρατηρητή των πραγμάτων κάθε φορά. Δεν βασίζονται στην ευφυΐα τους, αληθή ή υποτιθέμενη. Βασίζονται στην απλή λογική, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Στο «ένα κι ένα κάνουν δύο», χωρίς να υπεισέρχονται σε πολύπλοκους λογαριασμούς, που περιπλέκουν με τη συμπλοκή τους με ανόμοια πράγματα, τα οποία δυσχεραίνουν την εκάστοτε εξίσωση που παραμένει απλή. Γιατί όλα είναι απλά στην εξήγησή τους με γνώμονα πάντα τη λογική. Το «ένα συν ένα» χωρίς επιπρόσθετες προσθέσεις και αφαιρέσεις. Π.χ., στη νομοθέτηση απ’ τη Βουλή, πόσο πιο επωφελής και χρήσιμος για όλους, δικαστές, δικηγόρους και όχι μόνο, θα ήταν ένας νόμος ευσύνοπτος και καθαρός, όπως συνέβαινε σε παλαιότερες εποχές, που τύχαινε σοβαρής επεξεργασίας;
Δεν υπήρχαν η σημερινή πολυπλοκότητα και η ανάγκη συνεχούς ερμηνείας, που οδηγεί σε αδιέξοδα και ευνοεί συμφέροντα προσωπικά, σε βάρος του γενικού καλού, όπως τελικά το βαφτίζουν για να το εξευμενίσουν. Που όμως δεν εξευγενίζεται, γιατί η μουντζούρα είναι μεγάλη και δεν σβήνεται – απλώς ταλαιπωρεί την εύθραυστη κοινωνία. Αναφέρθηκα στους νόμους, γιατί αυτοί διαμορφώνουν την επιθυμητή, αρμονική κοινωνία που όλοι θέλουμε, αλλά την έχουμε καταστήσει μακρινό όνειρο. Ή μάλλον κατά τις βουλές μας, όπως αυτές εξυπηρετούνται. Η πολυπλοκότητα των σκέψεών μας, όπως αποτυπώνεται στην πράξη, είναι αυτή που οδηγεί σε δαιδαλώδεις διαδρομές, οι οποίες δεν είναι, συνήθως, συμβατές με το δημόσιο συμφέρον.
Τι ήθελε ο νομοθέτης
Και τότε πιάνουν δουλειά οι δύο πιο πάνω κατηγορίες και αρχίζουν να αναλύουν τι ήθελε ο νομοθέτης και τι εννοούσε, πάντα προσδοκώντας κάποιο όφελος. Κι ο εφαρμοστής του Δικαίου προσπαθεί να δώσει λύση σε ένα θέμα που κατέστη δισεπίλυτο λόγω ερμηνειών και παρερμηνειών και ζαβολιών. Γύρω από τους υφιστάμενους νόμους υπάρχει και λειτουργεί η κοινωνία χάριν του συνόλου, και όχι το αντίθετο. Λειτουργεί χάριν της ευνομίας που διακρίνει τα κράτη δικαίου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κώδικές μας άντεξαν επί πολλές δεκαετίες και τα τελευταία χρόνια υπέστησαν πάμπολλες τροποποιήσεις, χωρίς να έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες που απαιτούνται για τη μεταβολή τους. Κι αυτό είναι οδυνηρό για το δικαιικό μας σύστημα και κατ’ επέκταση για το πολιτικό μας σύστημα, όπως πορεύεται με βάση και κατεύθυνση το πρώτο. Ένα είδος πιλότου.
Το ίδιο ισχύει σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής μας ζωής, της κοινωνικής και οικονομικής συνάμα. Η απλή λογική έχει γίνει δυσεύρετη και βαλθήκαμε να την αναζητούμε, βάζοντας σε πειρασμό γνωστικούς και μη, ευφυείς και μη, πονηρούς και μη, ενώ μας κραυγάζει ότι είναι εδώ και απλώς δεν θέλουμε να τη δούμε. Κάτι σαν τη σπηλιά του Πλάτωνα.