Η κυβέρνηση δεν μερίμνησε ώστε ο διάλογος με την Άγκυρα να αρχίσει στο σωστό πλαίσιο και υπό τις κατάλληλες συνθήκες
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Τακτική αμφισβήτησης τμήματος του ελληνικού εναέριου χώρου, της περιοχής ευθύνης του FIR Αθηνών και της αμυντικής δραστηριότητας στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ακολουθεί η Άγκυρα λίγο πριν από τον «πολιτικό διάλογο» (σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών) της 16ης Οκτωβρίου και εν όψει των συζητήσεων για τα στρατιωτικά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) εντός του Νοεμβρίου.
Η τουρκική πλευρά, σχεδόν ταυτόχρονα με τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη και του προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν στη Νέα Υόρκη στις 20 Σεπτεμβρίου, επιδίωξε και πέτυχε, στο επίπεδο του ΝΑΤΟ, την αμφισβήτηση περιοχής ελληνικής ευθύνης στο Αιγαίο στο πλαίσιο συμμαχικής άσκησης.
Συγκεκριμένα, όταν η Αθήνα διαμαρτυρήθηκε, απαιτώντας τροποποίηση του σχεδιασμού της «Ramstein Guard Turkey 2023» (άσκηση ηλεκτρονικού πολέμου που φιλοξενείται, διαδοχικά, σε διάφορα κράτη-μέλη), τα αρμόδια όργανα της Συμμαχίας, αρχικά, αναγνώρισαν πλήρως τη νομιμοποιητική βάση των προειδοποιητικών-ακυρωτικών ΝΟΤΑΜ της ελληνικής πλευράς.
Όμως λίγο αργότερα ελήφθησαν δύο πρωτοφανείς αποφάσεις με διασταλτική ερμηνεία -σε μια χειρότερη εκδοχή και κατάφωρα υπέρ της Άγκυρας- του «δόγματος Λουνς» του 1980 περί μη εμπλοκής της Διεθνούς Γραμματείας και της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ στα Ελληνοτουρκικά. Πρώτον, το ΝΑΤΟ «πάγωσε» προληπτικά (!) την προγραμματισμένη παρόμοια άσκηση «Ramstein Guard Greece» που θα φιλοξενούσε προσεχώς η Ελλάδα. Και, δεύτερον, προσανατολίζεται -επίσης προληπτικά- στο «πάγωμα» ή στην ακύρωση μέρους της σοβαρότερης άσκησης «Ramstein Flag 2024», η οποία θα διεξαχθεί στην ελληνική επικράτεια το επόμενο έτος.
Ασφαλώς, παρόμοια περιστατικά, ειδικά για τη «Ramstein Guard» στην Ελλάδα, έχουν καταγραφεί και στο παρελθόν με αναβολή της τον Απρίλιο του 2023 και τροποποίηση σχεδιασμού τον Μάρτιο του 2017, αλλά δεν έχει υπάρξει ποτέ άλλοτε προληπτική απόφαση «παγώματος» της συγκεκριμένης ή άλλης, σημαντικότερης άσκησης. Το όλο κλίμα ομοιάζει μόνο με εκείνο του Μαρτίου του 1995, όταν τέσσερις συμμαχικές χώρες (Βρετανία, Γερμανία, ΗΠΑ, Ιταλία) πραγματοποίησαν, πρώτη φορά στην Ιστορία, κοινό διάβημα στην κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, προειδοποιώντας ότι στο εξής θα αποχωρούσαν από τις συνεδριάσεις συμμαχικών οργάνων σε περίπτωση που άνοιγε συζήτηση περί των Ελληνοτουρκικών. Η πρωτοβουλία των τεσσάρων συμμάχων (που δεν είχε φτάσει μέχρι του σημείου προληπτικού «παγώματος» ασκήσεων στην Ελλάδα) ανετράπη χάρη στις ενέργειες των τότε υπουργών Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, Κ. Παπούλια και Γ. Αρσένη, οι οποίοι είχαν αντιληφθεί αμέσως και αναγνωρίσει δημόσια τη σοβαρότητα της υπόθεσης. Αντίθετα, ο τότε υπουργός Τύπου και κυβερνητικός εκπρόσωπος Ευ. Βενιζέλος επιχειρούσε να διαψεύσει την ύπαρξη του διαβήματος και κατόπιν να το υποβαθμίσει.
Στην παρούσα, εν έτει 2023, περίπτωση πλήγματος των ελληνικών συμφερόντων είναι σαφές ότι η ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί σε άλλους συμμάχους ή στο ελληνικό ΓΕΕΘΑ. Ούτε καν στους αξιωματικούς του Ανώτατου Αρχηγείου του ΝΑΤΟ (SHAPE) και κατώτερων συμμαχικών οργάνων που ενδιαφέρονται μόνο για την τήρηση υπηρεσιακών ισορροπιών. Η μέγιστη ευθύνη ανήκει στην Άγκυρα που, με παρόμοιες ενέργειες, δεν σέβεται την εξελισσόμενη διαδικασία διαλόγου με την Αθήνα και βρίσκεται εκτός κλίματος των ΜΟΕ, θέτοντας εκβιαστικά διλήμματα στο ΝΑΤΟ.
Ταυτόχρονα, μεγάλη ευθύνη έχουν ο κ. Μητσοτάκης και οι κατεξοχήν αρμόδιοι, ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης και η υφυπουργός Αλ. Παπαδοπούλου. Γιατί, όπως αποδεικνύεται με την εντυπωσιακή άνεση με την οποία η Τουρκία επέβαλε τις απόψεις της στο ΝΑΤΟ, δεν εισακούονται στη Συμμαχία και δεν μερίμνησαν ώστε ο -επιβεβλημένος για τη διασφάλιση της ειρήνης- διάλογος με την Άγκυρα να αρχίσει στο σωστό πλαίσιο και υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Και -ίσως το σοβαρότερο- η κυβέρνηση δεν συνειδητοποιεί ότι ακόμα χειρότερη από την απουσία διαλόγου είναι η διεξαγωγή του με επικίνδυνο τρόπο και με το ορατό ρίσκο να καταλήξει σε αδιέξοδο.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη