Του Μανώλη Κοττάκη
Στις 26 Οκτωβρίου, παραμονές της εθνικής μας εορτής, θα συνεδριάσει στην Ελλάδα υπό την προεδρία της Κριστίν Λαγκάρντ το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα είναι η πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια που δεν θα επισκεφτεί τη χώρα μας Γερμανός αξιωματούχος (πέρυσι ο καγκελάριος Σολτς, παλαιότερα η καγκελάριος Μέρκελ), αλλά Γάλλος αξιωματούχος. Θρυλείται ότι σε αυτή τη συνεδρίαση η κυρία Λαγκάρντ, την επαύριο νέας θετικής αξιολόγησης για την ελληνική οικονομία από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s (20/10), θα ανακοινώσει πιλοτικά το σχέδιό της για το ψηφιακό ευρώ. Γράφουμε «πιλοτικά» για δύο λόγους: Πρώτον, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι έτοιμες ψυχολογικά να εγκαταλείψουν πλήρως τα μετρητά που συνεπάγονται την επικοινωνία μεταξύ των μελών τους και να υιοθετήσουν το άυλο νόμισμα που συνεπάγεται την πλήρη κατάργηση της διά ζώσης ανθρώπινης επικοινωνίας. Δεύτερον, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν ισχυρότατες επιφυλάξεις για το νέο νόμισμα, καθώς αντιλαμβάνονται -χωρίς να θεωρούνται ψεκασμένες- ότι σε πρώτη φάση τίθενται σε μεγάλο κίνδυνο τα προσωπικά τους δεδομένα.
Το νέο ψηφιακό νόμισμα, που θεωρείται μονόδρομος για να καταπολεμηθούν οι αθέατες συναλλαγές εκτός συστήματος μέσω bitcoin (τα κρυπτονομίσματα βοηθούν στην παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων και στη χρηματοδότηση των πολέμων), στην πλήρη εφαρμογή του προβλέπει το εξής: όλες οι τραπεζικές καταθέσεις των Ευρωπαίων πολιτών θα φυλάσσονται στις βάσεις δεδομένων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη και όχι στα καταστήματα των εθνικών τραπεζικών ιδρυμάτων. Ο στόχος είναι σταδιακά πρώτα μέσω των συγχωνεύσεων στο πλαίσιο της τραπεζικής ενοποίησης και μετά διά του ψηφιακού ευρώ να χάσουν οι εθνικές κυβερνήσεις το προνόμιο να κάνουν παιχνίδι, τοπικό ή διεθνές, και να στήνουν διαπλοκές με τραπεζικό χρήμα. Η εξουσία αυτή θα μεταβιβαστεί στην ολότητά της στη Φρανκφούρτη. Άρα και ο δανεισμός των ελίτ και οι αναδυόμενες διαπλοκές θα ελέγχονται από εκεί. Για να μη χρηματοδοτούνται, για παράδειγμα, επιχειρηματίες που αλληθωρίζουν σε άλλα γεωπολιτικά μπλοκ, πέραν του δυτικού, ακόμη και αν οι ισολογισμοί τους «λάμπουν». Η διαχείριση του χρήματος στο μέλλον θα γίνεται περισσότερο με κριτήρια καθαρά γεωπολιτικά και λιγότερο αμιγώς επιχειρηματικά.
Το δέλεαρ για τη μεταβίβαση αυτής της εξουσίας διαχείρισης του χρήματος από τα εθνικά τραπεζικά συστήματα στα κεντρικά είναι η δέσμευση που θα αναλάβει η Κριστίν Λαγκάρντ ότι οι καταθέσεις όλων των Ευρωπαίων πολιτών στην ΕΚΤ θα είναι πλήρως εγγυημένες και δεν θα «κουρεύονται». Επειδή όμως θα χρειαστεί να περάσει μια γενιά για να αποσυρθούν τα μετρητά και να αλλάξουν οι συνήθειες στην καθημερινότητα και στις αγορές, η κυρία Λαγκάρντ θα ανακοινώσει στην Αθήνα ότι όποιος καταθέτης επιθυμεί θα μπορεί να ανοίγει λογαριασμό απευθείας στην ΕΚΤ, ύψους έως 3.000 ευρώ, μέσω του οποίου θα μπορεί να κάνει τις συναλλαγές του με τρίτους χωρίς να επιβαρύνεται από τις υπέρμετρες προμήθειες των εθνικών τραπεζικών συστημάτων. Το σχέδιο αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι γλιτώνεις χρήμα στις τραπεζικές συναλλαγές, αλλά η Φρανκφούρτη θα γνωρίζει μέσω της χρεωστικής κάρτας ή του web banking πού ξόδεψες μέχρι το τελευταίο ευρώ: σε ποια χώρα, σε ποιο κατάστημα, σε ποια προϊόντα, σε ποιες υπηρεσίες. Και θα δύναται να κατηγοριοποιεί συνήθειες εις τρόπον ώστε, αν κάποιος τρελός στο μέλλον διαχειριστεί αυταρχικά τη συγκεντρωμένη πληροφορία, να αποκλείει από υπηρεσίες ή προϊόντα πρόσωπα των οποίων το ιδεολογικό προφίλ τους δεν συνάδει με τη νέα τάξη πραγμάτων. Το παράδειγμα Φάρατζ, που τράπεζα της Αλβιώνος αρνήθηκε αρχικώς να του ανοίξει λογαριασμό επειδή υποστήριξε το Βrexit, είναι ενδεικτικό. Επειδή η Κριστίν Λαγκάρντ το γνωρίζει αυτό και έχει πλήρη αντίληψη των κινδύνων που συνεπάγεται το ψηφιακό νόμισμα στο μέλλον, καθησυχάζει το κοινό και θα ανακοινώσει ταυτόχρονα το νέο εικοσιπενταετές πρόγραμμα κυκλοφορίας χαρτονομισμάτων.
Ωστόσο το πρόβλημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων είναι αναγνωρισμένο και υπαρκτό. Το ίδιο αναγνωρισμένο είναι και στην πατρίδα μας με τις νέες αστυνομικές ταυτότητες, όσο και αν κάποιοι επιχειρούν να γραφικοποιήσουν τις αντιδράσεις. Τα προσωπικά δεδομένα που θα φέρει η μελλοντική ταυτότητα δεν θα είναι οριστικά και δεδομένα όπως τώρα, αλλά κυμαινόμενα. Μέχρι σήμερα είχε συγκεκριμένα στοιχεία. Στο μέλλον θα προστεθούν σε αυτήν, αν εξελιχθεί το σχέδιο, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ), ο Αριθμός Μητρώου Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) και ό,τι άλλο θελήσει το κράτος σιωπηρώς να προσθέσει. Αυτό έχει τα θετικά του (αν νοσήσει κανείς αιφνιδίως στο εξωτερικό το τοπικό νοσοκομείο μέσω της διασύνδεσης αρχείων θα αποκτήσει αμέσως πλήρη πρόσβαση στον ιατρικό του φάκελο για να προχωρήσει σε σωστή διάγνωση), έχει όμως και τα αρνητικά του (η διαρροή δεδομένων του ιατρικού ή του φορολογικού φακέλου μπορεί να αποκλείσει τον κάτοχο της ταυτότητας από την πρόσβαση στην ιδιωτική ασφάλιση ή σε εξεύρεση πόρων για επιχειρηματική δραστηριότητα). Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε απαράδεκτες κατηγοριοποιήσεις πολιτών με βάση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις πολιτικές πεποιθήσεις κ.λπ. που θα φωτίζονται μέσα από αγορές. Η ταυτότητα άλλοτε θα είναι χείρα βοηθείας για τον πολίτη και άλλοτε «περίστροφο» εναντίον του. Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία πλήρους προφίλ των προσωπικών δεδομένων του πολίτη διά των νέων ταυτοτήτων μέσω της διασύνδεσης αρχείων καταργεί πλήρως τον ιδιωτικό βίο.
Όπως έγραφε ο αείμνηστος Παναγιώτης Φωτέας όταν επιχειρήθηκε το 1986 επί Κουτσόγιωργα πρώτη φορά η νομοθέτηση του ΕΚΑΜ στις ταυτότητες (Ενιαίος Κωδικός Ατομικού Μητρώου), «θα αντικαταστήσουμε τις ταυτότητες με ένα βιο-πορτρέτο όλων των Ελλήνων». Ήδη με την ενσωμάτωση των ταυτοτήτων στο portfolio των κινητών το κράτος εύκολα μπορεί να εντοπίσει σε ποιον χώρο συναντώνται δύο πρόσωπα. Παλαιά μπορούσε να εντοπίσει πού συναντώνται δύο αριθμοί κινητών. Τώρα αλλάξαμε πίστα. Η ανησυχία που αναπτύσσεται οφείλεται σε αποκλειστικώς ορθολογικές σκέψεις και όχι σε δοξασίες. Και εννοείται ότι δεν στρέφεται αναγκαστικά κατά της παρούσας κυβέρνησης, έστω και αν αυτή δεν έχει δείξει τα καλύτερα δείγματα σεβασμού των ατομικών ελευθεριών (φέρεται ότι αξιοποίησε τη βάση δεδομένων των εμβολίων για να ενεργοποιήσει παρακολούθηση υποκλοπών συνομιλιών από βάση δεδομένων αριθμών κινητών τηλεφώνων).
Δεδομένου ότι η ρύθμιση θα έχει μόνιμο κανονιστικό χαρακτήρα, το βασικό ερώτημα είναι τι είδους χρήση της πληροφορίας μπορεί να κάνει εις βάρος κάθε πολίτη ένας μελλοντικός αυταρχικός ηγέτης και ένα αυταρχικό κράτος, αν ανακαλύψει ότι τα δεδομένα του είναι όλα συγκεκριμένα σε μια βάση αποθήκευσης πληροφοριών.
Όποιος νομίζει ότι θεωρητικολογώ, ότι αυτά δεν γίνονται και ότι είναι θεωρίες συνωμοσίας, ας κοιτάξει λίγο προς την Κίνα, που γνωρίζει μέχρι και τι γεύση πίτσα, μαργαρίτα ή πεπερόνι, «τρώει» κάθε υπήκοός της σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο. Το μοντέλο υπάρχει και ελκύει ήδη πολλούς στην κάποτε φιλελεύθερη Ευρώπη. Πάντως όχι εμάς.
Είναι τέλος Δεκεμβρίου 2021 και βρισκόμαστε σε μια οικονομική και κοινωνική μεταβατική περίοδο ιστορικών διαστάσεων. Εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, σχεδόν όλες οι χώρες του κόσμου – ανεξάρτητα από το αν είναι δικτατορίες ή κοινοβουλευτικές δημοκρατίες – ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό την ίδια ατζέντα.
Αυτός ο παγκόσμιος συγχρονισμός δείχνει υπάρχει μια δύναμη που έχει περισσότερη δύναμη από οποιαδήποτε από τις 200 περίπου κυβερνήσεις στον πλανήτη μας. Αυτή η δύναμη έχει όνομα: είναι το ψηφιακό-οικονομικό σύμπλεγμα. Επικεφαλής της βρίσκονται οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες πληροφορικής στον κόσμο από την ψηφιακή πλευρά: Apple, Alphabet, Amazon, Microsoft και Meta, πρώην Facebook, και από οικονομικής πλευράς οι μεγαλύτεροι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, BlackRock και Vanguard.
Αλλά πώς ακριβώς θα μπορούσε αυτό το σύμπλεγμα να γίνει τόσο ισχυρό και πώς καταφέρνει να διεκδικήσει τα συμφέροντά του σε όλο τον κόσμο ταυτόχρονα;
Ας ξεκινήσουμε με την πρώτη ερώτηση. Για αιώνες, η εξουσία στηριζόταν σε μια ενιαία βάση, το χρήμα. Όποιος είχε χρήματα είχε δύναμη και όποιος είχε πολλά χρήματα είχε πολλή δύναμη.
Αυτό εξακολουθεί να ισχύει, αλλά όχι πλέον αποκλειστικά. Από τη χρήση των υπολογιστών και τη θριαμβευτική πρόοδο του Διαδικτύου ως μέρος της 3ης βιομηχανικής επανάστασης, υπήρξε μια δεύτερη βάση ισχύος, δηλαδή τα δεδομένα. Όποιος έχει δεδομένα έχει δύναμη και όποιος έχει μεγάλες ποσότητες δεδομένων έχει μεγάλη δύναμη.
Ωστόσο, όποιος, όπως και οι εταιρείες πληροφορικής, οργανώνει τις ροές δεδομένων ολόκληρων βιομηχανιών αλλά και εκείνων των κυβερνήσεων στο πλαίσιο της ψηφιοποίησης, αποκτά μια πρόσθετη εικόνα για την εσώτερη ύπαρξή τους – και μπορεί έτσι να τους κάνει εξαρτημένους και με αυτόν τον τρόπο επίσης υποτακτικό.
Είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα οι μεγάλες εταιρείες πληροφορικής να είναι πολύ πάνω από όλες τις άλλες εταιρείες και κυβερνήσεις στον κόσμο. Είτε εξοπλισμοί, τρόφιμα, φαρμακευτικά προϊόντα, ενέργεια ή μέσα ενημέρωσης – όλες αυτές οι βιομηχανίες και όλοι οι κρατικοί θεσμοί, συμπεριλαμβανομένων των μυστικών υπηρεσιών, βρίσκονται τώρα στα χέρια των ψηφιακών εταιρειών, οι οποίες έχουν δημιουργήσει επίσης τη δική τους παγκόσμια δύναμη μέσων ενημέρωσης με τα κοινωνικά δίκτυα.
Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος, από την άλλη πλευρά, ο οποίος είναι πάντα σε επιφυλακή για νέες επενδυτικές ευκαιρίες, έχει προωθήσει αυτή τη διαδικασία από την αρχή και πλέον συμμετέχει σε όλους τους κορυφαίους ομίλους πληροφορικής μέσω των ισχυρότερων εκπροσώπων του – των μεγάλων εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Δεδομένου ότι εξαρτάται ταυτόχρονα από αυτά, και τα δύο συγχωνεύονται με αυτόν τον τρόπο σε ένα είδος κοινότητας συμφερόντων.
Η BlackRock και η Microsoft παρέχουν ένα ιδιαίτερα ζωντανό παράδειγμα αυτού: Η BlackRock ανέβασε το σύστημα ανάλυσης δεδομένων της Aladdin, μακράν τη σημαντικότερη βάση δεδομένων στα παγκόσμια οικονομικά, στο Azure cloud της Microsoft τον Απρίλιο του 2020, επομένως εξαρτάται πλέον από τη Microsoft για δεδομένα. Η Microsoft, από την άλλη, είναι μια δημόσια εταιρεία και επομένως εξαρτάται από τους μεγαλύτερους μετόχους της, και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Vanguard και BlackRock, με τη Vanguard να είναι επίσης ο μεγαλύτερος μέτοχος της BlackRock.
Τόσο για την εμφάνιση της νέας παγκόσμιας δύναμης. Πώς ακριβώς όμως το ψηφιακό-οικονομικό συγκρότημα επιβάλλει τα συμφέροντά του; Ποιους μηχανισμούς και ποια κανάλια χρησιμοποιεί;
Τον σημαντικότερο στρατηγικό ρόλο διαδραματίζουν οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες εγκατέλειψαν επίσημα την ανεξαρτησία τους το αργότερο στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007/08. Έκτοτε, η Blackrock συμβουλεύει τις δύο μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Έτσι, η Blackrock έχει αποφασιστικό λόγο όσον αφορά τη διανομή των τεράστιων ποσών των νεοσύστατων χρημάτων στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γίνει αυτό. Η BlackRock, μαζί με τον βασικό της μέτοχο Vanguard, διαχειρίζεται σχεδόν 17 τρισεκατομμύρια δολάρια, που αντιστοιχεί περίπου στο άθροισμα των ισολογισμών της ΕΚΤ και της Fed, και με τον Aladdin έχει πολύ μεγαλύτερη δεξαμενή δεδομένων από οποιαδήποτε κεντρική τράπεζα στον κόσμο και θα μπορούσε σαμποτάρει εύκολα κάθε απόφαση που δεν λαμβάνεται προς το συμφέρον της .
Το πόσο καλά λειτουργεί η χρήση των κεντρικών τραπεζών φάνηκε ήδη το 2015 στην Ελλάδα: Όταν ο Σύριζα, μια πολιτική δύναμη απαράδεκτη για το ψηφιακό-χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα, ήρθε στην εξουσία, η ΕΚΤ έκοψε τη χώρα από όλες τις ροές χρήματος μέχρι που ο Σύριζα – Η ηγεσία – κατέρρευσε και πέτυχε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είχε υποσχεθεί στον λαό στην προεκλογική εκστρατεία.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ των κεντρικών τραπεζών ενορχηστρώνεται από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών BIS στη Βασιλεία της Ελβετίας, η οποία έχει συνολικά 63 κεντρικές τράπεζες μεταξύ των μελών της.
Εκτός από τις κεντρικές τράπεζες, το ψηφιακό-χρηματοοικονομικό συγκρότημα με τον έλεγχο χρημάτων και δεδομένων έχει επίσης διακλαδωθεί με ένα άλλο δίκτυο ιδρυμάτων εξαιρετικά επιρροής. Αυτά περιλαμβάνουν πανεπιστήμια, δεξαμενές σκέψης, ΜΚΟ, πολυάριθμους υποοργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ΔΝΤ – και πάνω από όλα πολλά εξαιρετικά ισχυρά ιδρύματα.
Το πόσο αποτελεσματικά λειτουργεί αυτό το δίκτυο μπορεί να φανεί ιδιαίτερα καλά στην τρέχουσα κρίση υγείας. Ακολουθούν μερικά μόνο παραδείγματα: Η ιατρική σχολή στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, η οποία παρέχει στις αρχές σε όλο τον κόσμο ιατρικά δεδομένα, ονομάζεται Ιατρική Σχολή του Bloomberg από το 2014, επειδή ο δισεκατομμυριούχος πληροφορικής Michael Bloomberg έχει μέχρι σήμερα περισσότερα από 3,5 δισ. δολαρίων. Η ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ ονομάζεται TH Chan School of Medicine προς τιμήν ενός δισεκατομμυριούχου και δωρητή από το Χονγκ Κονγκ.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ΠΟΥ, που ιδρύθηκε και χρηματοδοτήθηκε από πολλές χώρες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, λαμβάνει πλέον περισσότερο από το 80 τοις εκατό των χρημάτων του από δωρητές. Ο μεγαλύτερος δωρητής είναι το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates που ιδρύθηκε από τον δισεκατομμυριούχο IT Bill Gates, το πλουσιότερο ίδρυμα στον κόσμο με περιουσιακά στοιχεία σχεδόν 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το Gates ‘Foundation είναι εξαιρετικά ενεργό εδώ και δύο δεκαετίες όσον αφορά την προώθηση των συμφερόντων του ιδρυτή του. Το 2000 ίδρυσε την Παγκόσμια Συμμαχία για Εμβόλια και Εμβολιασμούς GAVI, το 2012 συνίδρυσε και συγχρηματοδότησε την Better Than Cash Alliance για την παγκόσμια κατάργηση των μετρητών και διανέμει εκατομμύρια σε εταιρείες μέσων ενημέρωσης κάθε χρόνο προκειμένου να διασφαλίσει καλοπροαίρετη αναφορά.
Μακράν το πιο σημαντικό πολιτικά ίδρυμα είναι πιθανό να είναι το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ με έδρα την Ελβετία υπό τη διεύθυνση του Γερμανού καθηγητή Klaus Schwab. Το WEF όχι μόνο συγκεντρώνει και δικτυώνει τους πλούσιους και ισχυρούς του κόσμου κάθε χρόνο για μισό αιώνα, αλλά εκπαιδεύει επίσης τη διεθνή πολιτική και εταιρική ελίτ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Από την πολιτική πλευρά, αυτοί περιλαμβάνουν την Angela Merkel, τον Nicolas Sarkozy, τον Tony Blair, τον Emmanuel Macron ή την Annalena Baerbock και τον Cem Özdemir, από την εταιρική πλευρά, μεταξύ άλλων, οι Bill Gates, Jeff Bezos, Steve Balmer ή Jack Ma.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο άνθρωπος που ίδρυσε το WEF και συγκέντρωσε όλους αυτούς τους ανθρώπους έγραψε ακόμη και το σενάριο για την τρέχουσα παγκόσμια κρίση με το έργο του «Covid-19 – The Great Change».
Όλες αυτές οι πληροφορίες είναι απλά μεμονωμένα κομμάτια του μωσαϊκού, αλλά δείχνουν πώς το ψηφιακό-οικονομικό συγκρότημα μπόρεσε είτε να πλέξει έναν ολοένα και πιο πυκνό ιστό αράχνης οργανισμών σε διάστημα 4 δεκαετιών ή ακόμη και να τον αναπτύξει ο ίδιος και έτσι να ασκήσει επιρροή μέσω μιας ευρείας ποικιλίας κανάλια και το να κινήσει τα πράγματα παγκοσμίως προς την κατεύθυνση που ήθελε.
Η έννοια του βαθέως κράτους, με το οποίο κατανοεί κανείς το σύνολο των ισχυρών, μη δημοκρατικά νομιμοποιημένων οργανώσεων που τραβούν τα νήματα στο παρασκήνιο σε μια χώρα, ανήκει επομένως στο παρελθόν. Το ψηφιακό-οικονομικό σύμπλεγμα μάς έδωσε μια νέα παγκόσμια δύναμη που έχει ενσωματώσει εδώ και καιρό τη βαθιά κατάσταση όλων των εθνών στη γη και η οποία τώρα ασκεί πολύ μεγαλύτερη επιρροή από ό,τι θα μπορούσε ποτέ να έχει οποιοδήποτε μεμονωμένο βαθύ κράτος.