Οι διεργασίες για την σύναψη διεθνούς συμφωνίας σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (ή μάλλον, για την αναβίωση της αντίστοιχης συμφωνίας του 2015 από την οποία αποσύρθηκαν οι ΗΠΑ το 2018, επί των ημερών του Ντόναλντ Τραμπ) βρίσκονται στην τελική ευθεία.
Τα πάντα δείχνουν ότι οι συνομιλίες στην Βιέννη με την συμμετοχή της Ισλαμικής Δημοκρατίας, των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της Γερμανίας οδηγούνται σε αίσιο τέλος.
Με βάση όσα γίνονται γνωστά, οι διαπραγματεύσεις σημείωσαν καθοριστική πρόοδο αφότου η ιρανική πλευρά απέσυρε την (πρωτίστως συμβολική) αξίωσή της να αρθεί η ένταξη των Φρουρών της Επανάστασης στον αμερικανικό κατάλογο τρομοκρατικών οργανώσεων – ωστόσο ανοικτό παραμένει το ερώτημα πώς μπορεί να ικανοποιηθεί η αξίωση της Τεχεράνης για παροχή εγγυήσεων σχετικά με ενδεχόμενη (λόγω λ.χ. μιας επανάκαμψης του Τραμπ) νέα απόσυρση των ΗΠΑ από την συμφωνία.
Το τελικό σχέδιο συμφωνίας, όπως αυτό διαμορφώθηκε τον τελευταίο μήνα από τις παρατηρήσεις Ουάσιγκτον και Τεχεράνης επί του κειμένου που επεξεργάστηκε, σε ρόλο μεσολαβητή, η ευρωπαϊκή πλευρά, διέρρευσε ήδη χθες Κυριακή στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz.
Σε αυτό περιγράφεται μία βήμα προς βήμα διαδικασία, συνολικής διάρκειας 165 ημερών από την στιγμή της συνυπογραφής της συμφωνίας, της οποίας θα προηγηθεί απελευθέρωση Δυτικών κρατούμενων από το Ιράν, με αντάλλαγμα την αποδέσμευση ιρανικών περιουσιακών στοιχείων στη Δύση.
Κατόπιν, το Ιράν δεσμεύεται να τερματίσει από την πρώτη στιγμή ισχύος της συμφωνίας τον εμλουτισμό ουρανίου, διατηρώντας ωστόσο το δικαίωμα αποθήκευσης των ποσοτήτων που θα έχει έως τότε εμπλουτίσει, ενώ η αμερικανική πλευρά αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποστείλει εντός 30 ημερών τη συμφωνία στο Κογκρέσο για επικύρωση και να ενημερώσει εντός 60 ημερών την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA) για την επαναπροσχώρησή της στην συμφωνία του 2015 (JCPA).
Το τέταρτο και τελευταίο στάδιο του σχεδίου προβλέπει την περαιτέρω άρση κυρώσεων κατά του Ιράν στο διάστημα των επόμενων 60 ημερών.
Εάν τα παραπάνω υλοποιηθούν, η Ισλαμική Δημοκρατία θα έχει καταγράψει μια σημαντική επιτυχία, την οποία μάλιστα θα πιστωθούν οι συντηρητικοί του προέδρου Εμπραχίμ Ραϊσί, που κυριαρχούν στην ιρανική πολιτική ζωή μετά τις τελευταίες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές, οπότε συνέτριψαν τους μεταρρυθμιστές του πρώην προέδρου Ρουχανί, οι οποίοι επένδυσαν στην ομαλοποίηση των οικονομικών και λοιπών σχέσεων με τη Δύση, συνυπογράφοντας την JCPA το 2015.
Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν βέβαια μέγιστη νευρικότητα στο Ισραήλ, τον μεγάλο περιφερειακό αντίπαλο του Ιράν, που δια του τότε πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετενιάχου είχε επιχειρήσει άκομψα (με ομιλία του στο Κογκρέσο ερήμην του τότε προέδρου των ΗΠΑ) να αποτρέψει τον Μπαράκ Ομπάμα από την συνυπογραφή της JCPA και κατόπιν, μέσω των προσβάσεών του στον Λευκό Οίκο του Τραμπ εξασφάλισε την αμερικανική απόσυρση από την συμφωνία.
Έχοντας πλέον απομακρυνθεί από την εξουσία, ο Νετανιάχου κατήγγειλε χθες τη διάδοχο συγκυβέρνηση των Γιάιρ Λαπίντ και Μπένι Γκαντς ότι εφησύχασε και κατάφερε μέσα σε έναν χρόνο που βρίσκεται στα πράγματα να θέσει σε κίνδυνο το μέλλον του Ισραήλ. Απαντώντας, ο πρωθυπουργός Λαπίντ υποστήριξε ότι στις αλλεπάλληλες θητείες του ο Νετανιάχου προκάλεσε τη μέγιστη δυνατή βλάβη στις ισραηλινο-αμερικανικές σχέσεις.
Στην προσπάθειά της να επηρεάσει τις εξελίξεις, χωρίς να διακινδυνεύσει δημόσια ρήξη με τη Ουάσιγκτον, η τωρινή κυβέρνηση του Ισραήλ πολλαπλασιάζει τις επαφές με Αμερικανούς ιθύνοντες και ο υπουργός Άμυνας Μπένι Γκαντς είχε μόλις την έκτη κατά σειρά συνάντησή του με τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας του Τζο Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού θα βρεθεί τις επόμενες μέρες και ο επικεφαλής της Μοσάντ, Ναούμ Μπαρνέα.
Σε κάθε περίπτωση, το πώς γίνεται αντιληπτή στις ΗΠΑ η στήριξη προς το Ισραήλ δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο αυτόματης διακομματικής συναίνεσης, καθώς η αμερικανο-εβραϊκή εκλογική βάση των Δημοκρατικών αποξενώνεται ολοένα και περισσότερο από πολιτικές τύπου Νετανιάχου, οι οποίες αντιθέτως έχουν γίνει “σύμβολο πίστεως” για τους Ρεπουμπλικανούς ευαγγελικούς.
Μεγάλη εικόνα
Όμως την αναβίωση της JCPA κυρίως εξηγεί η μεγάλη εικόνα. Η ανεξέλεγκτη συνέχιση του εμπλουτισμού ουρανίου από το Ιράν μετά το 2018 κινδύνευε να φθάσει σε επίπεδα που θα επέτρεπαν ανάπτυξη πυρηνικού όπλου, δημιουργώντας έτσι σοβαρό δίλημμα στη Δύση.
Από την άλλη πλευρά η στρατιωτική επίλυση του “ιρανικού ζητήματος”, για την οποία τόσο εύκολο γίνεται λόγος στους νεοσυντηρητικούς κύκλους, τίθεται σε νέα βάση μετά τον Ιανουάριο του 2020, οπότε οι ΗΠΑ, πολύ χαρακτηριστικά, απέφυγαν να ανταπαντήσουν στην πυραυλική επίθεση του Ιράν εναντίον δύο αμερικανικών βάσεων στο Ιράν, σε αντίποινα για τη δολοφονία του ταξιάρχου Κάσεμ Σολεϊμανί.
Επιπλέον, έτεροι ανταγωνιστές του Ιράν στην περιοχή, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία, εκδηλώνουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία στρατηγικής αυτονομίας έναντι των υπερατλαντικών προστατών του και επιλέγουν την απευθείας διαπραγμάτευση με την Ισλαμική Δημοκρατία άνευ τρίτων. Αλλεπάλληλοι γύροι ιρανο-σπουδαραβικών διαπραγματεύσεων έχουν διεξαχθεί στη Βαγδάτη με ιρανική μεσολάβηση.
Το κυριότερο στοιχείο, ωστόσο, που αλλάζει την εικόνα είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η ταυτόχρονη απομόνωση της Ρωσίας και του Ιράν δεν είναι μια ρεαλιστική δυνατότητα, ιδίως τη στιγμή που η Ευρώπη απειλείται με ενεργειακή κρίση. Με τα λόγια του Ιρανού διαπραγματευτή Μοχάμαντ Μαραντί, “η JCPA είναι μια συμφωνία που το Ιράν τη θέλει, αλλά η Δύση την έχει ανάγκη”.
Και η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι όσο η Τεχεράνη επωφελείται της επιθυμίας των Ευρωπαίων για ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία, άλλο τόσο συσφίγγει τις σχέσεις της με τη Μόσχα – συμπεριλαμβανομένων και των ενεργειακών, βάσει συμφωνίας swap με την οποία ρωσικό πετρέλαιο εξάγεται στις ιρανικές ακτές της Κασπίας και το ισόποσο εξάγεται από το νότιο Ιράν προς τις διεθνείς αγορές παρακάμπτοντας τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Πηγή: capital.gr