Τι κι αν έχουν περάσει περίπου 30 χρόνια; Η απόπειρα παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του, την οποία κατήγγειλε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης, μέσω του παράνομου λογισμικού παρακολούθησης Predator, ανασύρει μνήμες από την πρόσφατη ιστορία που είναι γεμάτη από ανάλογα γεγονότα και φυσικά φέρνει ξανά στην επιφάνεια την υπόθεση Μαυρίκη, που είχε απασχολήσει την ελληνική κοινωνία τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και μετά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Η παράνομη παρακολούθηση τηλεφωνικών συνομιλιών πολιτικών -και όχι μόνο- προσώπων, τις τελευταίες δεκαετίες μοιάζει να είναι ένα… σχεδόν σύνηθες φαινόμενο. Οι υποκλοπές φαίνονται να αποτελούν για κύκλους εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων μια αγαπημένη και παγιωμένη μέθοδο παρακολούθησης ατόμων που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά ή/και οικονομικά δρώμενα.
Το θέμα ήρθε κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης στην επικαιρότητα, όταν ξέσπασε το λεγόμενο, την εποχή εκείνη, «σκάνδαλο Μαυρίκη» τη δεκαετία του ‘90. Προηγουμένως, για ανάλογο λόγο, δηλαδή για τηλεφωνικές υποκλοπές είχε κατηγορηθεί ο Θεοφάνης Τόμπρας (υποδιοικητής και μετέπειτα διοικητής του ΟΤΕ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80) με σκοπό να ωφελήσει την τότε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Συγκεκριμένα, ο Χρήστος Μαυρίκης ήταν υπάλληλος του ΟΤΕ ο οποίος κατήγγειλε στα Μέσα Ενημέρωσης, Απρίλιο του 1993, ότι υπέκλεπτε τηλεφωνικές συνομιλίες πολιτικών αντιπάλων του τότε πρωθυπουργού με εντολές του στρατηγού Νίκου Γρυλλάκη (συνεργάτη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη). Για το θέμα αυτό κατηγορήθηκε τόσο ο Κων. Μητσοτάκης όσο και η Ντόρα Μπακογιάννη. Η υπόθεση τελικά «μπήκε στο αρχείο» αφού τον Ιανουάριο του 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου ζήτησε αναστολή των ποινικών διώξεων για λόγους πολιτικής ομαλότητας, με τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της ΝΔ να διαμαρτύρεται κάνοντας λόγο για μεθόδευση που στόχο είχε να μην αποδειχθεί η αθωότητά του.
Οι υποκλοπές στην κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή
Περίπου μια δεκαετία μετά, σκάνδαλο τηλεφωνικών υποκλοπών κατήγγειλε η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή. Ήταν 2 Φεβρουαρίου του 2006 όταν, για πρώτη φορά, σε κοινή συνέντευξη Τύπου, 3 υπουργοί (Γ. Βουλγαράκης, Αναστ. Παπαληγούρας και Θόδ. Ρουσόπουλος, ανακοίνωναν με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι εντοπίστηκε το 2005, εκτεταμένο δίκτυο τηλεφωνικών υποκλοπών μέσω της εταιρίας Vodafone. Μεταξύ των ατόμων που παρακολουθούνταν τα κινητά τηλέφωνα τους, ήταν ακόμη και ο τότε πρωθυπουργός. Ωστόσο, οποία… έκπληξη, και πάλι το θέμα «μπήκε στο αρχείο», με δεκάδες καίριας σημασίας ερωτήματα να μένουν αναπάντητα.
Η καταγγελία, λοιπόν, του προέδρου του ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ, για όσους θυμούνται τη νεότερη και τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, δυστυχώς, εντύπωση δεν προκαλεί. Η μέθοδος των παράνομων υποκλοπών εφαρμοζόταν, εφαρμόζεται και θα εφαρμόζεται και στην Ελλάδα, με κύκλους εντός και εκτός των συνόρων να ελέγχουν «φίλους και εχθρούς» μέσω αυτής της πρακτικής.
Το ζητούμενο είναι να διαλευκανθεί η υπόθεση. Αλλά, εάν ακόμη και ο πιο ευκολόπιστος πολίτης ανατρέξει στις σελίδες της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας, μάλλον θα πειστεί ότι και το «σκάνδαλο της παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνομιλιών Ανδρουλάκη», μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα περάσει στο χρονοντούλαπο, «χωρίς να ανοίξει μύτη».
Θα περάσει στο χρονοντούλαπο ως θέμα, διότι ο σκοπός του είναι να καλύψει
ενημέρωση και να απασχολήσει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Λέγεται αποπροσανατολισμός κοινής γνώμης.
Προσπερνάμε θέματα ουσίας και σοβαρότητας με θέματα ανούσια.
Οι υποκλοπές γινόντουσαν , γίνονται και θα γίνονται.
Τα όσα γράφονται στο διαδίκτυο δεν παραγράφονται ποτέ.
Οι γνώσεις αποτελούν βασικό κλειδί στο τρόπο και στα μέσα.
Η υπόθεση Ανδρουλάκη εξυπηρετεί σκοπούς και όπως όλα δείχνουν
δεν έφερε το υπολογίσιμο αποτέλεσμα.
Η ενημέρωση πλέον οφείλει να ακολουθήσει τις εξελίξεις τις
τεχνολογίας τόσο σε ήχο – εικόνα και κείμενο.
Μερικά παλαιά δοκιμασμένα μονοπάτια δεν προσφέρουν πλέον.
Βεβαίως το ζητούμενο παραμένει ο σκοπός.
Επομένως με κάθε τρόπο και μέσο θα επιμένουν κάποιοι ειδικοί
ώστε να ροκανίζουν το χρόνο.